Μια άλλη οπτική Σκαμνού – Ασωπού Αυθεντική αφήγηση για τον τόπο και τους ανθρώπους

FtS73

Υπό του ορειβάτου Αθηνών
Χρόνη Κατράκη

Μια όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα βρέθηκα στο Σκαμνό μαζί με μία παρέα ορειβατών, για να προχωρήσουμε προς τη Γέφυρα της Παπαδιάς και μετά στο μονοπάτι των Σιδηροδρομικών.

Η πρώτη εντύπωση για το χωριό ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Ωραία θέση, περιποιημένα σπίτια και πανέμορφη φύση γύρω μας.

Ξέκοψα από τη συντροφιά και αναζήτησα το σπίτι του φίλου μου, του Θύμιου του Τζιβάρα, ελπίζοντας ότι θα τον εύρισκα εκεί. Προχώρησα προς την Εκκλησία όπου συνάντησα μερικές γυναίκες που πήγαιναν να εκκλησιαστούν. Ρώτησα, λοιπόν, που είναι το σπίτι του Τζιβάρα. Οι απαντήσεις τους με συγκλόνισαν. «Τι τονε θέλεις;», «ποιος είσαι ΄συ;», «από πού τονε ξέρεις;».

Με κοίταζαν μάλλον περίεργα. Φαίνεται ότι έφταιγε το σακίδιο στην πλάτη μου. Ίσως με πέρασαν για περιπλανώμενο τουρίστα. «Είμαι φίλος του!», είπα. «Δουλεύουμε μαζί στο ίδιο γραφείο».

Νέος κεραυνός: «και τι θέλεις εδώ:». Κατάλαβα ότι πρώτα έπρεπε να με ανακρίνουν γιατί είχα μάλλον περίεργη όψη. «Είμαι ορειβάτης», είπα. «Πηγαίνουμε στη Γέφυρα της Παπαδιάς και μετά προς Ηράκλεια». Το βλέμμα τους ήταν ερευνητικό. «Μ΄ αυτά τα παπούτσια πας; Άϊντεεεε, δε θα περάσεις, θα πέσεις στις λάσπες». Κοίταξα τα ορειβατικά μου άρβυλα. «Θα προσπαθήσω να πάω μ΄ αυτά», τόλμησα να πω. «Άϊντεεε», άκουσα πάλι και το βλέμμα τους μου έλεγε σιωπηλά «που πας καημένε;».

Εδώ σταμάτησε η συζήτηση για τα διαπιστευτήριά μου και μου έδειξαν το σπίτι. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Εκείνο το Σαββατοκύριακο δεν είχε πάει στο χωριό.

Τις αποχαιρέτησα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης για το ευχάριστο ξεκίνημα της ημέρας μου, που μου πρόσφεραν με τις αυθόρμητες απαντήσεις τους και ξεκίνησα για το κατέβασμα στη γέφυρα της Παπαδιάς.

Πλησιάζοντας στη γέφυρα βρεθήκαμε μπροστά σ΄ ένα φράγμα λάσπης. Το πέρασμα θα γινόταν από δεξιά, επάνω σε κλαδιά για να υπάρχει κάποια ασφάλεια. Ένας, όμως, -ο Οδυσσέας- θέλησε να κάνει το παλικάρι. Όρμησε με θάρρος, έκανε δυό – τρία βήματα και μπήκε μέχρι τα γόνατα στη λάσπη. Ούτε μπρος, ούτε πίσω ο Οδυσσέας. Αφού βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες με τον Οδυσσέα ακίνητο, σκεφθήκαμε να τον αφήσουμε εκεί και να τον πάρουμε του χρόνου που θα ξαναπερνούσαμε. Επικράτησαν, όμως, πιο σοβαρές σκέψεις. Και αν χαθεί μέσα στη λάσπη; Και αν το φάνε οι λύκοι; Μετά από αρκετές προσπάθειες τον ξεκολλήσαμε αν και μερικοί οικολόγοι στενοχωρήθηκαν που οι λύκοι έχασαν το φαϊ τους. Όμως, έτσι έπρεπε να γίνει και προχωρήσαμε προς το σημείο που ξεκινάει το πέρασμα του Ασωπού.

Φτάνοντας κάτω ακριβώς από τη γέφυρα της Παπαδιάς, στρίψαμε δεξιά – επάνω και ανεβήκαμε προς τις σιδηροδρομικές γραμμές. Περάσαμε τον εγκαταλελειμμένο σταθμό Ελευθεροχωρίου, φωτογραφίζοντας το νεκρό τοπίο και στρίβοντας δεξιά κατεβήκαμε προς το σημείο που ξεκινάει το πέρασμα του Ασωπού. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη, σε ανοικτό τοπίο και μόνο ένα πολύ μικρό σημείο είχε ένα μικροπρόβλημα από μερικά βάτα και αγκάθια.

Κατεβήκαμε και φτάσαμε στην αρχή του περάσματος του Ασωπού. Το νερό ήταν αρκετό. Έπρεπε να περάσουμε επάνω από μερικούς κορμούς στην απέναντι πλευρά. Εκεί μας περίμεναν μερικά άτομα από τη Λαμία για να μας οδηγήσουν στο μονοπάτι των σιδηροδρομικών. Είχαν απλώσει ένα σχοινί επάνω από τους κορμούς για να διευκολύνουν το πέρασμά τους. Για να δοκιμάσουμε τη δυσκολία του περάσματος στείλαμε πρώτα τις γυναίκες. Οι παντρεμένοι έκαναν και μερικές δολοφονικές σκέψεις, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Πέρασαν όλες.

Βέβαιοι πια για τη δυνατότητα να περάσουμε απέναντι χωρίς πρόβλημα, περάσαμε κι εμείς και καθίσαμε λιγάκι για μια μικρή ξεκούραση, αλλά κυρίως να θαυμάσουμε το τοπίο και να γίνουμε ένα με την όμορφη φύση που μας περιέβαλε.

Ανεβήκαμε προς το κάστρο της Οργυάς. Υπήρξε ένα μικρό πρόβλημα από τη λάσπη και τα βάτα. Κάτι μικροσκισίματα και τσιμπήματα άνευ αξίας και βρεθήκαμε στις σιδηροδρομικές γραμμές.

Τι θέαμα, τι ομορφιά! Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά.

Προχωρήσαμε επάνω στις γραμμές και φθάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ασωπού. Από εκεί, πηγαίνοντας προς τα αριστερά, επάνω από τον τοίχο, βρισκόμαστε σ΄ ένα ωραιότατο μονοπάτι που μας οδηγεί γύρω από το βουνό, επάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές.

Δεν νομίζω ότι μπορώ να περιγράψω το υπέροχο θέαμα που έβλεπα.

Η φύση γύρω, είχε μία συναρπαστική ομορφιά και το μονοπάτι στην άκρη του βουνού, άλλοτε στενό, άλλοτε πιο ανοιχτό. Περάσαμε μέσα από δύο στοές που φτιάχτηκαν με σφυρί και κοπίδι και κάτω οι γέφυρες και οι στοές του τραίνου.

Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να γνωρίσει ο καθένας αυτή την όμορφη διαδρομή. Να νοιώσει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν περιγράφεται με λόγια βλέποντας την ομορφιά της φύσης και τα έργα του ανθρώπου που είναι τόσο σοφά ταιριασμένα.

Βγαίνοντας από το πέρασμα, από ψηλά είδαμε την έξοδο του Ασωπού και την καινούργια γέφυρα μαζί με τον παλιό δρόμο προς το Σκαμνό. Κατεβήκαμε την κατηφοριά και φτάσαμε στην Ηράκλεια, όπου μας περίμενε το πούλμαν για την επιστροφή.

Νομίζω ότι έχω κάνει μία από τις ωραιότερες διαδρομές στην ορειβατική ιστορία μου και θα συνιστούσα στον καθένα να κάνει το ίδιο μ΄ εμένα. Οι ώρες δεν ήταν πολλές και το θέαμα είναι μοναδικό. Αξίζει τον κόπο με το παραπάνω!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *