FtS104
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι! Ντρεπόταν γι’ αυτή και ώρες – ώρες τη μισούσε! Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρισσα για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να καλύπτει τα οικογενειακά της έξοδα. Εκείνος δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μίας μητέρας με ένα μάτι.
Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα όποτε την έβλεπαν να βγαίνει λίγο απ’ την κουζίνα, κι έλεγαν ότι δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα…
Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του. Μία μέρα, όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος: «Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;».. αναρωτιόταν. Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεξε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνον ένα μάτι». Ήθελε να πεθάνει, να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «Αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξ αιτίας σου, καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε.
«Δε μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σε έναν φίλο του. «Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές. Και το κατάφερα. Μα ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει… Δε μπορούσε να πάει κάπου αλλού;…»
Αργότερα εκείνος παντρεύτηκε, αγόρασε ένα δικό του σπίτι, έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευαρεστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τη δουλειά του! Μια μέρα, μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της το είχε ζητήσει, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφθεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά άρχισαν να γελάνε. Θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «Πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου;; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Ααα, πόσο λυπάμαι κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση». Κι εξαφανίσθηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι η γιαγιά τους…
Πέρασαν χρόνια, και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη όπου γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ‘ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια… Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει εκείνη γι’ αυτόν:
«Αγαπητέ μου γιε,
σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι μου για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφθάσεις. Στενοχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις,… όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα και έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι! Έχεις πάντα την αγάπη μου. Η μητέρα σου»
***
Ευχαριστούμε την αγαπητή Ροδοθέα Τζιβάρα γι’ αυτό το υπέροχο κείμενο που έθεσε στη διάθεσή μας. Δεν γνωρίζουμε τον πρωτογενή συγγραφέα.