20130119
Πάλι νύχτωσε απότομα. Το καταλαβαίνεις από τον κρότο που κάνει η σιδερένια πόρτα καθώς κλείνει, και που κάθε φορά θυμίζει τον ήχο καμπάνας, μια Κυριακή, λίγο πριν κάποια κηδεία. Το καταλαβαίνεις από τον αντίλαλο που εξαπλώνεται και τελικά χάνεται στον τεράστιο, ατέλειωτο διάδρομο. Εκεί που εξαντλείται η ζωή σου όλη και ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.
Στο φαύλο κύκλο που διαγράφουν οι αναμνήσεις σου, τα όνειρα τ’ ανεκπλήρωτα, τα λάθη και τα πάθη που δεν μπόρεσες να αποφύγεις γιατί ήθελες να αρπάζεις την κάθε ημέρα από το λαιμό, να τη σφιχταγκαλιάζεις, δίνοντάς της τα πιο έντονα φιλιά. Και δεν ξέρεις αν ονειρεύτηκες τη ζωή ή έζησες το όνειρο, καθώς μπερδεύεσαι μέσα στα θολά τα ξημερώματα, και στριφογυρνάς ξεσκέπαστος στο μονό σου το κρεβάτι σε στάση εμβρύου. Και λες ότι τώρα θα ξυπνήσεις και θα είναι όλα όπως πριν αλλά τελικά η φυλακή έχει μεγαλώσει, έχει βάλει κάγκελα γύρω από το κεφάλι σου και πλέον φρουρείται το μυαλό σου το ίδιο. Φυλακή. Την έβλεπες μόνο σε εφιάλτες που κοιμόντουσαν μαζί σου. Τώρα ο εφιάλτης ζωντάνεψε και εδώ ξύπνημα με ανακούφιση πια δεν έχει.
Καλημέρα. Όσο κι αν αυτή η λέξη περιέχει αισιοδοξία για την απαρχή μιας νέας ημέρας, μου κάθεται στο λαιμό όταν τη λένε εδώ μέσα. Είναι γιατί πεθύμησα τις καλημέρες των παιδιών μας που έτρεχαν με τη γοητευτική άγνοια κινδύνου κι έπεφταν πάνω μου και γινόμασταν όλοι ένα κουβάρι ευτυχίας. Είναι γιατί μου λείπει η καλημέρα των ματιών σου έτσι όπως διαπεραστικά με καλωσόριζαν τα πρωινά στη βεράντα του σπιτιού μας. Τότε που μου έδινες πορτοκάλι και ελληνικό καφέ και ήλιο και αγκαλιές και τα χείλη σου που είχαν τη μυρωδιά των πρώτων ημερών της Άνοιξης. Πόσο γρήγορα ξεπαγιάσαμε. Λες και οι εποχές εδώ διαφοροποιούνται, αντιστρέφονται, λες και κάνει κρύο τα καλοκαίρια και καύσωνα τους χειμώνες.Τελικά το αγαθό της ελευθερίας περιέχει πολύ περισσότερα πράγματα από όλα όσα διατυπώνουν οι θεωρητικές αναζητήσεις περί του εγκλεισμού και του σωφρονισμού και του παραδειγματισμού. Η ελευθερία περιέχει άπειρες μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που τονίζουν τη ζωή σου. Είναι σαν το χαμόγελο το αινιγματικό σε έναν πίνακα ζωγραφικής, είναι σαν την ίδια αυτή την υπογραφή του ζωγράφου που δίνει ταυτότητα στον πίνακα.
Πλέον, υπογράφουν άλλοι για τη ζωή μου αυτή, καθορίζοντας εκείνοι τις μικρές της λεπτομέρειες. Φύλακες, διευθυντές, ειδικοί επιστήμονες, πρόεδροι, δήμαρχοι και βουλευτές, δημοσιογράφοι έρχονται και ξανάρχονται και θέλουν να μας ακούσουν και να τους πούμε για τις ιδέες μας και για ποιο λόγο μπήκε ο καθένας μας στη στενή και μας καλούν να γίνουμε οι Πρωταγωνιστές. Να πούμε για τα χαβιάρια, για τους VIP κρατούμενους, για τις πισίνες και τα πάρε δώσε με τους φρουρούς, για την αστική διαστρωμάτωση των ανθρώπων μέσα στη φυλακή, για τις πρέζες που εξαπλώνονται, για τα κελιά με τους στοιβαγμένους τους ανθρώπους, για το αν έχουμε μετανοιώσει για τις πράξεις μας και αν αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να πληρώσουμε για τα λάθη μας, για το αν έχουμε αφήσει οικογένειες, έρωτες, πατεράδες και μανάδες εκεί έξω, να μιλήσουμε για την ενοχή και την αθωότητα, για την ελευθερία και τη φυλάκιση, για τη βία, τη σωματική, την εγκεφαλική, την οικονομική, την κρατική, την ανωτέρα βία. Τη βία με την οποία μας κλείνουν την πόρτα κάθε βράδυ. Διαφημίσεις. Mega mou.
Είναι κάποιες τέτοιες στιγμές που δεν τα αντέχεις όλα αυτά, δεν αντέχεις τους συγκρατούμενούς σου, δεν αντέχεις τον εαυτό σου και κυρίως τον πιο βάναυσο φύλακα απ’ όλους τους φύλακες εδώ μέσα. Τη συνείδησή σου. Και θες να ουρλιάξεις, να σκίσεις τα ρούχα σου, να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, να καρφώσεις τα μάτια σου στα κάγκελα, αλλά μεζεύεσαι πάλι στο κλουβί σου σαν πουλάκι πληγωμένο και ξεσπάς σε κλάματα, κλαις συνέχεια, μέχρι που σου γίνεται συνήθεια και πλέον, ακόμα κι αν χαμογελάς, εσύ εξακολουθείς να κλαις. Κλητήρια θεσπίσματα, κατηγορητήρια, καταθέσεις, μπλέκονται στα πόδια σου καθώς παραπατάς ανάμεσα σε στάχτες και φράσεις σε τατουάζ και μέρες όρθιες που διαγράφονται στους σάπιους τοίχους. Μου λες ότι έβαλες τη δικογραφία σου κάτω από το μαξιλάρι, για γούρι, έτσι, για να έχεις για μαξιλάρι τη Δικαιοσύνη. Θα τα καταφέρουμε στο Εφετείο, θα πειστεί ο Εισαγγελέας ότι δεν είχα δόλο και δεν πλήρωσα τους φόρους μου γιατί προτίμησα να ταΐσω τα παιδιά μου, ότι αντί για Φόρο Προστιθέμενης Αξίας διάβαζα Φαγητό Πάλι Αύριο. Ένοχος όπως κατηγορείται.
Τελευταία οι παραισθήσεις εξαπλώθηκαν κι έφτασαν μέχρι τα αυτιά μου. Ήχοι ανύπαρκτοι, φράσεις θολές, που με αναστατώνουν, που τελικά τις ακούω μονάχα εγώ. “Αγάπη μου, σε περιμένω στο σπίτι μετά τη δουλειά”, “έλα, τι έγινε ρε παιδιά, αυτόφωρο, για ποιο πράγμα ρε παιδιά”, “απολύσανε τη γυναίκα μου, κυρ Αστυνόμε, εντάξει δεν πλήρωσα, είμαι φοροοφειλέτης”, “μπαμπά μου που είσαι;”, “αλλά δείξτε λιγάκι ανθρωπιά”, “άνθρωποι είστε ή μήπως είστε όλοι μερικά καλοντυμένα καθίκια;”, “μπαμπάκα μου;” “μη βαράτε ρε, εντάξει βράζει η ψυχή μου ρε, δεν το καταλαβαίνετε, εν βρασμώ ζωής ρε, μου τη βράσατε τη ρημάδα τη ζωή μου”, “τι θα πει χωρίς αναστολή, τι θα πει περιμένουμε την κλούβα, τι θα πει άλλαξανε οι Νόμοι και οι παρανόμοι;”, “μπαμπά δεν θα παίξουμε σήμερα;”. Σιγή. Στο βάθος ακούγεται η τηλεόραση της Φυλακής. Κάποιος ξέχασε να ρυθμίσει την ένταση και βγάζει ειδήσεις παραμορφωμένες. Καλεσμένος απόψε ο Υπουργός Οικονομικών. Αντίλαλοι. ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ. ΕΤΣΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΘΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΦΥΛΑΚΗ. ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗ. ΤΕΛΕΙΩΣΑΝΕ ΤΑ ΨΕΜΜΑΤΑ. ΩΡΑ ΓΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ. Διαφημίσεις.
Αλήθεια mou.