Σελίδες πρόσφατης ιστορίας από την ελληνική κοινωνία

20140824

Απόσπασμα από το βιβλίο «στη σκιά της πεταλούδας», Ισίδωρου Ζούργου, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 613

… γύρω της ο κόσμος της μεταπολίτευσης βούιζε ακόμα πολύχρωμος, γεμάτος αγανάκτηση, διεκδικήσεις και όνειρα. Ένα βουερό ποτάμι ήταν εκείνος ο κόσμος, πλατύ, που απειλούσε να ξεχειλίσει. Στις όχθες του μία νεολαία γυμνή άναβε φωτιές, αστρολάβους και υπολόγιζε το μεγάλο ταξίδι. Άλλοι επιβιβάζονταν σε πρόχειρες σχεδίες κι άλλοι έμεναν για πάντα στις όχθες ακολουθώντας το ρου της κοίτης βαδίζοντας. Δεν έφτασε ποτέ κανείς τους στις εκβολές, κάποιοι είπαν αργότερα πως αυτές δεν υπήρχαν.

Δεν είχε σημασία. Πέρα από το ποτάμι και μακριά από την κοίτη που αισθανόταν κανείς μόνος. Οι φωτιές, οι πυρσοί, οι αυτοσχέδιες βάρκες, η βουή και τα τραγούδια, και μόνα τους αυτά ήταν μία παρηγοριά. Ήταν στ’ αλήθεια όμως μία τρυφερή εποχή, τα υγρά χείλη που φιλιόντουσαν, τα σφιχτοπλεγμένα δάχτυλα που δε χώριζαν κι έμοιαζαν στο πάθος τους με καλάθια, παντού ένα νόημα, στο γέλιο και στον κόπο. Ήταν μία εποχή χρυσή, πριν ακόμα οι αργυραμοιβοί ανοίξουν τα σαράφικά τους, πριν κατέβουν οι Δωριείς και κάψουν όλες τις παραποτάμιες καλύβες.

Η Ελένη χώθηκε μέσα στο πολύχρωμο μαλλιαρό πλήθος. Συναυλίες, παρέες, κιθάρες, πολιτική, βιβλία, τέχνες και έρωτας. Γνώρισε τον Μάρκελλο στα πηγαδάκια έξω από το μεγάλο αμφιθέατρο της Νομικής. Πάντα της άρεσαν οι ψηλοί άντρες, οι αγέρωχοι. Δε φορούσε στρατιωτικό αμπέχονο και ήταν πάντα ξυρισμένος. Το πατρικό του ήταν επάνω στην παραλία κι άκουγε Ραχμάνινοφ απ’ την κοιλιά της μάνας του. Στο βήμα της σχολής, στις συνελεύσεις τους, τα λόγια του ήταν φωτιά. Όταν μιλούσε για τους αδικημένους αυτής της γης, το άναρχο πλήθος σώπαινε από συγκίνηση. Διαπρύσιος κήρυκας, ύψωνε τη φωνή του σε καθηγητές, πρυτάνεις, σε αστυνομικούς διευθυντές στις πορείες. Εκεί μάλιστα φρόντιζε πάντα διακριτικά να μην κρατάει πανό, άλλωστε ήταν τόσο πολλοί αυτοί που έρχονταν να του μιλήσουν, να του σφίξουν το χέρι και να τον συμβουλευτούν.

Τότε πιο εύκολα κι απ’ τον έρωτα ακόμα ήταν τα λόγια. Ο υπαρξισμός ευδοκιμούσε ακόμα και στις αναθυμιάσεις της ρετσίνας, ο Μάης του ΄68 έπλεκε στεφάνια όλους τους μήνες κι όλες τις εποχές, η Κύπρος, ο Σαρτρ, ο Μάο, ένας Νίκος που λέγανε πως συμβιβάστηκε, ένας Γιώργος που έκανε φράξια, ένας άλλος προβοκάτσια. Ναι, τότε όλα υπήρχαν μόνο για να ονομαστούν. Οι ήρωες για να λέγονται τα κατορθώματά τους, οι νεκροί για να τραγουδιούνται, οι οργασμοί για να καταμετρώνται.

Η Ελένη πίστεψε τότε πως ο Μάρκελλος ήταν με τα πράγματα και όχι με τις λέξεις, γι’ αυτό τον ερωτεύτηκε βαθιά και επώδυνα….

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *