Αναμνήσεις από τη μέση εκπαίδευση στη δεκαετία του ‘50

FtS79

υπό Δημήτρη Λεονταρίτη
Θεολόγου

Η εφημερίδα «ανατολή» αποτελεί όργανο επικοινωνίας και έκφρασης των φοιτησάντων στην Εκκλησιαστική Σχολή και το Εκκλησιαστικό Λύκειο Λαμίας και τιμητικά μας αποστέλλεται, δίνοντάς μας την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την εξαιρετική ποιότητα του εντύπου.

Ιδιαιτέρως μας χαροποιεί ότι συστηματικά στο έντυπο αυτό αρθρογραφεί τόσον ο διακεκριμένος Σκαμνιώτης Θεολόγος κ. Γεώργιος Λ. Αστρακάς, όσον και ο συνάδελφός του, πολύ καλός φίλος του Σκαμνού και του Συλλόγου μας κ. Δημήτρης Λεονταρίτης. Από το εκλεκτό αυτό έντυπο αντλούμε άρθρο του κ. Δ. Λεονταρίτη υπό τον τίτλο «περασμένα και μη ξεχασμένα» / «τρίχες κατσαρές» που μας μεταφέρει με γλαφυρό τρόπο σε κοινά βιώματα της εποχής εκείνης, λίγο πολύ ίδια, σε όλο το χώρο της μέσης εκπαίδευσης.

***

Το πηλίκιο στα χρόνια της δικής μου μαθητικής ζωής και αργότερα, ήταν σήμα κατατεθέν της μαθητικής ιδιότητας. Θα φαινόταν αδιανόητο, εντελώς παράδοξο και παράτυπο, να υπάρχει μαθητής μέσης εκπαίδευσης στην επαρχία, χωρίς πηλίκιο. Το εν λόγω αντικείμενο είχε κίτρινα σιρίτια πάνω στο γείσο και έφερε κορώνα με παράσταση κουκουβάγιας, φτερωτό και ραμφωτό σύμβολο της σοφίας, καθότι πουλί της θεάς Αθηνάς.

Στη σχολή μας το 1952 η κουκουβάγια αντικαταστάθηκε με σχήμα σταυρού, που περιστοιχήθηκε από δαφνοκλώναρα. Με άλλα λόγια έγινε μπαρόκ. Μερικοί φορούσαν το σκέπαστρο αυτό από το δημοτικό. Κάποιος νονός ή κάποιος θείος, ή κι ο ίδιος ο γονιός το αγόραζε για να υποχρεώσει, ή να ευχαριστήσει το παιδί. Αλλά όσοι νεαροί έμπαιναν στο γυμνάσιο, πρώτα αγόραζαν πηλίκιο και ύστερα παπούτσια, εφόσον περίσσευαν κάποια όβολα.

Εγώ μαθητικό πηλίκιο δε φόρεσα ποτέ. Όχι γιατί μούπεφτε βαρύ ή στενό, αλλά γιατί θα με στιγμάτιζε. Θα πρόδιδε τη μαθητική μου ιδιότητα. Και όχι πως ντρεπόμουν να είμαι μαθητής, αλλά δεν ήθελα να το δείχνω. Δεν ήθελα να νιώθω καπελωμένος. Όποιος το φορούσε, μου φαίνονταν σαν τέντζερης με το καπέλο από πάνω. Είχα και έναν άλλο λόγο να απωθούμαι από το καπέλο. Όταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού, ήμουν ο ψηλότερος, δυνατότερος και ο καλύτερος μαθητής. Περίμενα στην παρέλαση να κρατήσω τη σημαία, αλλά ο δάσκαλος έκανε σημαιοφόρο έναν άλλο, επειδή την παραμονή παρουσιάστηκε με πηλίκιο και μάλιστα αυθαίρετα, αφού η περιοχή πρωτεύουσας, ήθελε τους μαθητές ασκεπείς.

Στη σχολή μας τα δύο πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ανάγκη καπέλου δεν αναζητήθηκε. Μερικοί, περήφανοι για τη μαθητική τους ιδιότητα, αγόρασαν με δική τους πρωτοβουλία για να το φορούν και να καμαρώνουν. Ειδικά στις αργίες Χριστού και Πάσχα, πήγαιναν στα χωριά τους και πουλούσαν εντύπωση με το μαθητικό καπέλο στο κεφάλι. Αλλά κάτι ο μιμητισμός, κάτι οι παρελάσεις που απαιτούσαν ομαδική έκφραση, έφεραν τη γενίκευση της πηλοφορίας.

Τη μαθητική εικόνα συμπλήρωνε η αποψίλωση της κεφαλής από κάθε τρίχα ενός χιλιοστού και πάνω. Το μαλλί στο κεφάλι σου έπρεπε να είναι τόσο που να μην μπορούν να το πιάσουν καθηγητές ή δάσκαλοι και να σου το τραβήξουν. Πιτσιρικάς ακόμη, ανεζήτησα ένα συμπέρασμα. Γιατί τάχα μας έδωσε ο θεός τα μαλλιά; Πάντως όχι για να μας τα κόβουν. Και μάλιστα με την ψιλή, σα να είμαστε παλαιοί βαρυποινίτες. Το κούρεμα με εκνεύριζε, αλλά μερικές φορές προέκυπταν λόγοι που το επέβαλαν. Λόγοι συνδεδεμένοι με κείνα τα ζωύφια που δημιουργούν ασίγαστη φαγούρα.

Στη γειτονιά μου υπήρχε μια οικογένεια με έξη παιδιά. Και δύο και τρεις φορές το χρόνο κούρευαν με την ψιλή αγόρια και κορίτσια. Άκουγα μια θεία μου να λέει: «Πάλι ψείριασαν οι Κουρουχήδες. Μη σε δω να τους κάνεις παρέα θα σε ξεμαλλιάσω».

Κάποτε φτάσαμε στην Ε’ τάξη της Σχολής. Με καλεί ο διευθυντής Νικόλαος Μαρκέτης και ζητάει να κόψω μαλλιά και να φορέσω πηλίκιο. Όσο σκεφτόμουν ότι θα επιστρέψω στην Αθήνα τα Χριστούγεννα κουρεμένος μ΄ έπινα σύγκρυο. Δεν πειθάρχησα και ξεγλίστρησα. Μετά τις γιορτές με ξαναγράπωσε. «σου είπα να κόψεις τα μαλλιά».

-Να μπούμε στο Μάρτη κ. Διευθυντά, να ζεστάνει λίγο ο καιρός.

Το Μάρτιο με κάλεσε στο γραφείο του.

-Βρε άτιμε δεν εννοείς να συμμορφωθείς;

-Θα πάω σ΄ ένα χωριό να κάνω κήρυγμα. Επιτρέπεται να κηρύξω το θείο λόγο κουρεμένος;

Στο επόμενο στρίμωγμα ανακάλυψα μεγαλύτερη πρόφαση. Αρραβώνα.

-Το θεωρείτε σωστό κ. Διευθυντά, να ζητήσω το χέρι της κοπέλας κουρεμένος σαν τραγί καλοκαιρινό;

Την άλλη χρονιά απέφυγε να με ενοχλήσει. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα του να λέει το ίδιο πράγμα, χωρίς αποτέλεσμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *