Λιαράκος και Ντιβέτσικας

Την ιστορία που ακολουθεί μου τη διηγήθηκε ο μακαρίτης ο Γερο-Μασαβέττας. Τη μεταφέρω αυτούσια χωρίς προσθήκες ή αλλοιώσεις.

Γύρω λοιπόν στα 1900 με 1905, πάνω – κάτω, όταν ήταν νέος ακόμα, βόσκαγε τα πρόβατά του στα Ρογκάκια – τα Ρογκάκια, είναι ο πρώτος γήλοφος, μετά το Πουρναράκι.

Ήταν άνοιξη και τα ζωντανά ως γνωστόν, την εποχή αυτή βοσκάνε μέρα νύχτα. Λίγες μόνο ώρες γρεκιάζουν, απλώς για να δώσουν την ευκαιρία στον ταλαίπωρο τσοπάνη να κλέψει λίγο ύπνο, που είναι τόσο γλυκός και απαραίτητος, για να ξεκουράσει το ταλαιπωρημένο του κορμί.

Μόλις γρεκιάσανε τα πρόβατά του στη λούζα που βρίσκεται κάτω ακριβώς από τα Παραργαίϊκα τα ντούσκα, κι’ ενώ ετοιμαζόταν να ξαπλώσει, άξαφνα παρουσιάστηκε μπροστά του ένα «ξωτικό», που, περισσότερο, έμοιαζε με κοντοπόδαρο παχουλό σκυλί. Το κεφάλι του ήταν τριχωτό γκριζόμαυρο με δύο λαμπυρίζοντα μάτια, ενώ το υπόλοιπο σώμα του μαυρόασπρο  και παρδαλό.

Το «εξωτικό» αυτό που το λέγανε Λιαράκο, ήταν αεικίνητο. Μια το έβλεπε μπροστά του, μια πίσω του. Κάποια στιγμή χανόταν ολότελα και πάλι σε λίγο εμφανιζόταν αλλιώτικο. Ο Γερο-Μασαβέττας έχασε τελείως τη μιλιά του. Φοβήθηκε πολύ. Αλλά και να μπορούσε να μιλήσει δεν θα το ‘κανε, γιατί μπορούσε να μουγκαθεί. Κάποιοι, στους οποίους παρουσιάσθηκε ο Λιαράκος και μίλησαν, χάσανε τη φωνή τους και ύστερα τρέχανε από δω κι από κει στις μαγίστρες για να θεραπευτούν.

Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν, ξάφνου ακούει τα πρόβατα να αναβαλτσιάζονται. Τι είχε συμβεί; Ο Λιαράκος μπήκε μέσα στο κοπάδι κι άρχισε να βατεύει τα ζωντανά. Το μολεμένο, τα πέρασε όλα και τα μαγάρισε. Ως και τα αρνιά ορέχτηκε το θεοκατάρατο.

Κακό που βρήκε τον τσοπάνη! Την άλλη μέρα το πρωί, το περίμενε άλλωστε, κοιτάζει και τι βλέπει; Όλα τα πρόβατα είχανε τσιρλιστεί. Χάσανε την όρεξη για βοσκή και μέρα με τη μέρα, άρχισαν να αδυνατίζουν. Μερικά κιόλας ψόφησαν. Ο Ντιβέτσικας, έτσι τον έλεγαν αλλιώς το Λιαράκο, ήταν φαρμακερός. Απ’ τους πιο φαρμακερούς. Σπάνια εμφανιζόταν τέτοιο «ξωτικό», αλλά, άμα το καταραμένο ερχότανε, σκόρπαγε τον ψόφο και την κακιά αρρώστια στα κοπάδια. Οι κτηνοτρόφοι λέγανε: Ο θεός να μας φυλάξει από το λύκο και τον Ντιβέτσικα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό!

Διηγήθηκε ακόμη ο Γέροντας:

Ύστερα από καμιά βδομάδα, κι αφού στο μεταξύ είχανε ψοφήσει κάμποσα πρόβατα, αποφάσισαν να ανάψουν ξυλοφωτιά στο ίδιο μέρος που έγινε η μαγαρισιά. Θα τα πέρναγαν από κοντά ή πάνω από τη θράκα κι έτσι θα τα εξάγνιζαν από το τρισκατάρατο εξωτικό. Πήραν λοιπόν δυο ξερά ξύλα κι ώρες ολόκληρες οι φουκαράδες τα τρίβανε επίμονα και ασταμάτητα’ σ’ ένα σημείο, ώσπου τελικά τα ξύλα πήρανε φωτιά. Αυτό ήταν. Πέταξαν απ’ τη χαρά τους. Τώρα που άναψαν την ξυλοφωτιά ο ντιβέτσικας, θέλει δε θέλει, θα γκρεμοτσακιστεί να φύγει από τον τόπο και την περιοχή τους. Θα πάει αλλού για να μολέψει άλλα ζωντανά και να τζερεμετίσει άλλους φτωχούς ανθρώπους. Πάντα κακό κάνει. Ποτέ καλό.

Άναψαν μεγάλη φωτιά. Ώρες ολόκληρες την ταΐζανε με ξερά ξύλα για να γίνει μεγάλη θράκα. Κι’ ύστερα ένα – ένα τα πρόβατα τα πετάγανε κοντά ή πάνω από τη θράκα. Μ’ αυτόν τον τρόπο πίστευαν πως τα σώζανε.

Κι’ άλλοι τσοπάνηδες, πάντα κατά το Γερο-Μασαβέττα, είχαν δοκιμάσει … τη χαρά του Λιαράκου. Κι’ όλοι ανεξαιρέτως σπεύδανε να ανάψουν ξυλοφωτιά  για να σώσουν το βιος τους. Δεν είχαν άλλη λύση, ούτε άλλο γιατρικό. Αυτό, άλλωστε, ξέρανε πάπου – προσπάπου.

Σήμερα δεν υπάρχει Λιαράκος. Τον ξόρκισαν και τον έδιωξαν μακριά οι πατεράδες μας και οι παπούδες μας με τις ξυλοφωτιές και τα μαϊκιούρια τους …

Σήμερα οι τσοπάνηδες γνωρίζουν πολύ καλά, πως το τσίρλισμα των ποιμνίων τους, ιδίως την άνοιξη, οφείλεται σε κάποιο μικρόβιο ή παράσιτο που βρίσκεται στη χλωρή νομή των λιβαδιών. Γνωρίζουν ακόμη πολύ καλά,  πως τα ζωντανά τους θα τα θεραπεύσει ο κτηνίατρος και τα φάρμακα που θα τους δώσει. Οι ξυλοφωτιές και τα μαϊκιούρια ανήκουν στο παρελθόν και τη λαογραφία. Ο Λιαράκος ή Ντεβέτσικας, για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, ευτυχώς, εξοστρακίστηκε στο πυρ το εξώτερο, μαζί με την άγνοια και τις δεισιδαιμονίες. Κι’ ήταν καιρός να συμβεί κι ‘ αυτό , διότι τη χώρα μας και τους κατοίκους της, αρκετά τους ταλαιπώρησαν και αρκετά τους έβλαψαν.

Γεώργιος Λ. Αστρακάς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *