Η απατηλή γοητεία της βουλησιαρχίας

20150205

Η εικόνα είναι ο Conqueror (ο κατακτητής) του Paul Klee (1930)
Αναρτήθηκε από τον Σταμάτη Κυρζόπουλο [γράφτηκε στις 18.01.2015]

Η φράση-τσιτάτο «Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις» από τον «Αλχημιστή» του πλέον πολυδιαβασμένου μετά τη Βίβλο (και εξαιρετικά υπερτιμημένου, κατά τα λοιπά δε μετριότατου -κατά την άποψή μου-) Βραζιλιάνου συγγραφέα Paulo Coelho έγινε τις τελευταίες δεκαετίες η πλέον τετριμμένη και κοινότοπη σημαία ενός παιδιάστικα αφελούς βολονταρισμού που υποδύεται, μάλιστα, την πνευματικότητα. Για να είμαστε δίκαιοι, η βουλησιαρχία ή βολονταρισμός (voluntarism από το λατινικό voluntas) συνιστά ένα παλαιό και αξιοπρόσεκτο ρεύμα φιλοσοφικής και θεολογικής (κυρίως) σκέψης που, εκκινώντας από τον μεσαιωνικό θεολόγο John Duns Scotus, φαίνεται πως στη συνέχεια επηρέασε σημαντικούς φιλοσόφους και στοχαστές όπως ο Kant, o Schopenhauer και ο Nietzsche. H κεντρική ιδέα απλή: το συναίσθημα και πιο συγκεκριμένα η βούληση υπερέχει, προηγείται και εν πολλοίς κατευθύνει τη νόηση, τον νου και τη λογική. Πέραν όμως των όποιων φιλοσοφικών ενατενίσεων ή τυχόν προεκτάσεων μπορούν να δοθούν στην ανωτέρω κεντρική ιδέα (που πάντως δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε…στον μεσαίωνα), η υιοθέτηση της βουλησιαρχίας ως εργαλείου πρόσληψης της πραγματικότητας και αντιμετώπισης των δυσκολιών και των προβλημάτων της ζωής, παρά την ψυχοθεραπευτική (αλλά ανεδαφική) αισιοδοξία που ενδεχομένως εμφυσά, οδηγεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε αλλεπάλληλες νομοτελειακές απογοητεύσεις. Ο λόγος είναι μάλλον ξεκάθαρος: η εδραία (σχεδόν μεταφυσική) πίστη ότι αρκεί η ισχυρή βούληση για την πραγματοποίηση της επιθυμίας αντί να ενισχύει τη δράση και την πρωτοβουλία, τείνει να αποκοιμίζει, να οδηγεί στον εφησυχασμό και σε μια εν πολλοίς μοιρολατρική παθητικότητα που τελικά απομακρύνει από την επίτευξη του στόχου. Καλώς ή κακώς στον πραγματικό κόσμο η πραγμάτωση των επιθυμιών και η ικανοποίηση των φιλοδοξιών προϋποθέτουν σχεδιασμό, κόπο, επιμονή, στρατηγική, τακτική, μελέτη των ισορροπιών, στάθμιση των εναλλακτικών, ενδεχομένως δε και τύχη. Η ισχύς της βούλησης, όσο σημαντική κι αν είναι,….απλά δεν αρκεί.

Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κυρίως στην περίοδο του πρωτοπασοκικού ανδρεοπαπανδρεϊκού λαϊκισμού η ελληνική κοινωνία σταδιακά εκπαιδεύθηκε και εν τέλει εθίστηκε σε έναν ιδιότυπο, αρχέγονο πολιτικό βολονταρισμό με έντονα στοιχεία ηγετικού πατερναλισμού-μεσσιανισμού. Αντίθετα με την κλασσική (επιστημονική) αριστερή σκέψη που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως πεδίο συγκρούσεων αντιμαχόμενων (ταξικών) συμφερόντων επικράτησε η μυθολογία του Λαού ως συλλογικού υποκειμένου με ενιαία βούληση και πεπρωμένο αλλά και ως αρχετυπικού φορέα δικαιωμάτων άνευ υποχρεώσεων. Την υλοποίηση της στιβαρής λαϊκής βούλησης αναλάμβανε (φυσικά) περίπου εν λευκώ ο «χαρισματικός» ηγέτης ως αυθεντικός, γνήσιος και μονήρης εκφραστής της. Όλα εμφανίζονταν ως ζήτημα «πολιτικής βούλησης», που αρκούσε από μόνη της για την επίλυση οιουδήποτε προβλήματος (από την εξάλειψη του.. «πολιτικού» -τα θυμάστε;- νέφους από τον αττικό ουρανό, μέχρι την περιλάλητη…πάταξη της φοροδιαφυγής). Βοηθούσης αρχικά και της ένταξης στην ευρωπαϊκή κοινότητα (τότε Ε.Ο.Κ.) και των συνεπακόλουθων επιδοτήσεων, κονδυλίων και προγραμμάτων στήριξης-σύγκλισης, καθώς και της μεταγενέστερης ένταξης στην ευρωζώνη και του συνεπακόλουθου εύκολου και φθηνού δανεισμού, εμπεδώθηκαν μια κίβδηλη αίσθηση ευδαιμονίας και μια ψευδαισθητική βεβαιότητα αέναης και γραμμικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, ενώ ταυτόχρονα ο παραγωγικός ιστός αποδιαρθρώνονταν, χωρίς ουδείς να ενοχλείται ή να ανησυχεί. Θα περίμενε κανείς πως η ουσιώδης ένταξη και η τριβή με το ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον θα οδηγούσε σε ενίσχυση και ωρίμανση των θεσμικών μας υποδομών, αλλά στην πραγματικότητα επισυνέβη «ανεπαισθήτως» μια διολίσθηση της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε ένα είδος μετεφηβικής επιθυμο-κρατίας.

Κάπως έτσι πορευόμασταν λοιπόν για δεκαετίες (με …ισχυρή πολιτική βούληση και «χαρισματικές» ηγεσίες) και οδηγηθήκαμε στην οικονομική -και όχι μόνο- χρεοκοπία. Είναι πάντως εντυπωσιακό ότι παρά την έκταση της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που επήλθε, παρά το βάθος και την ένταση της κρίσης που σοβεί, παρά τη βιαιότητα της προσγείωσης στον ζόφο μιας τόσο σκληρής πραγματικότητας, μια τόσο μεγάλη (και κατά τα φαινόμενα πλειοψηφική) μερίδα συμπολιτών μας εξακολουθεί να προσεγγίζει την κατάσταση με την ίδια ψυχοπνευματική στάση: θυμικά και βουλησιαρχικά.

Παραδοσιακά την τελευταία προεκλογική εβδομάδα τα κόμματα προσανατολίζουν την επικοινωνιακή τους τακτική στην προσπάθεια διέγερσης του θυμικού και του συναισθήματος των εκλογέων. Αναμφίβολα αυτό θα συμβεί και την τρέχουσα εβδομάδα, στην κορύφωση μιας βραχείας προεκλογικής περιόδου που περισσότερο ίσως από ποτέ απομακρύνθηκε -εκατέρωθεν- από το δύσκολο πεδίο του συγκεκριμένου και κινήθηκε στην ανέξοδη σφαίρα του επιθυμητού ή του εικαζόμενου. Ακόμη και οι διεξαγόμενες δημοσκοπήσεις εκείνο που προσπαθούν να διερευνήσουν στα περίφημα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» τους είναι το κυρίαρχο συναίσθημα των ψηφοφόρων (ιδιαίτερα των κρίσιμων αναποφάσιστων): θυμός, φόβος, ελπίδα, παρουσιάζονται σε έγχρωμες φέτες στατιστικών «πιτών» και σε ραβδογράμματα σε ένα είδος μεταμοντέρνας ομαδικής πολιτικής ψυχανάλυσης. Δεν ερωτώνται πλέον οι πολίτες ποια προβλήματα θεωρούν ως σημαντικότερα, πως ιεραρχούν τα διακυβεύματα, πως αξιολογούν τα προγράμματα ή τον σχεδιασμό των πολιτικών δυνάμεων, ερωτώνται και αναλύονται ως προς την ψυχολογική τους κατάσταση και το συναισθηματικό τους status.

Μπροστά στις κάλπες που θα στηθούν την προσεχή Κυριακή οι πολίτες (ο καθένας προσωπικά, και όχι ως συλλογικό υποκείμενο) θα κληθούν να κάνουν δύσκολες επιλογές σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές στη σύντομη ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Οι επιλογές αυτές θα γίνουν υπό πρωτόγνωρα δυσχερείς συνθήκες, υπό το βλέμμα μιας παραζαλισμένης και νευρικής από την παρατεινόμενη κρίση Ευρώπης, σε ένα περιβάλλον επικίνδυνα εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας. Ο ανεδαφικός βολονταρισμός και ο ανώριμος συναισθηματισμός δεν πρόκειται να συμβάλλουν στην λήψη ορθών αποφάσεων. Απαιτείται περίσκεψη, ευθυκρισία και έλλογη αποφασιστικότητα. Θαρρώ, ότι στην παρούσα φάση το να βουλευθούμε (σκεφτούμε) είναι σημαντικότερο από το να βουληθούμε (επιθυμήσουμε).

Γιατί, ας μην γελιόμαστε, το «σύμπαν» δεν έχει καμία βούληση γενικώς, και πιθανότατα καμία διάθεση να ασχοληθεί μαζί μας, ούτε να κάνει την παραμικρή «αλχημεία» προς εκπλήρωση του «πεπρωμένου του …περιούσιου λαού μας». Το μέλλον μας πρέπει να το σχεδιάσουμε και να το πραγματώσουμε μόνοι μας.

Είναι δική μας ευθύνη. Αποκλειστικά.

***

σχόλιο:

Vagelis Palmos 20 Ιανουαρίου 2015 – 11:59 μ.μ.

Η σκοτεινή πολιτική έκφραση της βουλησιαρχίας υπήρξε το επινόημα του Ρουσσώ περί “γενικής θέλησης”! Αυτή η νοητική ακροβασία δικαιολόγησε το Μεγάλο Τρόμο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και τις αναπόφευκτες εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων σε κάθε μεταγενέστερη επαναστατική διαδικασία. Αλλά αυτή είναι η διανοητικοποιημένη περιγραφή του φαινομένου. Στην καθημερινότητα, πολύ φοβάμαι πως έχουμε απλά να κάνουμε με την επικυριαρχία των ορμεμφύτων [1] επί της έλλογης σκέψης: χαρακτηριστικό δηλαδή του όχλου και των δημαγωγών του…

 

[1] ορμέμφυτο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από το ουδ. του επίθετο ορμέμφυτος] η φυσική ιδιότητα που έχουν τα ζώα και σε μικρότερο βαθμό οι άνθρωποι να ενεργούν από φυσική αυτόματη παρόρμηση χωρίς σκέψη, το ένστικτο: “το ορμέμφυτο οδηγεί τα ζώα στην αναζήτηση της τροφής”.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *