Ο βομβαρδισμός της Λαμίας

[Με την παιδική ματιά του λογοτέχνη Βασίλη Αλεξίου]
Πηγή: Περιοδικό “Σταυροδρόμι”

20131021

Υπήρχε μία προετοιμασία, ας πούμε, αφού οι Γερμανοί είχαν ήδη εισβάλλει στην Ελλάδα, αλλά δεν είχαν φτάσει μέχρι τη Λαμία και, ουσιαστικά, δεν υπήρχε, στον πολύ κόσμο, προδιάθεση ή αναμονή για απειλούμενο βομβαρδισμό της πόλης. Πολλοί όμως ήταν εκείνοι που, με αφορμή το Πάσχα που έφτανε, είχαν εγκαταλείψει τη Λαμία και είχαν μεταβεί, έστω και για λίγο, στα χωριά τους, κοντινά ή μακρινά από την πόλη. Έτσι, το πρωινό εκείνης της Μεγάλης Παρασκευής που οι Λαμιώτες ειδοποιήθηκαν, όπως ακούσαμε μετά, να εγκαταλείψουν την πόλη, γιατί θα ακολουθούσε βομβαρδισμός, δεν αιφνιδιάστηκαν και τόσο. Εμείς τα αγόρια, στο Κωσταλέξι, το πρωί, με στολισμένους τους μικρούς μας σταυ¬ρούς, γυρίζαμε, από σπίτι σε σπίτι, για να πούμε το «Σήμερα μαύρος ουρανός», παρά το γεγονός ότι ήταν μία χαρούμενη και ηλιόλουστη ημέρα. Εκεί που γυρίζαμε επάνω σε μία στροφή πάνω στη «ράχη», απ’ όπου φαινόταν καθαρά η ευθεία του δρόμου, που πήγαινε στο Σταθμό του Λιανοκλαδίου, είδαμε, κατά μήκος του, ανθρώπους να έρχονται προς το γεφύρι του Σπερχειού, που ήταν, όμως, σε παρέες και σε κάποια απόσταση η μία από την άλλη.
Αφήσαμε το τραγούδι και καθίσαμε, να τους παρακολουθούμε με περιέργεια. Τους βλέπαμε να περνάνε τη γέφυρα, που τη φύλαγαν στρατιώτες Άγγλοι και Νεοζηλανδοί, όπως μάθαμε, και συνέχιζαν προς το Κωσταλέξι και τις Κομποτάδες.
Από δυο – τρεις, που είδαμε να ανεβαίνουν προς το χωριό, κατεβήκαμε πιο κάτω και μάθαμε που πηγαίνουν.
Μας είπαν ότι ειδοποιήθηκαν να φύγουν από τη Λαμία, γιατί θα γίνονταν βομβαρδισμός. Γρήγορα τρέξαμε να το πούμε και στα άλλα παιδιά και, σε λίγο, μαζευτήκαμε στη βορειοανατολική πλευρά της εκκλησίας, μέσα στην οποία ήταν γυναίκες και κορίτσια και στόλιζαν τον επιτάφιο.

Από εκεί, συζητώντας διάφορα, κοιτάζαμε, συνέχεια, προς τη Λαμία.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε πόση ώρα ήμασταν εκεί, αλλά ούτε και τι ώρα ήταν. Πρέπει να ήταν λίγο πριν ή λίγο μετά το μεσημέρι, όταν είδαμε τον κατακάθαρο ουρανό, να τον αυλακώνουν ομάδες αεροπλάνων, που κατευθύνονταν προς τη Λαμία.
Αφήσαμε συζητήσεις και απασχολήσεις και σταθήκαμε στο πεζούλι, με προσοχή, φόβο και έκσταση, περιμένοντας, με αγωνία, να δούμε τη συνέχεια.
Τα αεροπλάνα, – «στούκας» ακούσαμε μετά να τα λένε – τα είδαμε να φτάνουν επάνω από τη Λαμία και να κάνουν βόλτες γύρω της.
Έτσι που τα παρακολουθούσαμε ούτε καν ένας δεν σκέφτηκε να τα μετρήσει πόσα ήταν. Μετά από λίγο είδαμε να ξεκόβουν, ένα – ένα, και να επιχειρούν κάθετες βουτιές, από ψηλά που ήταν, να φτάνουν σε ένα χαμηλότερο σημείο, και, όταν σηκώνονταν το καθένα, βλέπαμε πίσω του να σηκώνεται ένα σύννεφο από σκόνη.
Κρότο καθαρό δεν ακούγαμε, γιατί μας φαίνονταν σαν ένα μπουμπουνητό που έρχονταν από μακριά.
Δεν άργησε και πολύ για να γεμίσει ο ουρανός, πάνω από τη Λαμία και κυρίως στο κέντρο της πόλης – αφού βλέπαμε τα αεροπλάνα εκεί να κατεβαίνουν – από μαύρα και άσπρα σύννεφα σκόνης και κάπου, πίσω από το ύψωμα του Αγίου Λουκά – εδώ και εκεί – να ξεπηδάνε και φλόγες.
Τα αεροπλάνα, αφού τελείωσαν την αποστολή του, όπως φάνηκε. αδειάζοντας από πάνω τους και τα τελευταία καταστροφικά φορτία των και αφού γύρισαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο, ένα – ένα, όπως είχαν έρθει, τα είδαμε να φεύγουν, ώσπου τα χάσαμε στον ορίζοντα.
Στο μεταξύ γυρίσαμε και είδαμε πίσω μας, να έχουν μαζευτεί γυναίκες και κορίτσια, να βλέπουν αυτό που γινόταν και, σκεπτόμενες φαίνεται το κακό που είχε γίνει. έκλαιγαν και οδύρονταν.
Λίγο μετά το βομβαρδισμό και ενώ καπνοί και φλόγες σηκώνονταν, κάπου – κάπου, από τη Λαμία και οι γυναίκες και κάποιοι άντρες που έφτασαν μέχρις εκεί μας είπαν για καταστροφή, δύο συνεχόμενοι κρότοι που ακούστηκαν κοντά μας, μας έκαναν να γυρίσουμε αριστερά τα βλέμματα μας, προς το ποτάμι στο δρόμο, όπου είδαμε το γεφύρι του Σπερχειού, από την παγίδευση που του είχαν κάνει οι στρατιώτες που ήταν εκεί. πληγω¬μένο θανάσιμα να πέφτει, μέσα στο ποτάμι, με παφλασμό.
Το κακό είχε φτάσει και κοντά μας.
Φοβισμένοι, αφήσαμε ό,τι μέχρις εκείνη την ώρα παρακολουθούσαμε και, τρέχοντας, πήγαμε στα σπίτια μας να κρυφτούμε…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *