Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στα χωριά μας IV

FtS84

Ενότητα 4η

υπό Πάνου Φούντα

Κυριακή, Πάσχα 10 με 11 η ώρα πρωί, είχανε αναποδογυρίσει τα πάντα στην περιοχή του Καλλιδρόμου. Και ύστερα, όλα τούτα τα απομένοντα στην πολεμική ζώνη, αφού τελείωσε το έργο τους, ακολουθήσανε τα προηγούμενα, τραβώντας για την Βοιωτία και Αττική, να κάψουν και εκεί τη γης. Λέγεται ή γράφεται πως τούτη η επιδρομή έγινε το Μεγάλο Σάββατο 19 του Απρίλη… Όχι, η αερομαχία έγινε στις 20 του Απρίλη και μέρα Κυριακή, ανήμερα του Πάσχα στην Βοιωτία και μάλλον στην περιοχή του αεροδρομίου Τανάγρας. Έτσι, οι Γερμανοί με την πρώτη αερομαχία παρά τη φοβερή δύναμη πυρός στον αέρα χάσανε 22 αεροπλάνα, ενώ οι Εγγλέζοι με τα 15 χαρικέιν, χάσανε μόνο 5. Και τούτη η μάχη έδειξε πώς οι Γερμανοί στη μάχη δεν είναι άτρωτοι. Απλώς, η μεγάλη δύναμη πυρός και το λεφούσι του στρατού τους, τους έκανε, μαζί με την αγριότητα και την ανθρωποφαγία τους, φημισμένους. Η ιστορία τούτη την ημέρα το απέδειξε στην περιοχή της Τανάγρας, 100 με 150 στούκας χτυπηθήκανε σε αερομαχία από 15 χαρικέιν εγγλέζικα και από τούτο το ιστορικό επεισόδιο το μέλλον τους φάνηκε καταστροφικό και τούτο έγινε…

germaniki-eisboli2

Ανήμερα του Πάσχα και 20 ο Απρίλης 1941. Αβέβαιη τούτη η ημέρα για την τύχη και τη ζωή του ανθρώπου. Το Πάσχα εντελώς ανυπεράσπιστο και ξεχασμένο λόγω των καιρών, αφημένο στη δική του τύχη. Οι πόρτες των εκκλησιών τούτες τις μέρες δεν ανοίξανε, ούτε οι καμπάνες χτυπήσανε. Θλιμμένα χτες, σήμερα χαρούμενα γιατί οι εκπρόσωποί τους άλλοι κρυφτήκανε για να ζήσουν και άλλοι με λουλούδια στα χέρια τρέξανε για την υποταγή. Αυτό λένε τα γεγονότα…

germaniki-eisboli1

Δευτέρα σήμερα, χθες Κυριακή με φωτιά και σίδερο και ουρλιαχτά και βροντές, απ’ τα άψυχα σιδερικά που τα κουμαντάρουνε “άνθρωποι”. Ο στρατός, λοιπόν, των ξένων κρατών βρέθηκε σε θέση μάχης και οι πυροβολητές πάντα έτοιμοι με τις οβίδες στα χέρια και τα δάχτυλα στα κλείστρα, για το ανοίξατε πυρ… Δύο πυροβόλα στη στράτα της Γιωργούσαινας και μέσα στα ντούσκα και σκεπασμένα με δίχτυα κάλυψης για να μη φαίνονται… Δίπλα προς τη ρεματιά στο αντέρεισμα τούτης της γης, είναι βελανιδιά θεόρατη και χοντρή. Οι Αυστραλοί εδώ είχανε ανοίξει λάκκο σε βάθος ενός μέτρου και σε πλάτος το ίδιο και στρογγυλό, άγνωστο για ποιο λόγο. Εδώ, λοιπόν, σε τούτο το μέρος και στο μόνο μέρος σε τούτη την περιοχή είχανε αφήσει μπαρούτες πολλές, σε μάκρος και χοντρές σαν μακαρόνια, χοντρά επίσης. Είχανε και σαν τρίχες ψιλές, για ποιο λόγο δεν ξέρω. Ίσως και για ανατινάξεις. Εδώ, λοιπόν, σε τούτη την πηγαδόγουρνα, δυο απροβλημάτιστοι νέοι ρίξανε τις μπαρούτες μέσα και μετά βάλανε φωτιά. Η ανατίναξη απρόβλεπτη και βίαιη, ενώ οι δυο νέοι όχι μόνο καήκανε, αλλά και τιναχτήκανε σε απόσταση. Ευτυχώς.
Μετά το Πάσχα.
Ξημέρωσε Δευτέρα 21 του Απρίλη, όλος ο στρατός των Αυστραλών βρίσκεται στις θέσεις μάχης και περιμένουν το ανοίξατε πυρ… Οι Γερμανοί κατεβαίνουν από τη Λάρισα, για την κατάληψη της Λαμίας. Ο δρόμος τους είναι στενός και δεν τους χωράει.
Από το Δομοκό έως τη Λαμία ο δρόμος είναι στενός και ανατιναγμένος, δύσβατος, χωρίς διευκολύνσεις σε τόσο στράτευμα. Έτσι οι Γερμανοί με όλα τους τα πολεμικά μέσα βρεθήκανε σε συμμάζωξη, στρατός, τανκς, αυτοκίνητα και ό,τι άλλο από τούτο το πολεμικό είδος. Ήτανε μαζί μαζί, ο ένας ακουμπούσε πάνω στον άλλο, που σημαίνει πως αν οι Εγγλέζοι είχανε αεροπλάνα η και υπερκανόνια ακουμπισμένα στο Καλλίδρομο, τότε θα είχανε έναν πολεμικό θρίαμβο και μια συμφορά οι άλλοι.

[Γερμανοί αλπινιστές με εφόδια στους πρόποδες του Καλλιδρόμου. Από το Λυκόφως των ελπίδων, Νίκου Μακρυγιάννη]

germanikieisboli11

Μια παρένθεση και για τις δυο πλευρές.
Θέλω να πω λοιπόν, πως οι Γερμανοί ξέρανε την οχύρωση του Καλλιδρόμου από Θερμοπύλια μέχρι το αντέρεισμα Πουρναράκι, Μπράλο… Γιατί, απ’ το Νιζερό δεν ρίξανε τις ορεινές δυνάμεις τους, απ’ τα δυτικά πλευρά του Καλλιδρόμου που ήτανε η Οίτη και ξέρανε πως τούτη ήτανε ανοχύρωτη, θα είχανε σίγουρα αποτελέσματα νίκης, χωρίς ούτε έναν τραυματία ή νεκρό.
Μπορούσανε λοιπόν, ανενόχλητα και εντελώς άφοβα τα ορεινά τους τμήματα να πέσουν αριστερά του χωριού Λιανοκλάδι, να διαβούνε πατώντας, τα αβαθή νερά του Σπερχειού, να πιάσουν την Υπάτη, να στρίψουν δεξιά, να ανεβούνε το Λιάσκοβο και εύκολα δρασκελάγανε την Οίτη, πιάνανε το Μαυρολιθάρι και μετά τα άλλα χωριά της ορεινής Παρνασσίδας. Έτσι δημιουργούσανε και ένα ακόμα στρατιωτικό άλλοθι… όπως ο Λεωνίδας στα Θερμοπύλια, ο Αννίβας στις Άλπεις κ.λπ. Άλλα τους τμήματα μπορούσανε να φέρουν βόλτα την Οίτη και αριστερά της πατώντας τα χωριά Κομποτάδες, Μεξιάτες, Κωσταλέξη, Φρατζή και μετά το Γρεβενό πιάνανε την Καταβόθρα, πέφτανε στην Παύλιανη και όλα ύστερα ήτανε δικά τους…
Το μηχανοκίνητό τους θα έμπαινε στη Λαμία και εκεί θα αντάμωνε με τα άλλα τμήματά τους που θα ‘ρχόντουσαν από το δρόμο Βόλου – Στυλίδας…
Τα αεροπλάνα τους εν τω μεταξύ θα σφυροκοπούσαν χωρίς έλεος την περιοχή και με τον βομβαρδισμό των τόσων αεροπλάνων, 500 είχανε στη δικαιοδοσίας τους, θα είχανε πλήρη την επιτυχία δική τους.
Δεν έρχομαι ύστερα σχεδόν από 60 χρόνια να κάνω τον έξυπνο για πράγματα που δεν τα είχανε δει οι στρατιωτικοί της εποχής τους και να τους πω εγώ τι έπρεπε να κάνουν εκείνοι τότε… Τούτο το κάνω επειδή τότε βρέθηκα σε νεαρή ηλικία και μέσα στον αμυνόμενο στρατό των Αυστραλών στην περιοχή Μπράλου. Και επειδή βρέθηκα και αντάρτης Ελασίτης και στο Δ.Σ.Ε. 7 χρόνια με το όπλο στο χέρι, αλλά και επειδή διαβάζοντας αρκετούς συγγραφείς εκείνων των γεγονότων και επειδή ξαναέχω ασχοληθεί και το 1984 με το ίδιο θέμα, το ξανά αποφάσισα και ό,τι, για ό,τι κατάφερα θα το κρίνετε εσείς, που θα με διαβάσετε.
Ο Στρατός των Εγγλέζων.
Οι Εγγλέζοι όπως έδειξαν τα πράγματα μείνανε μόνοι ακόμα απ’ τα σύνορα, στρατηγοί, παπάδες και άλλοι εις -άδες, παίξανε το ρόλο τους σε βάρος των Εγγλέζων. Παρά τούτα τα γεγονότα δίνανε μάχες υποχώρησης με αξιοπρέπεια. Δεν είχανε όμως εξασφαλίσει το “δια ταύτα”, δηλαδή τι θα γινότανε με τα μεταφορικά τους μέσα, με τα καράβια μεταφοράς τους στη Βόρειο Αφρική και από ποια λιμάνια θα μπαρκάρανε τούτοι οι άνθρωποι, πάντως από απόκρυφα λιμάνια και σε νυχτερινές ώρες, αν θέλανε να μην πάνε αιχμάλωτοι ή σκοτωθούνε κιόλας, όπως συνέβη στην υποχώρηση σε διάφορα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας.
Θα μπορούσανε λοιπόν, χωρίς την άμυνα στον Καλλίδρομο, αρκεί να κάνανε ουσιαστικές ανατινάξεις σε δύσβατα μέρη, περάσματα με ναρκοπέδια για την καθυστέρηση αλλά και για απώλειες, για ζημιές μέχρι και σε διάρκεια καθυστερήσεις των Γερμανών. Τούτο ήτανε εύκολο, αρκεί να είχανε και τα μέσα μεταφοράς. Μπορεί όμως να θέλανε να αντικαταστήσουν τον Λεωνίδα, εκείνος όμως έμεινε εκεί, γιατί ήτανε Έλληνας γι’ αυτό και πέθανε ετούτος!
Οι Γερμανοί πατάνε τη Λαμία
Ομάδα Λαμιωτών με επικεφαλή το Δεσπότη Αμβρόσιο Νικολαϊδη υποδέχονται στην ταράτσα τους Γερμανούς. Η Λαμία είναι στα χέρια τους και ετοιμάζονται για την έφοδο στα Θερμοπύλια, για το ανέβασμα του Καλλίδρομου.
23 ο Απρίλης, οι Γερμανοί εξαπολύουν την έφοδό τους κατά των αμυνομένων Νεοζηλανδών και Αυστραλών δυτικά του Καλλιδρόμου, μιμούμενοι τους Πέρσες του Μαρδονίου και Ξέρξη, τότε, 480-479 π.Χ. Άλλοι καιροί τότε, άλλοι σήμερα, με διαφορετικά όπλα οι εποχές, αλλά με τα ίδια αποτελέσματα. Πέρσες τότε, Ούννοι σήμερα…
Νίκες και ήττες και οι καιροί έχουν γυρίσματα… Φαίνεται λοιπόν πώς ο Γερμανός Φριτς τάδε, ήθελε να φανεί Μαρδόνιος, γι’ αυτό και απόφυγε το πέρασμα της Οίτης… Πάντως και τούτος εξαπολύει την επίθεσή του σε όλο το μέτωπο του Καλλιδρόμου από Θερμοπύλια μέχρι Ντούνου και τότε βρόντηξε η άμυνα και με γυμνό μάτι χτυπούνε τον εχθρό. Όλο το ισάδι το ριζό του καμπίσιου Καλλιδρόμου χτυπάει τον Γερμανό μέσα στον κάμπο, έχουν απώλειες, ο Μαρδόνιος δεν πέρασε τούτη τη μέρα… Απ’ τη Γεωργούσαινα και το Πουρναράκι δίπλα απ’ τη σπηλιά τούτα τα πυροβόλα, τρία τον αριθμό, το ένα μεγάλο, τους χτυπάνε αλύπητα, το ίδιο και οι Νεοζηλανδοί που ήτανε οχυρωμένοι στην περιοχή του Μώλου. Οι Γερμανοί σκοτώνονται και σκοτώνουν, τραυματίζονται και τραυματίζουν και η επίθεσή τους τούτη την ημέρα χωρίς αποτέλεσμα και με πολλές απώλειες. Οι Γερμανοί χτυπιούνται από όλα τα όπλα του χαμηλού Καλλιδρόμου, απ’ τα ριζά του βουνού. Τα κανόνια της Γεωργούσαινας και του Πουρναράκι με τη διεύθυνση του παρατηρητηρίου του υψώματος Τρίδεντρο, είναι εύστοχο, με ικανοποιητικές βολές. Τούτοι υποχωρούν, άλλοι ανασκελωμένοι με το θάνατο αντάμα και άλλοι να ουρλιάζουν απ’ τον πόνο των τραυμάτων τους, περιμένοντας το βράδυ, τη νύχτα με το σκοτάδι της, για να τους περισυλλέξουν. Τούτα απ’ το δρόμο της Αλαμάνας προς τα Θερμοπύλια…
Τώρα απ’ τη μεριά του δυτικού δρόμου που περνάει μέσα απ’ τον ορεινό όγκο του Καλλιδρόμου, χτυπιούνται και εδώ αλύπητα, λέγαμε τα ριζά είναι οχυρωμένα και έχουν πεδίο βολής…
Όταν φτιάξανε τη γέφυρα που ήτανε ανατιναγμένη, οι Γερμανοί με μοτοσικλέτες ανοίξανε φόρτσα τις μηχανές για να φτάσουν στα Καλλιδρόμια ριζά, όμως και εκεί χτυπιούνται αλύπητα και υποχρεώνονται να αφήσουν το δρόμο και να μπούνε αριστερά στο χωριό Μουσταφάμπεη και μέσα από αυτόν το κάμπο που κολλάει στα ριζά του βουνού και καλυπτόμενοι από Καναπίτσες, Παλιούργια και Βούρλα πυκνά και ψηλά καταφέρανε να αγκιστρωθούνε στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και στον αλευρόμυλο του Μανώλη και γενικά στο προπέτασμα που τους προσέφερε το τοπίο… Απόδειξης ντοκουμέντο η φωτογραφία… Παρά το ότι καταφέρανε να φτάσουν ως εκεί ήτανε αδύνατο να προχωρήσουν μπροστά… Ήρθε η νύχτα. Συμμαζέψανε σκοτωμένους και τραυματίες, τους πήγανε στη Λαμία και μαζί πήρανε την απόφαση να διαβούνε την Οίτη απ’ το δεξιό πλευρό του Καλλιδρόμου, απ’ τη μεριά του Πέργαμου για να πλευροκοπήσουν το Πουρναράκι απ’ τη μεριά της δυτικής Οίτης…
Έχομε πει, πως από τούτη τη μεριά, τη δυτική μεριά του Καλλιδρόμου, έχουμε τους Αυστραλούς και χωρίς αμφιβολία γενναίους στρατιώτες. Απ’ την άλλη μεριά των Θερμοπυλών τους γενναίους στρατιώτες των Νεοζηλανδών, που πολεμάνε με πείσμα τους κατακτητές Γερμανούς… Ξένοι, σε ξένη χώρα. Και ξέρετε κάτι; Γενναίος δεν είναι εκείνος που είναι σύγχρονα πάνοπλος, αλλά εκείνος που είναι οπλισμένος με το δίκαιο γι’ αυτό που κάνει, δηλαδή συγκρούεται η δύναμη με την αδυναμία, το άδικο με το δίκαιο, η διαφθορά με την τιμιότητα… Και όπου βγει.
Θα μου πείτε οι ενωμένοι Εγγλέζοι δεν ήτανε μισθοσυντήρητοι και γι’ αυτό ήρθανε στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν κανένα συμφέρον και συνεπώς δίκαιο. Το δίκαιο των Εγγλέζων δημιουργήθηκε πάνω στη μάχη απ’ την ανισόμερη δύναμη μεταξύ των δύο. Τούτη είναι η γνώμη μου. Ας είναι, αλλά και κάτι ακόμα… Λένε, λοιπόν, οι Γερμανοί με τις φωτογραφίες που τραβούσανε τα αεροπλάνα τους είχανε όλα τα κατατόπια της μάχης και συνεπώς δεν θέλανε συνδέσμους, γνώστες του εδάφους, για την πορεία τους. Τούτο δεν ευσταθεί… Εδώ, οι Γερμανοί την Ελλάδα την είχανε στα χέρια τους από τον Μεταξά και τους βασιλιάδες, αλλά είχανε και τα μεταλλεία Γκιώνας, που τα τρώγανε οι Γερμανοί, άρα ξέρανε πολλά κατατόπια.
Απ’ όλα αυτά που είπαμε, όμως, ο σύνδεσμος σε πορεία μάχης είναι απαραίτητος. Και θα δούμε…
23 ο Απρίλης και ημέρα Τρίτη του 1941. Γερμανοί δεν περάσανε, δεν σπάσανε το μέτωπο από τα Θερμοπύλια μέχρι τον Ντούνο, που τούτο το ποτάμι χωρίζει τα βουνά Καλλίδρομο – Οίτη…
Οι Γερμανοί, εκεί ματώσανε, γι’ αυτό αφήσανε τα πράγματα όπως ήταν, για σκέψεις και αποφάσεις που θα μπορούσανε να σπάσουν το μέτωπο ανώδυνα και σύντομα. Όπως έδειξε το πράγμα σε τούτη τη σύσκεψη πήρανε την απόφαση, τμήματά τους να περάσουν απ’ τη μεριά της Οίτης και να πλαγιοβάλουν τους Αυστραλούς στον Καλλίδρομο και Πουρναράκι. Άλλα τμήματά τους από εκείνη τη μεριά την ανατολική, Θερμοπύλια, Μώλο να βρεθούνε μέσω της Μουντουνίτσας πίσω απ’ τον Μώλο. Αποφασίσανε λοιπόν να περάσουν αριστερά του υψώματος Μπουρούζου και δίπλα απ’ τη Χαλικόβρυση και αφήνοντας αριστερά το Ζάστανο πατάνε τις Λάκκες της Παλιοσουβάλας, από εκεί και ύστερα είναι εύκολα τα πράγματα, γιατί τώρα είναι όλα μέσ’ τον κλοιό τους. Οι Νεοζηλανδοί όμως δεν ήτανε διατεθειμένοι να πιαστούνε στη φάκα. Να πάνε αιχμάλωτοι στον Χίτλερ και να τραπούνε σε φυγή.
Ο Χίτλερ τους το ‘πε: “πηγαίνετε στην Ελλάδα και θα βρεθούνε καθάρματα να συνεργαστούνε μαζί σας” και έτσι έγινε… Τα παιδιά της Μπάτσικας βρεθήκανε και ήτανε και οι δυο ρασοφόροι. Έτσι λοιπόν, ο Θεός τους τους φύλαξε σε κάποια γωνιά της επικράτειάς του, ώστε να τους έχει για τέτοιες ώρες εκεί στον Παράδεισό του, χρειάζονται…
Ας ξεκινήσω λοιπόν την πορεία των Γερμανών μέσα απ’ τον όγκο του Καλλιδρόμου… Τμήματά τους ανεβήκανε προς τη Δαμάστα, το μοναστήρι, αφήνοντας τη δημοσιά δεξιά, περάσανε κάτω από τον Τσέλιο και βγήκανε στη Χαλικόβρυση, επίσης άλλα τμήματά τους, είχανε ζυγώσει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας τ’ ανεβάσματά τους και δίπλα απ’ τη χαράδρα του Κοροβέση και χωρίς να είναι δύσκολο τούτο το μονοπάτι, ανταμώσανε όλοι μαζί στις λάκκες της Παλιοσουβάλας. Από τούτη τη στιγμή ο σκοπός τους τελείωσε εδώ… Για άλλα γεγονότα, εγώ δεν ξέρω για τούτο το μέτωπο.

Το Κεντρικό Μέτωπο του Καλλίδρομου. Ντούνος.
Και εδώ, οι Αυστραλοί τους πολεμάνε, τους καθηλώνουν στα χτίσματα Εξωκλήσι, Μύλο και στον όχτο της δημοσιάς. Ο Ντούνος είναι ανατιναγμένος, η γέφυρα βάλλεται ασταμάτητα. Πεδίο χωρίς εμπόδια ο στόχος… Τούτοι λουφάζουν και περιμένουν… Οι Αυστραλοί υποχωρούν, αφήνουν τους δύο νεκρούς τους άταφους, για τους τραυματίες τους δεν ξέρω, και υποχωρούν.
Σε τούτον τον τομέα, στη δημοσιά και σε γκρεμίλες πρόσφορες για κλείσιμο του δρόμου κάνουν 13 ανατινάξεις. Από Ντούνου μέχρι τη στροφή, Μαντριά του Φούρλα… Αφήνουν πολλά λάφυρα πίσω τους, παίρνουν όμως το κανόνι και τα όπλα τους, βαριά, από Ησαΐα και τραβάνε για το καραούλι του Άι Γιώργη, ύψωμα και Μαυροκοψιές. Στο Τριδέντρι οι δυο παρατηρητές κατεβαίνοντας απ’ το ύψωμα ανάμεσα Πλάτανο και ασβεστοκάμινο, αφήνουν τις χλαίνες τους με προσοχή και ευλάβεια, μπορώ να πω, τις ακουμπήσανε στο χώμα. Πως θα ζήσουν…
Οι Γερμανοί ανεβαίνουν τη Μαυροκοψιά…
Απ’ τη μεριά της Οίτης, ο παπα-Σαντάς, που τη Μεγάλη Βδομάδα, τη βδομάδα των παθών του παιδιού της γης, του σωτήρα του κόσμου, άφησε την εκκλησία του χωριού του κλεισμένη και προφανώς το ψιλό συμφωνήσανε για την ισκαριώτικη συμπεριφορά τους, όπως και ο άλλος, ο μαύρος διάολος του κάμπου και βοηθήσανε τους εισβολείς. Τούτος, τους ανέβασε απ’ το απυρόβλητο μέρος του Γοργοποτάμου στα Δυο Βουνά, χωριό τούτο… Τους ξεκούρασε και από εκεί, τους σταμάτησε στον Πέργαρο. Αγνάντιο το μέρος τούτο. Ξεκάθαρα αγναντεύει από Άι Γιώργη, Μαυροκοψιά και όλη την περιοχή μέχρι το Πουρναράκι. Από εδώ απ’ τον Πέργαρο οι Γερμανοί κόψανε στα δύο τα τμήματά τους, το ένα τμήμα με ένα κανόνι κατέβηκε στο ποτάμι τον Ασωπό στον απάνω Ντούνου, περνάει μονοπάτι και ανεβαίνει στο Παλιό Ελευθεροχώρι και από εκεί ανεβαίνει στη Μαυροκοψιά και πιάνει το δρόμο των αυτοκινήτων. Απ’ το ίδιο τμήμα κόπηκε το άλλο τμήμα και τράβηξε μέσα απ’ τη ρεματιά για σιδηροδρομικό σταθμό Ελευθεροχωρίου, γέφυρα Παπαδιάς και αριστερά το ύψωμα Άι Στάθης και αριστερότερα το χωριό Μπρουκοβενίκος – Σκαμνός. Στο ύψωμα του Άι Στάθη ήτανε οι ελληνικές αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες!!! Τούτοι υποχωρήσανε μαζί με τους Αυστραλούς…
Στον Γκούβελο τούτοι στήσανε το κανόνι και βαρούσανε το Πουρναράκι. Τούτα τα τμήματα αναπτύσσονταν για την τελική έφοδο… Εδώ, στην Μαυροκοψιά, όπως ανεβαίνανε τούτοι οι Αυστραλοί τους χτυπήσανε και σκοτώσανε έναν Γερμανό. Οι Αυστραλοί εδώ αρχίσανε τις ανατινάξεις οι οποίες ήτανε τέσσαρες. Η πρώτη ήτανε όπως αφήνουμε τη στροφή πίσω προς τον Άι Γιώργη και παίρνουμε αμέσως την ευθεία για το Βαθύρεμα… Ακριβώς είναι τρία σημάδια, ο πλάτανος, το νεράκι και το ασβεστοκάμινο. Η πρώτη ανατίναξη, η δεύτερη είναι αμέσως κοντά στο γεφύρι, προσφέρεται γιατί είναι πέτακας, η τρίτη είναι το γεφύρι του Βαθυρέματος και η τέταρτη είναι στον Γρανιτσιώτη από πάνω και κάτω από το αντέρεισμα Γκουμενάτος. Είναι ημέρα Τετάρτη. Τετάρτη βράδυ, ξημερώνοντας Πέμπτη 24 του Απρίλη. Ο παπα-Σαντάς τους υπόλοιπους τους πέρασε στην Παύλιανη. Πέμπτη απόγευμα τούτοι ξανοίγονται στα ξέφωτα και πανωκέφαλα του χωριού Οίτη-Γαρδικάκι. Εκεί από βολές πυροβολικού τραυματιστήκανε τρεις Γερμανοί. Ο ένας πέθανε και τον θάψανε δίπλα, ανατολικά του υψώματος Πουργιά. Άλλο τμήμα τους πέρασε τη Σαρμανίτσα και τράβηξε για το χωριό Σκλήθρο. 24 ο Απρίλης και μέρα Πέμπτη βράδυ κοντά στο σούρουπο, οι Αυστραλοί με μια βολή που το κανόνι τους το είχανε τοποθετήσει στα Δαδιώτικα απυρόβλητα κατά του χωριού Βελίτσας ρίξανε μια βολή με στόχο προβάτων, τραυματίσανε ελαφριά την τσοπάνο. Οι Αυστραλοί με αυτή τους τη βολή μας είπανε και το τελευταίο τους αντίο. Τούτη ακριβώς τη στιγμή με το σούρουπο της Πέμπτης, εγκαταλείψανε το πεδίο της μάχης και η μοίρα τους ας τους φυλάξει για πάντα.
Οι Αυστραλοί, το βράδυ στις 24 Απρίλη έχουν υποχωρήσει όλοι τους, από τούτη την περιοχή και πιάσανε Ελευσίνα, Μέγαρα και όποιος ζήσει έζησε, ενώ οι Γερμανοί με το σκοτάδι της Απριλιάτικης νύχτας πατάνε το χωριό Σκλήθρο. Είμαστε μαζεμένοι στου Μπαμπέτα το μαγαζάκι που περάσανε τούτοι. Όλοι όλοι θα ήτανε γύρω στους 60 ανθρώπους, με θαυμάσιο οπλισμό, βλέπετε από τα όπλα κερδίζουνε οι πλουτοκράτες χρήμα, παρά… Άριστες αραβίδες ακριβείας, αυτόματα μαρσίπ, φιγουρίνια μυδράλια, όπως τα λέγαμε εμείς στον Ε.Λ.Α.Σ. μπουλντόγκ. Έτσι τα λέγαμε εμείς στο στρατό του Άρη Βελουχιώτη, στο στρατό του Λαού!!!
Ομολογώ, κινούμενα κάστρα, είχανε και υποζύγια φορτωμένα με κάσες πυρομαχικών. Με μούτρα σκοτεινά τούτοι οι άνθρωποι και αγέλαστα χείλη, λέτε και φταίγανε άλλοι για τη μοίρα τους κι όχι οι ίδιοι. Ο αξιωματικός τούτης της φάλαγγας μας πλησίασε και μας ζήτησε να του υποδείξουνε στράτα για το σιδηροδρομικό σταθμό Μπράλου. Βρέθηκε ένας γλωσσομαθής και τον καθοδήγησε για την πορεία του και το ασφαλές της δύναμής του. Το μέτωπο είχε εγκαταλειφθεί. Συνεπώς, το πεδίο πορείας ήτανε ελεύθερο, γι’ αυτό και τραβήξανε το δρόμο τους άφοβα.

Στον Μπράλο
Ξημέρωσε Παρασκευή 25 ο Απρίλης, και όλα εδώ είχανε τελειώσει για τους Αυστραλούς, ενώ άρχιζε κάτι αβέβαιο για μας τους Έλληνες και τους κατακτητές Γερμανούς.
Η νύχτα τράβαγε προς το τέλος της και εγώ ξύπνησα και στάθηκα όρθιος, κοίταξα την Πούλια, σημάδι τούτη τ’ αστέρια της ώρας. Την Πούλια την χρησιμοποιούσα και στα χρόνια τα δικά μου, τα αντάρτικα, εφτά χρόνια τα λένε τούτα. Ύστερα κοίταξα τα αντερείσματα του Καλλιδρόμου που σβήνουν τούτα κάτω στην Κωπαϊδα και είδα στον ορίζοντά τους να σκάει το χάραμα!!! Έφυγα με τη διάτα της μάνας “μάζου κι συ τίποτα”, μου είπε, για λάφυρα.
Ξημέρωσα στη στροφή της Οίτης, αριστερά πας για το χωριό, δεξιά για το Πουρναράκι. Στη στράτα, όπως πας για Πουργιά, μπροστά σου και δεξιά δίπλα ακριβώς απ’ τη στράτα ανταμώνεις χοντρό δέντρο βελανιδιάς. Εκεί, από κάτω της, ήτανε τρεις Γερμανοί τραυματίες και ένας νοσοκόμος. Στάθηκα και τους κοίταξα και δυο συναισθήματα με κυριέψανε, το ένα θλίψη και πόνος και μια περιέργεια το άλλο συναίσθημα. Στάθηκα δίπλα τους κα τους κοίταζα, τους κοίταζα χωρίς να υποπτεύομαι το δικό μου μέλλον, που τούτη τη στιγμή ήτανε ίδια με τη δική μου, μόνο με μία διαφορά, χορταριασμένος ο Απρίλης σε τούτους, ενώ σε μένα βαρύς χειμώνας, υψόμετρο και χιόνια. Πόνο και δίψα τούτοι, το ίδιο και ‘γω, με μια όμως διαφορά, προσωρινή η πείνα τούτων, ενώ εγώ μόνιμα πεινασμένος, τούτοι με όλα τα νοσοκομειακά φαρμακευτικά μέσα, ενώ εγώ τίποτα απ’ όλα αυτά. Παπουτσωμένοι και ντυμένοι αυτοί, ενώ εγώ ούτε παπούτσια ούτε ρούχα, μεγάλη διαφορά μεταξύ μας.
Ας είναι, διαφορά σκέψης στα ιδεώδη του πολέμου, τούτοι για τους πλούσιους, για το κακό και άδικο που τους δίνουν μόνιμα δούλους και τσάμπα υπέδαφος, ενώ για μένα την κατάργηση όλων τούτων και την επιβολή πάνω απ’ όλα και πάντα, της Ειρήνης…
Και πάμε, έβλεπα το νοσοκόμο, είχε δρασκελίσει την κοιλιά του τραυματία και στηριζόμενος γερά στα γόνατά του, για να μην τον πιέζει στην κοιλιά, του ΄λεγε, μα τι του ‘λεγε τούτος ο καλόψυχος άνθρωπος, κι ο τραυματίας ασάλευτος από κάτω του αδιαφορούσε για ό,τι γινότανε γύρω από αυτόν και των πάντων. Εγώ, εκεί έβλεπα, έβλεπα, πάντα με μια προσήλωση θλίψης και ερωτηματικών, τι θέλανε τούτοι εδώ, σε τούτα τα μέρη, ξένα σ’ αυτούς και κάτω απ’ τη βελανιδιά, φιλόξενη βέβαια, αλλά αδιάφορη για τα συμβάντα.
Τον έβλεπα με ένα πρόχειρο βαμβάκι να του σκουπίζει το μέτωπο και το πρόσωπο μαζί και τον τραγουδούσε, τον έστελνε με το μοιρολόι του, φαίνεται, στην άμοιρη μάνα που τον γέννησε, ποιος ξέρει με τι κατορθώματα και πόσο παραμύθι ηρωισμού και τέτοια, γεμίσανε την ψυχούλα τούτης της μάνας, που δεν ήτανε όπως απόδειξαν τα γεγονότα η μόνη.
Τούτος λοιπόν ήταν ο ένας απ’ τους τρεις τραυματίες που εκεί, στο Γαρδικιώτικο, μια οβίδα των Αυστραλών τους τίναξε στον αέρα και ήτανε τούτος ο ένας που πέθανε και τον θάψανε στα Πουργιά. Μου ζήτησε ψωμί “μπρουτ” και νερό “βάσερ”, είδε πως εγώ δεν είχα τίποτα απάνω μου για να τους δώσω, γι’ αυτό με πίκρα τους άφησα και τράβηξα τη στράτα μου.
Τράβηξα τη στράτα της σκέψης μου, έφτασα στα Πουργιά και εδώ, πριν μπεις στον όγκο του υψώματος χρειάζεται ένα σημάδι που να μαρτυράει τον νεκρό Αυστραλό, όπως κι απ’ την άλλη μεριά, την ανατολική μεριά το νεκρό Γερμανό, αιώνιο σημάδι για το μάτι και νου, για αποφυγή καινούριου αίματος. Πόσο αφελής είμαι… Και εδώ, θυμάμαι τον καπετάν Γιώργη Κατσίμπα, τον Καρουτιανό, που λέει: “είναι πλάνη να αποκαλείς τους νεκρούς του πολέμου αθάνατους”. Κύλησα κατά τα χωράφια της Τσαπουρνιάς με σκοπό να πετύχω λάφυρα για πλιάτσικο. Μπροστά μου βρέθηκε ένας Γερμανός ακροβολιστής, κατέβαινε μόνος κι αυτός, ψάχνοντας για κάτι φαγώσιμο. Τούτος, σε μια στιγμή άρχισε να φωνάζει, χαρικέιν. Τι ήτανε τούτο δεν ξέρω. Φτάσαμε στην Καρβουνίτσα, αριστερά μας σε γκρεμό της δημοσιάς και μέσα σε γερόκορμες κουτσουπιές ήτανε ανασκελωμένο ένα αυτοκίνητο τζέιμς. Τούτο και πολλά άλλα λάφυρα του Πανουργιά, απ’ τα Καστέλια. Από εδώ, ο καθένας μας τράβηξε με τα δικά του ενδιαφέροντα.
Τράβηξα για τις αλεπότρυπες, αλλά σαν έφτασα στο δίσταυρο μονοπάτι έστριψα αριστερά, φορτώθηκα δυο κουβέρτες, δεν ενδιαφέρθηκα για μια κονσέρβα γιατί ήτανε τρύπιες και τώρα το δρόμο μου. Ανέβηκα το αμπέλι του παπα-Γκόλφο και στάθηκα ακριβώς στο αντέρεισμα Μπεζεστένι. Εκεί, οι Γερμανοί, είχανε παρατάξει τα μυδράλιά τους προς τον Άγιο Παντελεήμονα, δεν μου δώσανε καμιά σημασία. Τούτο ήτανε Παρασκευή πρωί με 25 του Απρίλη του 1941.
Τούτοι βοϊδίζανε και εγώ βέλαζα, χωρίς να καταλαβαίνει ο ένας τους άλλους, έφυγα, τραβάω για το Λιβαδόρεμα κι ό,τι μου προκύψει. Τραβώντας τη στράτα μου, ένας Γερμανός ερχόμενος από κάποια παρατήρηση, όπως τρακάραμε στην ίδια στράτα, μου άρπαξε τις κουβέρτες απ’ την πλάτη και τις πέταξε κάτω απ’ τον όχτο. Δεν με πείραξε τούτος, όμως σκέφτηκα ούτε και τούτος θα τις έπαιρνε, αλλά κάποιος άλλος. Τούτο το έκανε για να δείξει σε μένα την υπεροχή του… Τρίχες, αυτός σκοτώθηκε στα Κόκκινα Μέτωπα και εγώ έζησα και τους πολέμησα.
Έφτασα στο κονάκι, εκεί κάτω στη δημοσιά προς την εκκλησία, έμασα λάφυρα, πουκάμισα πολυτελείας και άλλα φαγώσιμα είδη, γαλέτες, κονσέρβες και ταμπάκο. Ο ήλιος έγειρε κατά τη δύση, θα ήτανε 2 με 3 η ώρα και εγώ βρέθηκα στο νερό του Λιβαδορέματος μαζί με άλλους χωριανούς. Εκεί τους περιμέναμε με τον αγροφύλακα να κρατάει ένα μπουκάλι ούζο, περιμένοντας τους Γερμανούς να περάσουν για την Αθήνα. Και θα ήτανε οι πρώτοι Γερμανοί που θα πατάγανε το χωριό. Οι άλλοι Γερμανοί, απ’ το Μπεζεστένι, αφού αντίπαλοι δεν υπήρχαν μπροστά τους, μέσα απ’ τα αμπέλια κατεβήκανε στο δρόμο και πήρανε των ομματιών τους για την Αθήνα. Όλα τους τα τμήματα τραβούσανε για την Αθήνα. Στιγμές λοιπόν αναμονής και αγωνίας θα ‘ρθουνε και ποια ώρα και ήρθανε, οι πρώτοι ακροβολιστές φανήκανε απ’ το μονοπάτι του Σακλόβραχου, με μεταγωγικά τούτοι. Τους έδωσε το μπουκάλι με το ούζο, κάποια λουλούδια και ενώ αυτοί πορευόντουσαν εμείς μείναμε εκεί και τους κοιτούσαμε με περιέργεια, ώσπου στο τέλος τους ακολουθήσαμε και εμείς μέχρι το χωριό. Κατεβήκανε στα Φουνταίικα γρασίδια, εκεί καταυλιστήκανε τα μουλάρια φάγανε γρασίδι και τούτοι μαγειρέψανε κάτι σαν χυλό. Τούτη την ώρα πέταξε ένα γιούγκερς αεροπλάνο από πάνω τους με πολλές στροφές, ρίχνοντάς τους και προκηρύξεις με πολλούς κομπασμούς θριάμβου… Φύγανε αυτοί…
Φύγανε και εγώ μαστόρευα στο χαμόιο όταν ένας Γερμανός μου έδωσε ένα φτυάρι που είχε πάρει από το κατώι και με συμβούλεψε να ανέβω στο χωριό. Ανέβηκα, εκεί στα Λουκαίικα ήτανε και άλλοι χωριανοί με σκεπαρνιές και φτυάρια στον ώμο. Τι γίνεται ρε παιδιά; τους ρώτησα και τούτοι μου απαντήσανε: “πάμε για τον Γρανιτσιώτη”.
Πήγαμε με ένα Γερμανό μπροστά από εμάς, εκεί αρχίσαμε το μπάζωμα του ανατιναγμένου γεφυριού, σχεδόν σε δύο ώρες η δημοσιά έγινε και εμείς πήραμε το δρόμο του πίσω, για το χωριό μας.
Εδώ έχω να κάνω μια παρατήρηση για τη δύναμη των λόχων μάχης των Γερμανών. Τούτοι κατεβαίνανε με άρτιο εξοπλισμό στη μάχη, ενώ η δύναμη των λόχων δεν πρέπει να ήτανε πάνω από εξήντα. Το τμήμα που κατέβαινε απ’ τη Σαρμανίτσα, την Πέμπτη το βράδυ στις 24 τ’ Απρίλη τόσους άντρες είχε. Το ίδιο και τούτοι που κατεβήκανε απ’ το Γαρδικιώτικο και πιάσανε το πρωί την Παρασκευή το Μπεζεστένι. Ολιγάριθμοι ήτανε, το ίδιο και τούτο που κατέβηκε απ’ το Σακλόβραχο την Παρασκευή το απόγευμα στις 25 του Απρίλη, την ίδια δύναμη είχε, που σημαίνει πως ελαφρές μονάδες μάχης, άρτια εξοπλισμένες σε αποστάσεις μεταξύ τους, όποιο τμήμα απ’ αυτά έπαιρνε επαφή με τον αντίπαλο, οι άλλοι συγκλίνανε απ’ τα πλευρά και έτσι χτυπούσανε τον αντίπαλο, ακολουθούμενοι βέβαια και από άλλες ορεινές δυνάμεις υποστήριξης. Τούτο αποδείχνεται απ’ τις δυνάμεις που ανεβήκανε στον Πέργαρο της Οίτης και από εκεί χωριστήκανε σε τμήματα πορείας και μάχης. Τα αεροπλάνα ήτανε πάντα κοντά τους, μπροστά και από πάνω τους… Στη μάχη του Μπράλου λόγω του εδάφους, οι Γερμανοί δεν χτυπήσανε τους Αυστραλούς με όλμους, γιατί δεν τους ζυγώσανε. Το μεταγωγικό τμήμα που ήρθε απ’ το Σακλόβραχο ήτανε το τμήμα του Πέργαρου, Γκούβελο, το οποίο διάβηκε μέσα απ’ την ποταμιά του Ασωπού, δύσβατη τούτη, και κάτου εκεί στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ελευθεροχωρίου έστριψε αριστερά, άφησε δεξιά τη γέφυρα της Παπαδιάς, ανέβηκε στο Σκαμνό δεξιά του σπιτιού Τζιβαροβασίλη και αριστερά του αντερείσματος Γρανιτσιώτη. Εδώ, σε τούτη την ξηρορεματιά που έρχεται απ’ τον Σακλόβραχο και τελειώνει στη ρεματιά του Ασωπού, έχει και παλιό μονοπάτι που χρησιμοποιήθηκε από παλιούς κατακτητές. Το άλλο τμήμα της Μαυροκοψιάς δεν ξέρω από που διάβηκε τον Καλλίδρομο προς την Αθήνα.
Άλλες μαρτυρίες.
Είπαμε πως στο αντέρεισμα στο Πουρναράκι ήτανε τρία πυροβόλα των Αυστραλών, μεταξύ αυτών το πρώτο τοποθετημένο προς τη σπηλιά ήτανε μεγάλο, το οποίο δέχτηκε γερμανική οβίδα ακριβώς δίπλα του κατά τη μεριά της δύσης, περίπου 40 πόντους δίπλα του δεν έσκασε. Κυριακή πρωί του Θωμά, ο Απρίλης 27 και 10 η ώρα το πρωί… Αυστραλός τραυματίας και γωνιασμένος στη σπηλιά, όχι πολύ τραυματισμένος και έχει σημασία τούτο. Τον πήρα για προφύλαξη σε άλλο απόκρυφο κι ό,τι προκύψει. Εκεί, όμως, στη χοντρή βελανιδιά και στο εικονοστάσι ήτανε και ‘κείνος. Δημοσιά και ησυχία, υπάρχει απ’ το χάραμα τζιπ με δύο Γερμανούς, ερχόμενοι τούτοι από Δαδί για Λαμία τους σταματάει και μου τον δίνει τον άμοιρο τον Αυστραλό μου… Ο αείμνηστος Τάκης Δημόπουλος δεν τον συγχώρεσε ποτές κι όταν με απείλησαν ο Τάκης Δημόπουλος τους είπε: “εάν τον πειράξετε θα με βρείτε μπροστά σας”. Και τούτοι του απαντήσανε: “ώστε σου είναι συμπαθής;”.
Και στον τραυματία, ας είναι, απορώ γιατί τούτον τον τραυματία τον αφήσανε πίσω, τον εγκαταλείψανε, τον αφήσανε στο θάνατο ή στην αιχμαλωσία. Μήπως και τούτος τρύπωσε σε καμιά βατοπατλιά και τους είπε τραβάτε στο διάολο και σεις και το μηνιάτικο και η προκοπή σας, ενώ εγώ θα μείνω στο ξένο τόπο και ό,τι έχει πει η μοίρα μου ας γίνει! Τούτος πήγε αιχμάλωτος και τι έγινε εγώ δεν το ξέρω.
Μετά του Θωμά, 29 ο Απρίλης και μέρα Τρίτη. Οι Γερμανοί για να δείξουν το άτρωτο της δύναμής τους δεν μας στείλανε μόνο το λεφούσι των καταδρομέων τους, αλλά και τα φρούριά τους, τα τανκς. Με εντυπωσιακές ονομασίες: Πάτζερ, Τίγρης, Αδόλφος Χίτρλερ και ότι καυχησιάρικο υπήρχε για εντυπωσιασμό. Περάσανε για την παρέλασή τους στο πεδίο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Πλατεία Συντάγματος της Αθήνας και ύστερα από λίγες μέρες ξεκούρασης και απόλαυσης καρπός της νίκης τους… Γυρίσανε πίσω για τη μεγάλη μάχη, τη μάχη του θανάτου τους, για την κατάληψη της Κόκκινης Γης. Εκεί που πήγανε σκοτώσανε 25 εκατομμύρια ανθρώπους και κάψανε μια πρωτόγνωρη οικονομία.
Οι φωτιές που ανάψανε τούτοι ήτανε τόσες πολλές που δεν έμεινε ούτε ένας για να μην καεί και το αίμα που χύσανε έγινε ποτάμι και τους έπνιξε όλους.
Πάμε λοιπόν στο αντέρεισμα του Γκουμανάτου. Εδώ πρέπει να μεταφέρθηκε το παρατηρητήριο απ’ το Τριδέντρι, αφού εκεί δεν τους επέτρεπε η στιγμή. Από εδώ ελέγχανε τα αντερείσματα τα Δελφινιώτικα απ’ τη μεριά της Οίτης, αφού ο παπα-Σαντάς τους ανέβασε απ’ τον Γοργοπόταμο για τα πλευρά των Αυστραλών και τη Μαυροκοψιά που οι Γερμανοί ανεβήκανε απ’ τη μεριά του Γκούβελο.
Τούτοι εδώ δεν αφήσανε τίποτα για πλιάτσικο, αφήσανε όμως και μόνο σε τούτο το μέρος λίγα όπλα σπασμένα και πολλές μα πάρα πολλές σφαίρες.

Τι είναι τελικά ο πόλεμος;
Η λέξη πόλεμος απασχόλησε αρκετά τη ζωή μου, γιατί μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν, μέσα στον πόλεμο… Αρκετά με ταλαιπώρησε η λέξη πόλεμος τότε στις φυλακές -κομμουνιστής κρατούμενος-. Εκεί λοιπόν, έψαξα να βρω τι είδους είναι, πώς πρέπει να τον ερμηνέψω να ανακαλύψω στην ολότητά του και να πω, αυτός είναι. Και να πω, κύριοι αυτό είναι το διακοσμητικό του επίθετο και τίποτα άλλο. Λένε λοιπόν, πως είναι φιλοδοξία παρανοϊκών, άλλος θεωρητικός του πολέμου τον είπε “επέκταση της πολιτικής με άλλα μέσα”. Και εκείνοι που τον εξαπολύουν: Άγια πράξη για τον άνθρωπο, για τη ζωή του, για τη γης, για την αιώνια ειρήνη.
Να τι είναι λοιπόν ο πόλεμος, είναι ανήθικος και εκείνοι που τον προπαγανδίζουν πράκτορες του πολέμου. Εκείνοι που τον προετοιμάζουν προκαταβολικά εγκληματίες και οι άλλοι που τον εξαπολύουν ψεύτες και μαζί εγκληματίες και έτοιμες οι κρεμάλες της Νυρεμβέργης.
Τούτος είναι ο πόλεμος, εμπορικός ανήθικος και εγκληματικός. Και να λοιπόν τα παραδείγματα του πολέμου.
Μια ευχή της γερο Μανανούς, προτού πεθάνει, είπε: εάν τσακίσει το ποδάρι της η μοίρα σου ποτέ, και πέσεις αιχμάλωτος σ’ αγαρινών τα χέρια, να μη σε περάσουν ζωντανό από τούτο Μαυροχώρι.
Οι Γερμανοί λοιπόν μαζί με την αιχμάλωτη Ελλάδα αιχμαλωτίσανε περίπου 12 χιλιάδες ενωμένους Άγγλους και εννοώ Νεοζηλανδούς, Αυστραλούς και Εγγλέζους. Ιούνιος μήνας 1941 και τα τραίνα έρχονται γεμάτα αιχμαλώτους απ’ τον Πειραιά έως το σταθμό του Μπράλου. Από εκεί και πάνω το τραίνο δεν πήγαινε γιατί η γέφυρα της Παπαδιάς ήτανε ανατιναγμένη. Κάθε πρωί τα τραίνα ξεφορτώνανε στο σιδηροδρομικό σταθμό από 500 έως 1000 ανθρώπους. Έτσι τα είχανε δρομολογήσει. Πρωινή δροσιά και για να καλύψουν την απόσταση του δρόμου Μπράλος – Λιανοκλάδι 40 χιλιόμετρα σχεδόν πορεία την ημέρα. Ο δρόμος μακρύς, φιδίσιος, ανηφορικός και κατηφορικός. Βάρος πολύ και ποιος να το σηκώσει, απόσταση, πείνα, δίψα, κούραση, γυλιός, σακίδιο, χλαίνη, τι μπορεί να αντέξουν τούτοι οι άνθρωποι. Και διερωτώμαι σε τέτοιες στιγμές, ποιο είναι το καλό για τη ζωή: να πας με τον παπά ή με τον χωροφύλακα. Ξεπεσμός της ανθρώπινης αξίας τούτος είναι ο πόλεμος και ακόμα – Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Κορέα, Βιετνάμ κι έχει ακόμα ο Θεός τους.
Και θα πει ο Γιώργος Κατσίμπας – Καρουτιανός Στο στερνό φαντάρο του:
Και τη γύμνια μου πύρωσα Νταχάου Μαϊντάνεφ………
κουρσάρος τραγούδησα Χιροσίμα – Κορέα
ματωμένες καντάδες με τη φρίκη παρέα
ερημιά ερημιά βασιλεύει
δε σαλεύει ψυχή
Αλτ, τις ει.

Αλλά και κάτι ακόμα, που ο λόγος για τον πόλεμο και τον “πολιτισμό” τους γίνεται. Οι πρώτοι χίλιοι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι μεταφερθήκανε στη Γερμανία των πλουσίων, τους βάλανε μέσα σε υπόγειο χτίριο με τσιμέντινη σκεπή -ταράτσα-, στη μέση ανοίξανε τρύπα στρογγυλή μικρής διάστασης και από εκεί, από την τρύπα, ρίξανε μέσα τη σκόνη αέριο. Τούτοι πεθάνανε όλοι από ασφυξία. Τούτο το περιστατικό υπάρχει και σε φωτογραφία, αλλά εγώ δεν την έχω. Και λέω πως τούτα δεν είναι σκέψεις αρρωστημένης φαντασίας, ούτε και εμπαθείς κατηγορίες μισανθρώπου αλλά είναι αλήθειες που αν και σήμερα, ύστερα από 60 χρόνια θα δείτε πώς οι πλούσιοι με τον αέρα του δικού της δικαίου, τα ίδια κάνουν με τα υδρογονικά τους και όλα τούτα είναι το μέσον για το στόχο, που είναι η σκλαβιά του ανθρώπου για τον πλούτο…
Είπαμε λοιπόν, πώς ποιο είναι το καλό για τον άνθρωπο σε τέτοιες περιπτώσεις: να πας με τον παπά για τη γούρνα ή με το χωροφύλακα και τις χεροπέδες στα χέρια και όπου βγει…
Εάν δείτε και σήμερα οι πλούσιοι λωποδύτες με τι χαμόγελα σκοτώνουν τον κόσμο με τα σύγχρονα όπλα τους, τα όπλα χολέρας, τότε θα καταλάβετε ποια ήτανε τότε η συμπεριφορά τους… Σχεδόν πέντε χιλιάδες περάσανε από τούτη τη γης, που δεν φταίει σε τίποτα από τις παλαβιές των ανθρώπων της. Τους άλλους, τους υπόλοιπους, πρέπει να τους μεταφέρανε μέσα απ’ τη θάλασσα στην Ιταλία με παπόρι και από εκεί στη γη της κόλασης για δουλειά στη σύγχρονη Βαβυλώνα. Ποιος ξέρει…
Κάθε πρωί και πολλά τούτα τα πρωινά, περνούσανε οι άνθρωποι -αιχμάλωτοι όντας- απ’ τον Μπράλο και η φάλαγγά τους έπιανε κοντά ένα χιλιόμετρο. Σκεφτείτε η κεφαλή έπιανε τον Άγιο Παντελεήμονα, ενώ το τέλος τους ακουμπούσε το νεράκι ή το μαρμαράδικο του Κώστα Ταγκαλάκη. Οι φρουροί λίγοι, περίπου 8 άτομα, ευκαιρία για απελευθέρωσή τους, πού όμως να τους κρύψεις και τι να τους ταΐσεις. Η απειλή των φρουρών προς τους αιχμαλώτους ήτανε το βαρύ «ράους» και κάποιες αραιές ντουφεκιές εκφοβισμού. Πάντως τούτοι σκοτώνανε.
Εδώ λοιπόν, σε τούτο το μαρτύριο, τούτων των ανθρώπων, που τους κλέψανε χωρίς κανένα αίσθημα ευθύνης ήτανε και κάποιοι πολίτες κακοπνεύματοι, κακοήθεις και πονηροί, κοινώς κουρέλια της ζωής. Το πρωί καβάλα στα μουλάρια τους, πως τάχα πηγαίνανε σε δουλειές τους, μπαίνανε μέσα στη φάλαγγα πορευόμενοι τον ίδιο δρόμο με τους αιχμαλώτους, αλλά με διαφορά νοοτροπίας, σκέψης και θέσης μέσα στη ζωή. Οι ξανθοί πληρωμένοι ξένοι φαντάροι αιχμάλωτοι και οι άλλοι υπόδουλοι στους Γερμανούς, αλλά κλέφτες, έτσι απλά. Πάντως χωρίς να τους παρατηρούνε οι Γερμανοί, οι άλλοι οι αιχμάλωτοι, ανυποψίαστοι και νομίζοντας πως τούτοι με τα ζα τους ήρθανε για τη βοήθειά τους, αμέσως κρεμούσανε απ’ τα κολτσάκια του σαμαριού χλαίνες, γυλιούς, σακίδια. Τούτοι, μόλις σε κάποιο μονοπάτι βρίσκανε ευκαιρία στρίβανε, γυρίζανε πίσω στα σπίτια τους με πραμάτεια φορτωμένη τη ζωή των αιχμαλώτων. Τι να πεις…
Ιστορική συντρομή. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά του ζητήματος, η πλευρά της τόλμης και του θάρρους, με ανθρώπινο ψυχικό μεγαλείο. Ο Τάσος Φούντας-Τασούλας μια από αυτές τις μέρες του μαρτυρίου των ανθρώπων τούτων εκεί, στη στροφή του δρόμου εκεί, στο Κουτπάρι με τη μεγάλη βατοπατλιά εκεί, στο τρίστρατο ο περήφανος εκείνος Τασούλας, που τον βαφτίσανε χαζό για την τόλμη του, ελευθέρωσε έναν αιχμάλωτο Κύπριο, τον πήγε στο χωριό και τον έκρυβε στις θημωνιές, στα αλώνια, τον τάιζε με τον Τάκη Καρμίρη-Λιουροτάκη.
Μια μέρα από εκείνες τις μέρες, τις πρώτες μέρες της κατοχής και τις καλοκαιρινές μέρες, μας άφησε γεια. Έζησε, ποιος ξέρει;
Και τέλος τι τους ταΐζαμε, ό,τι τρώγαμε και εμείς και οι καιροί ήταν δίσεχτοι από τρόφιμα και λευτεριά, και ‘γώ τούτη την πήρα στα χέρια μου και την κέρδισα!!!
Κολοκυθοκορφάδες, κολοκυθολούλουδα και κολοκυθάκια βρασμένα μεγάλα, από δυο μανάρες που είχαμε και τον καημό ακόμα για λάδι, ούτε κουβέντα να γίνεται, δεν υπήρχε, φακές χωρίς λάδι και τούτες και χωρίς γάλα. Αλατάκι λίγο και τούτο γιατί οι κατακτητές τ’ αρπάξανε όλα με τους συναδέλφους τους, τους Έλληνες, ριγανούλα και ξυδάκι για να πηγαίνουν ευχάριστα στο στομάχι. Ώσπου μια μέρα, προτού τελειώσει ο Ιούλης, το σκάσανε και τούτοι, φύγανε για τη θάλασσα του Βόρειου Ευβοϊκού και καλή τους τύχη.

Δεν τελείωσα ακόμα. Εδώ ευχαριστώ τον συντοπίτη μου Σκαμνιώτη δικηγόρο Περικλή Αστρακά του Λουκά, για την παρότρυνσή του και τη βοήθεια που μου έκανε για να γράψω ό,τι έγραψα για κείνη την εποχή, την εποχή της ανθρωποφαγίας και εύχομαι τούτη τη φορά να είναι η τελευταία.
8-2-2003 / Πάνος Φούντας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *