FtS37
Πώς προέκυψε το όνομα της γέφυρας που ευρίσκεται στην περιοχή του χωριού μας; Η ψηλότερη γέφυρα του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μας αγγίζει τα 99 μέτρα σε κάποιο σημείο, όπως μας έχουν πληροφορήσει και είναι δεμένη και αυτή με τις εξελίξεις στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ευρισκόμενη κοντά και διαδοχικά στη γέφυρα του Ασωπού και Γοργοποτάμου. Είναι γνωστή στο Πανελλήνιο, αλλά δεν είχαμε στοιχεία για την προέλευση της ονομασίας που ακούγεται κάπως παράξενα: “Γέφυρα της Παπαδιάς”.
Ο καλός φίλος του χωριού και ΦτΣ κ. Νίκος Τσίτσας, Εκδότης της “Εφημερίδας του Μπράλου” έδωσε προ καιρού ένα ιστορικό με πολλές επιφυλάξεις για την ακρίβεια των στοιχείων και την χρονική τοποθέτηση των γεγονότων, με πρωτογενή πηγή το περιοδικό “Φθιωτικός Λόγος” και σχετικό κείμενο από τον συμπατριώτη μας κ. Κόμνα Παπαθανασίου.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη την εκδοχή σε γειτονικό προς τη γέφυρα χωριό που η παράδοση δεν το κατονομάζει, ζούσαν κάποτε ένας παπάς με την παπαδιά του και τον μονάκριβο γιο τους (ανώνυμους τους θέλει κι αυτούς η παράδοση). Φτωχικά ζούσε όλο το χωριό και μόνον ο παπάς με τα ευχολόγια και τα σαρανταλείτουργα, τους γάμους, τα βαφτίσια και τ άλλα μυστήρια, τα βόλευε καλύτερα και ξεχώριζε από τους άλλους χωριανούς στα …έχοντα. Αλλά ήταν παραδόπιστος.
Ο γιός του, παραδόπιστος επίσης σαν τον πατέρα του, στα 18 του χρόνια ξενητεύτηκε για να πλουτίσει. Εφυγε στην Αμερική. Κι εκεί γρήγορα απέκτησε πολλά χρήματα, αλλά όπως όχι σπάνια συμβαίνει με τα παιδιά που εκπατρίζονται, ξέχασε και γονείς και συγγενείς! Ούτε ένα τσακιστό δολλάριο έστειλε ποτέ στους γονείς του, ούτε καν ένα γράμμα για να μάθουν αν ζει πήραν ποτέ οι δικοί του.Πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε και καμμία είδηση δεν δόθηκε έστω και από τρίτους για τον Ελληνα μετανάστη. Ετσι λοιπόν όλοι οι χωριανοί, αλλά και οι γονείς του τον θεωρούσαν χαμένο και μάλλον πεθαμένο!
Κάποια μέρα πέρασε από το χωριό ένας ξένος. Μικρασιάτης Ελληνοαμερικανός, έλεγε πως ήταν. Ηταν περαστικός από το χωριό. Η παραποιημένη προφορά του και το ασυνήθιστο στον τόπο μας ντύσιμό του, επιβεβαίωναν την ξενόφερτη προέλευσή του.
Ηταν απόγευμα και ως το βράδυ κουβέντιαζε με τους χωρικούς στο καφενείο για τη ζωή και τις ασχολίες τους στο χωριό. Σαν νύχτωσε για τα καλά και οι κάτοικοι άρχισαν να αποσύρονται ένας-ένας για τα σπίτια τους, κάποιος τον προσκάλεσε να μείνει το βράδυ σπίτι του, να τον φιλοξενήσει. Εκείνος τον ευχαρίστησε αλλά δεν δέχθηκε. Ηθελε -είπε- να μείνει στου παπά το σπίτι. Ετσι μ ένα παιδί ο χωρικός τον έστειλε στο σπίτι του παπά. Πρόθυμα ο παπάς και η παπαδιά δέχθηκαν να φιλοξενήσουν τον “ξένο” μια και η όλη παρουσία του έδειχνε πως δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο.
Ο “ξένος” ούτε και σ αυτούς φανέρωσε την πραγματική του ταυτότητα, εκείνη τη βραδιά. Το άφησε για την επομένη μέρα. Ηθελε φαίνεται να τους κάνει έκπληξη. Είπε τα ίδια που είχε πει στο καφενείο. Είναι μικρασιάτης, έρχεται από την Αμερική, είναι περαστικός από το χωριό.
Σαν ακούσανε εκείνοι πως έρχεται από την Αμερική, του διηγηθήκανε την ιστορία του γιου των και τον ρώτησαν μήπως έτυχε να τον γνωρίζει ή αν άκουσε κάτι γι αυτόν. Ο “ξένος” είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε οτι δήποτε γι αυτόν.
Σαν έφτασε η ώρα να κοιμηθούνε, η παπαδιά οδήγησε τον “ξένο” στο δωμάτιο που ήταν το κρεββάτι του. Τον καληνύχτησε και σαν του έκλεισε την πόρτα τον παρακολούθησε από την κλειδαρότρυπα. Ο “ξένος” ξεντύθηκε, δίπλωσε το παντελόνι του και το έβαλε σε μία καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι και στην ίδια καρέκλα έβαλε το σακάκι του. Εβγαλε ύστερα από το σακάκι το πορτοφόλι του, το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του και έπεσε στο κρεββάτο του να κοιμηθεί.
Η πονηρή παπαδιά που είδε τον ξένο ότι έβαλε το πορτοφόλι του κάτω από το μαξιλάρι του, πάει και το λέι στον παπά:
-Το και το, παπά μου, τσουπωτό ήταν το πορτοφόλι του! Πολλά δολλάρια έχει! Τί λες, δεν τον σκοτώνουμε να του πάρουμε τα χρήματα;
-Τί λές, παπαδιά; Επιτρέπεται εγώ, παπάς άνθρωπος, να κάνω τέτοιο έγκλημα; Τί θα πει ο Θεός;
-Πού θα το μάθει ο Θεός Παπά μου; Σου είπε ποτέ τίποτα για το λάδι και τα λεπτά που τόσα χρόνια τώρα παίρνεις από την εκκλησία; Οχι βέβαια! Μην αφήνουμε την τύχη να μας φύγει μέσα από τα χέρια μας. Τον σκοτώνουμε, νύχτα είναι, εξαφανίζουμε το πτώμα και λέμε αύριο στους χωριανούς πως έφυγε νύχτα από το σπίτι μας! Πες παπά το ναι, εσύ και τ άλλα αφησέ τα σε μένα, επέμεινε η παπαδιά. Πες, πες η παπαδιά, παραδόπιστος ο παπάς, κλονίστηκε και δέχθηκε!
Ετσι, λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα και πριν ξημερώσει, παπάς και παπαδιά σκοτώνουν τον “ξένο” στον ύπνο του και ρίχνουν το πτώμα σ ένα κάρκανο.
Οταν γυρίσανε στο σπίτι, τρέξανε στο μαξιλάρι, πήρανε το πορτοφόλι, τ άνοιξαν και πήραν μερικές δέσμες δολλάρια! Πόσα ήταν, δεν μας το λέει πάλι η παράδοση. Ισως δεν προφθάσανε να τα μετρήσουν, γιατί τους ήρθε αστροπελέκι στο κεφάλι τους! Μία ταυτότητα του “ξένου” που βρήκανε μέσα στο πορτοφόλι του, έδειχνε πως ο “ξένος” δεν ήταν … ξένος, αλλά … ο ίδιος ο γιος τους! Το παιδί τους που γύριζε στους γονείς του! Κι η μοίρα τους τιμώρησε με το σκληρότερο τρόπο.
Δεν ξέρουμε τί έγινε ύστερα από αυτά ο παπάς και αν ξαναλειτούργησε για τους πιστούς του. Η παπαδιά όμως που συνέλαβε αυτό το σατανικό σχέδιο και το εκτέλεσε μαζί με τον παπά της, κι έγινε άθελά της ..φόνισσα του παιδιού της πήγε σ εκείνη τη χαράδρα, που στήθηκε αργότερα η σιδηροδρομική γέφυρα κι έπεσε και σκοτώθηκε. Κι από τότε η γέφυρα που χτίστηκε αργότερα πήρε τ όνομά της! Γέφυρα της Παπαδιάς.
Σχόλιό μας:
Σε μελαγχολικές σκέψεις μας έβαλε αυτή η αφήγηση, έστω και ανεξακρίβωτη. Ναι μεν, έχουμε να εισφέρουμε μία έστω εκδοχή και εξήγηση για το τοπωνύμιο για το οποίο αν και δεχόμασταν ερωτήματα, δεν είμασταν σε θέση να απαντήσουμε, από την άλλη όμως πλευρά, αισθανόμαστε κάπως άβολα για μία τέτοια – έστω υποτειθέμενη- συμπεριφορά κάποιων εκ των προγόνων μας. Σίγουρα δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι το απεχθές αυτό έγκλημα σχετίζεται με το χωριό μας. Ναι αλλά -ξανασκεφτόμαστε- ο οικισμός μας είναι ο πλησιέστερος στην γέφυρα της Παπαδιάς. Αλλά και πάλι απορρίπτουμε κάθε τέτοια εκδοχή.
Μία τέτοια ιστορία δεν ταιριάζει σ εμάς και τους συντοπίτες μας. Δεν έχουμε διαπιστώσει κρούσματα, συμπεριφορές άκρας φιλαργυρίας -σαν τον ήρωα παπά και παπαδιά της ιστορίας μας- η οποία αν αληθεύει η αφήγηση αυτή, θα είχε μεταλαμπαδευτεί και σ εμάς, στις νεώτερες γενιές. Ειδικά στο χωριό μας επικρατεί η ανιδιοτέλεια, η αλληλεγγύη και η διάθεση για προσφορά στον συνάνθρωπο, στον γείτονα, στον συνχωριανό. Ολοι για όλους και όλοι για έναν. Η χαρά του ενός, είναι χαρά για γιά όλους. Η λύπη και το πρόβλημα του ενός, μοιράζεται σε όλους. Πολλά παραδείγματα έχουμε να δώσουμε γι αυτό το ψυχικό μεγαλείο των ανθρώπων μας. Στάσεις ζωής που εκδηλώνονται στην καθημερινή συναναστροφή, στην κοινή προσπάθεια να κάνουμε τον όμορφο οικισμό μας όσο γίνεται καλύτερο. Με καμάρι αναφέρουν οι συγχωριανοί μας ότι το χωριό μας προσμετράται και από τις κρατικές πλέον αρχές της Νομαρχίας, στους οικισμούς εξαιρετικού κάλους. Εννοείται όμορφο περιβάλλον, νοικοκυρεμένα κτίσματα, καλαίσθητες / νοικοκυρεμένες αυλές και ανθόκηποι που χαίρεται να βλέπει ο επισκέπτης. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό μέσα στις καρδιές μας: Φιλοξενία, αλλτρουϊσμός: κυρίαρχα στοιχεία της συμπεριφοράς μας. Διάθεση για συμμετοχή και συμβολή στην κοινή προσπάθεια για ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη και προκοπή στο περιβάλλον και στην κοινωνική μας συμπεριφορά. Ολοι πρόθυμοι να συμβάλλουν στο κοινό καλό. Να δώσουν πρώτα και όχι να πάρουν! Ν ανοίξουμε έναν δρόμο, να διαπλατύνουμε ένα άλλο, να ενισχύσουμε τον Σύλλογο του χωριού μας και του έργου του. Πρόσφατο παράδειγμα η εντυπωσιακή πρωτοβουλία δημιουργείας ενός Ξενώνα στο χωριό. Ολοι συμβάλλουν, ο καθένας με τον τρόπο του. Πολλά τα χρήματα που αναγγέλθηκαν σαν πρόθεση συμμετοχής, πολλοί ειδικοί και χρήσιμοι συγχωριανοί που θέλουν να συμμετέχουν χωρίς κερδοσκοπικές διαθέσεις για την υλοποίηση του έργου. Μα και πολλοί άλλοι που με καλή διάθεση και το απαραίτητο μεγαλείο ψυχής, σπεύδουν να εισφέρουν ένα κτήμα των για το χώρο ανέγερσης του μικρού ξενώνα, με τίμημα συμβολικό, αφού έχουν καλά καταλάβει ότι αυτά τα χρήματα προέρχονται από τον οικογενειακό προϋπολογισμό ενός άλλου συγχωριανού και δεν προσδοκά κέρδη και απολαβές, αλλά να βοηθήσει στην παραπέρα ανάπτυξη του οικισμού, να αφήσουμε ένα καλύτερο χωριό στα παιδιά μας, μία καλύτερη κοινωνία.
ΓΝΑ