Ομυαλός IV

FtS90

Γλωσσολογική – Φιλολογική ερμηνεία και ιστορική τεκμηρίωσις

1.- Η εφημερίς «Η φωνή των Σκαμνιωτών» έχει ασχοληθή, πολλάκις, προσφάτως και κατά το παρελθόν, σχεδόν επί μίαν τριετίαν περί του τοπωνυμίου «Ομυαλός» της Κοινότητος Οίτης Φθιώτιδος. Έχουν διατυπωθή μέχρι τούδε απόψεις, αι οποίαι, αντί να διαφωτίσουν το θέμα, μάλλον έχουν προκαλέσει σύγχυσιν και δη ως προς την ορθήν ονομασίαν.
Συγκεκριμένως, εις το υπ΄ αριθμόν 16, Μάιος – Ιούνιος 1993, φύλλον της εφημερίδος και δη εις την 3ην στήλην ταύτης, έχει καταχωρηθή σημείωμα του συντάκτου της, ο οποίος αναφέρεται εις το άρθρο του Γεωργίου Κ. Λέλη «Τούρκοι τσιφλικάδες της Φθιώτιδος». Το ως άνω άρθρον εδημοσιεύθη εις το υπ΄ αριθμόν 282 τεύχος, Δεκέμβριος 1992, της Εικονογραφημένης Επιθεωρήσεως «Στερεά Ελλάς», όπου αναφέρεται περί του «Ομυαλού» με την ονομασίαν ΜΥΑΛΟΣ, το οποίον είναι το σημερινόν χωρίον Γαρδικάκι (Οίτη) και ότι απετέλει τσιφλίκιον, το οποίον κατείχε η Σαϊδέ – Χανούμ, σύζυγος Χαλίλ – Μπέη και το επώλησεν εις τον Δρόσον Μασόλαν, με χοτζέτι, επί Κουτσή Εφέδη, κατά τον Αύγουστον του 1833.

Ο συντάκτης αναφέρει, ότι γνωρίζει μόνον την ονομασίαν Ομυαλός, η οποία ευρίσκεται άνωθιν της Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, [κοινώς ονομαζομένης υπό των περιοίκων: Άγιος Ταξιάρχης], και εν τέλει θα ήθελε τας απόψεις των επαϊόντων της Οίτης, επί του ζητήματος τούτου.
Εις το επόμενον, υπ΄ αριθμόν 17, Ιούλιος – Αύγουστος 1993, φύλλον, εις την σελίδα 4 της Εφημερίδος, εδημοσιεύθη η από 20 Ιουλίου 1993 επιστολή του Νικολάου Ιωάννου Παναγή, συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου και πρώην γραμματέως της κοινότητος Οίτης, η οποία αναφέρεται εις το θέμα, ότι ο Ομυαλός είναι μία των ευρυτέρων περιοχών του χωρίου Οίτη, και, ότι αποτελεί το 1/5 της όλης εκτάσεώς του, την οποίαν περιγράφει και οριοθετεί. Επιπροσθέτως αναφέρει, ότι εις την θέσιν «Σουρβιά», της περιοχής, υπήρχεν χωρίον με την αυτήν ονομασίαν «Ομυαλός» και τέλος αναφέρεται εις ιστορικά στοιχεία του Οικισμού Ομυαλού. Περί της ονομασίας Μυαλός αναφέρει, ότι είναι άγνωστος και παρέχει επί πλέον την πληροφορίαν, ότι ο προϊστάμενος των Αρχείων του Κράτους του Νομού Φθιώτιδος, τον εβεβαίωσεν, ότι ο οικισμός Ομυαλός, εις έγγραφον, κατά το έτος 1833, αναφέρεται και με το όνομα Αμυαλός. Και ο συντάκτης της επιστολής εκφράζει την άποψιν, ότι το αρχικόν Αμυαλός με την πάροδον του χρόνου παρεφράσθη εις το πλέον γνωστόν και διαδεδομένον εις τους κατοίκους «Ομυαλός» και το εντελώς άγνωστον «Μυαλός».
Αι ως άνω απόψεις του συντάκτου της επιστολής, εν σχέσει μόνον προς τον τρόπον παραγωγής του τοπωνυμίου, είναι τελείως εσφαλμέναι, δια τους λόγους, οι οποίοι θα αναπτυχθούν κατωτέρω, ενώ είναι πολυτιμώταται ως προς τα λοιπά πληροφοριακά ιστορικά στοιχεία της. Πάντως η ως άνω επιστολή απετέλεσεν την αιτίαν της συντάξεως της παρούσης.
Τέλος, εις το υπ αριθμόν 32, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1996, φύλλον της Εφημερίδος και εις την 1ην σελίδα, εις σχετικόν σημείωμα αναφέρεται ο Οικισμός με την ονομασίαν Αμνιαλός και ο συντάκτης, θέτων το Ομυαλός εντός παρενθέσεως μετά ερωτηματικού, (Ομυαλός ;), προφανώς διερωτάται, εάν πρόκειται περί του γνωστού Ομυαλού.
2.- Εν όψει όλων των ανωτέρω, παρίσταται ανάγκη διερευνήσεως των σχετικών θεμάτων, ως προς την ορθήν ονομασίαν του τοπωνυμίου και οριστικήν λύσιν του τεθέντος ζητήματος. Δια να προβώμεν, όμως, εις την διερεύνησιν της ορθής ονομασίας, προηγουμένως απαιτούνται να ερευνηθούν τρία επί μέρους ζητήματα:
α) Πόθεν προέρχεται η λέξις Ομυαλός.
β) Τι σημαίνει η λέξις αυτή και
γ) Ποίοι οι διαμορφωθέντες παράλληλοι τύποι και μορφαί του ως άνω τοπωνυμίου;
3.- Η λέξις ομυαλός, κατά τους γλωσσολόγους Georg Meyer και Γεώργιον Χατζηδάκιν, (1), προέρχεται εκ της συνεκφοράς και της συνεκφωνήσεως του άρθρου ο και της λέξεως μυαλός (ο + μυαλός). Μάλιστα, το δεύτερον γράμμα της λέξεως και δη το ύψιλον (υ) είναι βραχύ και η λέξις προφέρεται ως δισύλλαβος τοιαύτη (Μυα-λός). Κατά την αρχαιότητα, λόγω της προσωδιακής προφοράς, η λέξις μυαλός επροφέρετο ως τρισύλλαβος (μυ-α-λός), δεδομένου, ότι τα γράμματα ύψιλον (υ) και άλφα (α) ήσαν μακρά και το όμικρον (ο) βραχύ. Σήμερον, κατά την προφοράν του ως άνω τοπωνυμίου, υπό των κατοίκων της περιοχής, μεταξύ των δύο πρώτων γραμμάτων ακούεται ελαφρώς το γράμμα νι (ν), δηλαδή προφέρεται ως Ομνυαλός.
Πολλάς φοράς οι κάτοικοι της περιοχής προφέρουν το τοπωνύμιον Ουμυαλός, αντί Ομυαλός. Η λέξις ο μυαλός της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, ήτο και είναι εν χρήσει αντί του αττικού τύπου ο μυελός, από της εποχής του Φρυνίχου, αττικού τραγικού ποιητού, ο οποίος έζησεν περί το 500 π.χ. Εις τα διασωθέντα αποσπάσματα των έργων τούτου απαντάται το πρώτον και ο τύπος «μυαλός» (2). Η λέξις «Ομυαλός», πρέπει να δασύνεται.
4.- Εις το γλωσσικόν ιδίωμα της Νήσου Κρήτης, εσχηματίσθησαν και χρησιμοποιούνται οι τύποι «ομυαλός» και «ομυαλοί», αντί του κοινού ελληνικού τύπου το μυαλό, τα μυαλά.
Εις τον Ερωτόκριτον του Βιτσέντζου Κορνάρου (1553 – 1614 μ.Χ.), αναφέρονται:
α) «… πούρι αντρειεύτηκε καλά, εστάθηκε, δεν πέφτει
κι αν είχε πόνους σ’ τσ’ ομυαλούς, στο ‘στερνον εγιατρεύτη …» [Μέρος Β, στοίχοι 1633 – 1634].

β) «… Ασάλευτοι απομείνασι, μα σκότιση μεγάλη
εδώκασιν οι κονταρές τότες κ’ η μια κ’ η άλλη
κι από τ’ αφτιά και των ιδυό αίμα πολύν εβγήκε
κ’ η κοπανιά μες σ’ τσ’ ομυαλούς βαβούρα τως εφήκε …» [Μέρος Β,
στοίχοι 1783 – 1786].

γ) «… λαβωματιά δεν του ‘καμεν η κοπανιά η μεγάλη,
μόνο οπού του ‘ρθε σα σεισμός στον ομυαλό και ζάλη …» [Μέρος Β, στοίχοι 2009 – 2010].

δ) «… Καλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πώς κομπώνει
κ’ η τόση αγάπη του παιδιού τον ομυαλό ζαβώνει …» [Μέρος Γ, στοίχοι 961 – 962] και

ε) «… Και πρι βραδιάση εις του ρηγός ήρθε εγνοιανό μαντάτο
οπού ‘βαλε της Αρετής τον ομυαλό άνω κάτω :…» [Μέρος Δ, στοίχοι 193 – 194].

Εις τα αποσπάσματα του Ερωτοκρίτου, η λέξις ομυαλός, χρησιμοποιείται, άλλοτε μεν προς δήλωσιν του εγκεφάλου, ως μέρους του ανθρωπίνου σώματος (α – γ περιπτώσεις), άλλοτε δε προς δήλωσιν των νοητικών λειτουργιών και δη της σκέψεως (δ – ε περιπτώσεις).
Ακόμη και σήμερον, οι κάτοικοι της νήσου Κρήτης, ιδίως των νομών Χανίων και Ρεθύμνης και κυρίως οι πλέον ηλικιωμένοι, χρησιμοποιούν τους ως άνω τύπους, ως διεπίστωσα εκ πληροφοριών μου από γνωστούς μου Κρητικούς: [Πληροφορία: παρά του Παντελή Ανδρουλάκη, εκ χωρίου Βωλεώνες Ρεθύμνου Κρήτης].
5.- Αι λέξεις: μυελός (ο), μυαλός (ο) και οι παράλληλοι τύποι: μυελόν (το) και μυαλόν (το), οι οποίοι απαντώνται εις τα αρχαία κείμενα, από της εποχής του Ομήρου μέχρι και της σήμερον, ως και οι τύποι της δημοτικής γλώσσης μυαλός, (ο), μυαλό, (το) και μνυαλό, (το), έχουν πολλάς σημασίας και σημαίνουν τα εξής:
α) Επί ανθρώπων: i) η φαιά ουσία του εγκεφάλου, ii) το μεδούλι ή μελούδι των οστών (νωτιαίος μυελός), λατινιστί: Medula και iii) ο νούς, η νοητική λειτουργία, η σκέψις, η ευφυΐα, η ευθυκρισία κ.λπ.
β) Επί ανθρώπων και ζώων: πάσα εκλεκτή, θρεπτική και δυναμωτική τροφή (σίτος, οίνος, κρέας κ.λπ.).
γ) Επί φυτών: η εντεριώνη, η καρδιά.
δ) Επί τόπων (μτφ.): ο κάλλιστος και ο εκλεκτώτερος τόπος μίας περιοχής, ο οποίος διακρίνεται δια τον πλούτον της παραγωγής και αποτελεί, τρόπον τινά, το πλέον εύφορον μέρος, το μυελόν μιας περιοχής (3).
Ο Θεόκριτος (310 – 250 π.Χ.), εις το ειδυλλιακόν και βουκολικόν ποίημά του «ΑΛΑΚΑΤΑ» (= Ηλακάτα = ρόκα), αναφερόμενος εις τας Συρακούσας, γενέτειράν του, εν σχέσει προς ολόκληρον την Σικελίαν, καλουμένην και Τρινακρίαν, αναφέρει επί λέξει:
«… και γαρ τοι πάτρις αν ωξ Εφύρας κτίσσε ποτ’ Αρχίας,
νάσω Τρινακρίας μύελον, άνδρων δοκίμων πόλιν …» (4).
[Μετάφρασις: Και διότι η πατρίδα σου ήτο πόλις ενδόξων ανδρών, την οποίαν ο εκ της Εφύρας, (Αρχαίας Κορίνθου), καταγόμενος Αρχίας έκτισεν κάποτε εις τον καλλίτερον τόπον της νήσου Σικελίας].
6.- Εκ των λέξων: μυαλός (ο) και μυαλόν (το) παράγονται:
α) τα επίθετα της δημοτικής: μυαλωμένος –η –ο, και, μνυαλωμένος –η –ο = ο εχέφρων, ο ορθοφρονών, ο έχων κρίσιν, ο νουνεχής, ο συνετός, σώφρων, γνωστικός κ.λπ. και μυαλοκομμένος –η –ο = ο μικρόνους, ο ολιγόμυαλος, ο φυρόμυαλος, ο μυαλοπαρμένος κ.λπ..
β) το ρήμα μυαλώνω = αποκτώ φρόνησιν και σύνεσιν και
γ) πολλά άλλα σύνθετα της νεοελληνικής (δημοτικής γλώσσης), τα οποία έχουν, είτε ως πρώτον συνθετικόν, είτε, ως δεύτερον τοιούτον το μυαλό, ως: ξεμυαλίζω, ξεμυαλίζομαι, ξεμυαλισμένος, αξεμυάλιστος, αχυρό-μυαλος, ελαφρόμυαλος, κοκορόμυαλος, βαρθακόμυαλος, κοντόμυαλος, κουρουνόμυαλος, λιγόμυαλος, ορνιθόμυαλος, ρηχόμυαλος, χοντρόμυαλος, ψαρόμυαλος, φυρόμυαλος, μυαλοπαρμένος, μυαλοφυγόδικος κ.ά. (5).
7.- Ομοίως, δια της προσθήκης του στερητικού άλφα [α + μυαλός] παράγονται τα κάτωθι:
α) τα ουσιαστικά: αμυαλιά (η) και αμυαλο(ω)σύνη (η) = απερισκεψία, ανοησία, επιπολαιότης, κουφότης και
β) τα επίθετα: άμυαλος –η –ο, ή, άμνυαλος –η –ο, και αμυάλωτος –η –ο = ο χωρίς μυαλό, χωρίς φρόνησιν, ανόητος, απερίσκεπτος, κούφιος, ασύνετος, άκριτος (3).
8.- Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, προκύπτει και αποδεικνύεται, ότι η αρχική ονομασία της περιοχής πρέπει να ήτο «Μυαλός». Εν συνεχεία, δια του άρθρου και της συνεκφωνήσεως και συνεκφοράς εδημιουργήθη ο τύπος «Ομυαλός» και οι ενδεχόμενοι τύποι Μνυαλός και Ομνυαλός.
Κατά τον αυτόν τρόπον εσχηματίσθη η κατά τους παρελθόντας αιώνας ονομασία του χωρίου Μώλος, δηλαδή Ο + Μόλος = ΄Ομολος.
9.- Οι τύποι Αμυαλός ή Αμνυαλός εδημιουργήθησαν εκ του τύπου Ομυαλός ή Ομνυαλός δια της αλλοιώσεως, παραφθοράς και αλλαγής και δή της αφομοιώσεως ή εξομοιώσεως, δηλαδή της φωνητικής τροποποιήσεως της αρθρώσεως, του φωνήεντος όμικρον (ο), έχοντος μικρότερον άνοιγμα, προς το φωνήεν της επομένης συλλαβής (-μυα), ήτις κατά τα ανωτέρω προφέρεται ως μία συλλαβή έχει μεγαλύτερον άνοιγμα και περισσότερον ακούεται το άλφα (α).
Τοιαύτα πάθη φωνηέντων, κατά την εξέλιξιν της ελληνικής γλώσσης και την δημιουργίαν νέων τύπων και μορφών της νεοελληνικής εκ των μεσαιωνικών τύπων, έχομεν αρκετά. Παραδείγματος χάριν: Οστακός > Αστακός, εχθρός > οχτρός, ΄Ολυμπος > ΄Ελυμπος, ΄Ομορφος > ΄Εμορφος, ΄Εντερα > ΄Αντερα, Εγγόνι > Αγγόνι, Ελάφι > Αλάφι, Ελαφρός > Αλαφρύς και αλαφρός κ.λπ. (6).
Συνεπώς, οι τύποι Αμυαλός και Αμνυαλός παρήχθησαν, κατά τον ως άνω τρόπον, και δεν παράγονται εκ του επιθέτου άμυαλος. Εάν συνέβαινε το τοιούτον, θα έπρεπε ο τονισμός της λέξεως να είναι, ως και του επιθέτου, δηλαδή επί της προπαραληγούσης και ουχί επί της ληγούσης.
Οι ως άνω τύποι πρέπει να γράφωνται με δασείαν και λανθασμένος είναι μόνον ο τύπος Αμνιαλός, όστις πρέπει να γράφεται με ύψιλον (υ) και όχι με ιώτα (ι).
10.- Πέραν των ως άνω τύπων, εις έγγραφον του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος προς το Υπουργείον Εξωτερικών της Τουρκίας, ολίγους χρόνους μετά την Επανάστασιν του 1821, σχετικόν με την τύχην του αγροκτήματος (τσιφλικίου) Ομυαλού της Κοινότητος Οίτης, απαντάται και ο τύπος «Νομυαλός». Ο ίδιος τύπος «Νομυαλός» απαντάται και εις τα μισθωτήρια της Μονής των Ταξιαρχών (Άγιος Ταξιάρχης), τα οποία υπεγράφησαν προς εκμίσθωσιν των κτημάτων και της Αμπέλου της Μονής εις τους καλλιεργητάς και διατηρούνται εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ως με διεβεβαίωσεν ο εκ του χωρίου Μπράλου Γεώργιος Τσίτσας του Παναγιώτου (Ψηλός), όστις και έχει μελετήσει ταύτα.
Κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως του 1821, εις το σώμα του οπλαρχηγού Κομνά Τράκα, υπηρέτησεν και ο Αθανάσιος Ποντίκας, εκ του Νουμιαλού καταγόμενος (Ε. Ν. Ευσταθόπουλος: Η Φωκίδα της Επανάστασης. Αθήνα 1994 σελίς 256).
Ούτος αρύεται την πληροφορίαν από το Αρχείον του οπλαρχηγού του Κομνά Τράκα, το οποίον φυλάσσεται εις την ιστορικήν και Εθνολογικήν εταιρείαν, και αγνοεί την ακριβή θέσιν του Νουμιαλού και διερωτάται, εάν πρόκειται περί της Αγόριανης (;).
Ούτος προήλθεν και εδημιουργήθη εκ της αναπτύξεως, εις την αρχήν της λέξεως Ομυαλός, του γράμματος νι (ν), δια της μετακινήσεως του τελικού νι (ν) του άρθρου έμπροσθεν του φωνήεντος της επομένης λέξεως και της διαμορφώσεως ενός νέου τύπου με ένα νι (ν) εις την αρχήν του ως: ο Ομυαλός > τον Ομυαλόν > το Νομυαλόν > ο Νομυαλός > Νουμυαλός.
Η ανάπτυξις του νι (ν) εις την αρχήν της λέξεως είναι σύνηθες φαινόμενον και έχομεν παραδείγματα, ως: ΄Ιος < Νιο, ΄Ιμβρος < Νίμπρο, Ικαρία < Νικαριά, οικοκύρης < νοικοκύρης, Ευρύπολις ή Ευρόπολις < Νευρόπολις ή Νεβρόπολις (7).
11.- Κατά την προφοράν, ουχί μόνον των ως άνω μορφών του τοπω-νυμίου, αλλά και όλων των εκ της λέξεως μυαλός παραγομένων και συνθέτων τοιούτων, ακούεται μετά το γράμμα μι (μ) ελαφρώς το γράμμα νι (ν).
12.- Επιβεβλημένη, εν προκειμένω, θα ήτο η έρευνα εις τα συμβόλαια αγοραπωλησίας κτημάτων της περιοχής, ως και εις τα προικοσύμφωνα, τα οποία έχουν μεταγραφή εις τα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Ηρακλειωτών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας και σήμερον έχουν μεταφερθεί εις τα τοπικά αρχεία του Κράτους του Νομού Φθιώτιδος, προκειμένου να διαπιστωθούν οι χρησιμοποιούμενοι τύποι και μορφαί του ως άνω τοπωνυμίου.
Ορθώς και δεδικαιολογημένως οι κάτοικοι της περιοχής, κατά το παρελθόν, προέβησαν εις τον χαρακτηρισμόν ταύτης ως «ΜΥΑΛΟΝ» ή «ΟΜΥΑΛΟΝ», διότι η μορφολογία του εδάφους παρουσιάζεται σχεδόν επίπεδο και τα κτήματα λίαν εύφορα. Εξ άλλου και σήμερον οι κάτοικοι του χωρίου Οίτη, χαρακτηρίζουν τα κτήματα εις το Ομυαλόν ως «ο κάμπος μας».
13.- Σχετικός προς τους άνω τύπους είναι και η διαμόρφωσις του τοπωνυμίου: «Αιμυαλοί». Γνωστή είναι η Μονή των Αιμυαλών, η οποία ευρίσκεται πλησίον της κωμοπόλεως Δημητσάνης, του Νομού Αρκαδίας (8). Και ο τύπος «Αιμυαλοί» πρέπει να εδημιουργήθη δια της αλλοιώσεως, παραφθοράς και αλλαγής της διφθόγγου (οι) και δη το όμικρον ιώτα (οι) εις άλφα ιώτα (αι). Περισσοτέρα ενασχόλησις με το τοπωνύμιον τούτο διαφεύγει των σκοπών του παρόντος σημειώματος.
Ενταύθα μόνον πρέπει να τονισθή, ότι εις την Αρκαδικήν διάλεκτον, πιθανόν η λέξις μυαλός, να είναι ουσιαστικοποιημένον επίθετον και να απαντά ως: μυαλός (ο), μυαλός (η), μυαλόν (το) και δια της συνεκφωνήσεως του άρθρου αι – της ονομαστικής πληθυντικού του θηλυκού γένους – μυαλοί παρήχθη το: αι Αιμυαλοί (ονομ.), των Αιμυαλών (γεν.).
Εάν η ως άνω υπόθεσις είναι αληθής, – και μέχρι του παρόντος είναι φιλολογικώς ατεκμηρίωτος-, τότε και οι ανωτέρω τύποι Αμυαλός και Αμνυαλός πρέπει να προήλθεν εκ της συνεκφωνήσεως και συνεκφοράς του δωρικού άρθρου α (θηλυκού γένους) και της λέξεως μυαλός (ήτοι: α μυαλός) και να μη πρόκειται περί παραφθοράς, ως ανωτέρω εξετέθη.
Υπέρ τη τελευταίας απόψεως συνηγορούν και φιλολογικαί μαρτυρίαι, καθ΄ όσον το εν λόγω τοπωνύμιον απαντάται υπό τας εξής μορφάς: η Μονή των Αιμυαλών, το Μοναστήρι της Αιμυαλούς, το Μοναστήρι του Αιμυαλού και τέλος, στους Αιμυαλούς, και έτι ειδικώτερον:
α) Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εις την «Διήγησιν των Συμβάντων» αναφερόμενος συγκεκριμένως εις την προδοσίαν υπό του Καλογήρου της Μονής Αιμυαλών, των συγγενών του, του νεωτέρου αδερφού του Γιάννη Ζορμπά, του εξαδέρφου του Γιώργα, οι οποίοι είχον καταφύγει την Μονήν, εις τους Τούρκους, κατά το έτος 1806, αναφέρει τα εξής:
«…Ο Γιάννης δεν εύρε τον φίλο του, επήγε στους Αιμυαλούς, μοναστήρι, του έδωκεν ένας καλόγερος φαγί και έπειτα επήγε, έδωσεν είδησιν εις τους Τούρκους, επήγαν, τον πολιόρκησαν εις τον ληνόν και τον σκότωσαν …» (9).
Ο τύπος στους Αιμυαλούς, μας οδηγεί εις τον Κρητικόν τύπον: τους Ομυαλούς.
β) Εις το δημοτικόν τραγούδι αναγιγνώσκομεν τα εξής:
«Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ΄ αμπέλι.
Βλέπει από πέρα πώρχονται το Γιώργο και το Γιάννη.
Από μακρυά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
– Για κρύψε μας, καλόγερε, κρύψε μας, Μπουραζέρη,
Ψωμί, κρασί, για φέρε μας, τ΄ είμαστε πεινασμένοι.
– Ελάτε, μπάστε στο ληνό, να κάνετε λημέρι
που ο τόπος είν΄ απόμερος κι αλάργα από στράτα» (10).
…………………………………………………………….
γ) Εις άλλην παραλλαγήν του αυτού άσματος, απαντάται ο τύπος: του Αιμυαλού και συγκεκριμένως:
«Καλόγερος εκλάδευε στου Αιμυαλού τ΄ αμπέλια,
βλέπει δυο κλέφτες κ΄ έρχονται, δυο λεροφορεμένους,
κι από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε.
΄΄Ώρα καλή, καλόγερε». – ΄΄Καλώς τα παλληκάρια΄΄» (11).
……………………………………………………………………
Εκ των τύπων της γενικής ενικού «στου Αιμιαλού» και της αιτιατικής «στους Αιμυαλούς» οδηγούμεθα εις την παραδοχήν της πρώτης θέσεως, ενώ προβλήματα δημιουργεί η γενική: «στης Αιμυαλούς» και πιθανόν να αποδεικνύεται η βασιμότης της ως άνω υποθέσεως. (Περί της γενικής της Αιμιαλούς: ίδετε Henri Tonnet: Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1995, σελίδες 116 – 117).
14.- Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι η περιοχή Ομυαλός, κατά τους αρχαίους χρόνους ευρίσκετο εις τας παρυφάς της Δωρικής Τετραπόλεως, σχεδόν επί του ορίου της αρχαίας Δωρίδος και της χώρας των Οιταίων και η Αρχαία Δωρίς επεξετείνετο, κατά τους ιστορικούς χρόνους και μεταγενέστερα και επί της χώρας των Οιταίων. Και εις τους προαναφερθέντας τύπους της ονομασίας «Ομυαλός» έχομεν επιβίωσιν τύπων της δωρικής διαλέκτου. Εξ άλλου οι τύποι ομυαλός και ομυαλοί, οι οποίοι διεμορφώθησαν εις την Κρήτην, οφείλονται ασφαλώς εις την εγκατάστασιν των Δωριέων.
15.- Συνοψίζοντες δυνάμεθα να είπωμεν, ότι άπαντες οι ανωτέρω δέκα τρεις (13) τύποι και μορφαί του τοπωνυμίου, βασικός και παράλληλοι τούτου, οι φιλολογικώς εκ των πάσης φύσεως εγγράφων (: συμβολαίων, μισθωτηρίων, αλληλογραφίας κ.λπ.) διαπιστούμενοι, ως Μυαλός, Μνυαλός, Ομυαλός, Ουμυαλός, Ομνυαλός, Ουμνυαλός, Αμυαλός, Αμνυαλός, Αμνιαλός, Νομυαλός Νομνυαλός, Νουμυαλός, Νουμνυαλός, είναι γλωσσικώς ορθοί, ασχέτως του, ότι σήμερον οι πλείστοι τούτων έχουν περιπέσει εις αχρηστίαν και χρησιμοποιείται μόνον ο τύπος «Ομυαλός».
Κατά την μελέτην των διαφόρων εγγράφων, ο μελετητής θα διαπιστώση την ύπαρξιν και χρήσιν ενός τούτων και θα πρέπει να γνωρίζη, ότι πρόκειται περί ενός και του αυτού πράγματος, δηλαδή της ονομασίας της περιοχής και του οικισμού Ομυαλός της Κοινότητος Οίτης του Νομού Φθιώτιδος.

Περικλής Λ. Αστρακάς
Αθήναις 3 Μαρτίου 1996

Σημειώσεις
1. Georg Meyer, Zur neugriechischen Grammatik in Analecta Graecensia, σελίς 6. Βιτσέντζου Κορνάρου: Ερωτόκριτος, υπό Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου, Αθήναι, 1915 και λεξιλογικά υπό Γ. Χατζηδάκι, σελίδες 423 & 542. Μ. Φιλήντα Γλωσσογνωσία και Γεωγραφία Ελληνική, τόμος Α, Αθήνα 1924, σελίς 204. Γεώργιος Χατζιδάκις: Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά. Αθήνα 1915, Τόμος Α, σελίς 230.
2. A. Nauck : Trag. Graec. Fragmenta. 2. ΄Εκδοσις, Λειψία 1889, αποσπάσματα, στίχος 282.
3. Ιωάννου Σταματάκου: Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, τόμοι Α-Γ, σελίδες 96, 213, 2006, 200 και 2131. Του αυτού: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, σελ. 638. Δ. Δημητράκου: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, τόμος Α (1), σελίς 342, τόμος ΣΤ (6), σελίδες 4793, 4796 και 5146. Του αυτού: Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, σελίς 491.
4. ΄Απαντα Θεοκρίτου, 28, 17-18. ΄Εκδοσις ΚΑΚΤΟΣ, αριθμ. 322, Αθήναι 1995, σελίς 278.
5. Κ. Δαγκίτση : Ετυμολογικό Λεξικό της Νεοελληνικής, τόμος Β, Λ-Π. Εκδοτικός Οίκος Ιωάννης Γ. Βασιλείου, Αθήναι 1984, σελίς 577.
6. Μανώλη Τριανταφυλλίδη: Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής, έκδ. Ο.Ε.Σ.Β., Αθήναι 1941, παράγραφοι 175 – 181, σελ. 80 – 81. Γιάννη Τσουδερού: Ιστορική Γραμματική της κοινής Νεοελληνικής, Gutenberg. Αθήνα 1983, παράγραφος 28, αριθμοί 21-23, σελίδες 252-253. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη: Νεοελληνική Γραμματική, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1994, παράγραφος 237, σελίς 164. Μ. Σετάτος: Φωνολογία της κοινής Νεοελληνικής. Εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 1974, παρ. 4 περίπτωση 222, σελίς 47.
7. Μανώλη Τριανταφυλλίδη, op. cit., παράγραφος 188, σελίς 84, υποσημείωσις 1. Γιάννη Τσουδερού: op. cit., παράγραφος 28, αριθμός 16, περίπτωσις α, σελίς 247. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη: op. cit., παράγραφος 246, περίπτωσις β, σελίς 168.
8. Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. ΄Εκδοσις Πρωϊας, Αθήναι 1933, σελίς 74.
9. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΠΥΡΣΟΥ, β΄ έκδοσις, τόμος Β, σελίς 751.
10. Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα «Διήγησις των Συμβάντων». Εκδότης : Γεώργιος Μέρμηγκας, Αθήναι 1977, σελίς 58.
11. Γ.Δ. Κορομηλάς, εις ΠΥΡΣΟΝ, τόμος Β, σελίς 751, λήμμα : Αιμυαλών μονή.
12. Ακαδημία Αθηνών. Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμος Α. Αθήναι 1962, σελ. 237 – 238. Δ. Πετροπούλου : Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμος Α. Αθήναι 1958, σελίς 205.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *