Νικόλαος Πλαστήρας: Με το μάτι των Ελβετών

FtS90

Αξίζει να δείξουμε πώς στην αλλοδαπή είδαν και αποτίμησαν τη δράση του Έλληνα Πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα, οι Ελβετοί.

Το κείμενο που ακολουθεί συντάχθηκε στη Λοζάννη στις 2 Φεβρουαρίου 1945 από τον Γ. Βεντούρη και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Bund της Βέρνης, ημιεπίσημο όργανο της Ελβετικής Κυβερνήσεως της Βέρνης, 8 Φεβρουαρίου 1945. Η μετάφρασή του από τα Γερμανικά έγινε από τον κ. Γ. Αφεντούλη και είχε την καλοσύνη να μας το στείλει ο Περικλής Αστρακάς.

*
***
Εγράφησαν πολλά, ασύστατα και αβάσιμα περί του Πρωθυπουργού Πλαστήρα, του οποίου διάφορα όργανα του διεθνούς τύπου παρεμόρφωσαν ως προς τας αρχάς επί της εσωτερικής πολιτικής της Ελλάδος και τας κατευθύνσεις εις την περιοχή της εξωτερικής τοιαύτης.
Ο Πλαστήρας είναι Θεσσαλός της Πίνδου, υιός χωρικής οικογενείας, ανατραφείς εις αυστηρώς χριστιανικόν και πατριωτικόν περιβάλλον. Από φύσεως κλίνων εις το στρατιωτικόν στάδιον, κατετάχθη μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών του εις τον στρατόν και, κατόπιν τριετούς εκπαιδεύσεως εις Σχολήν ανάλογον προς την εν Γαλλία του Σαίν – Σύρ, έγινε διακεκριμένος αξιωματικός. Δεν είναι υπερβολή, αν λεχθή ότι οι δεκαετείς συνεχείς πόλεμοι μεταξύ 1912 – 1922 εις τους οποίους μετέσχεν η Ελλάς και εις τους οποίους έλαβε διαρκώς μέρος ο Πλαστήρας, τον ανέδειξαν μεγάλον στρατιώτην. Μαζί με τον Ναύαρχον Κουντουριώτην είναι ο αυθεντικότερος πολεμικός ήρως της νεωτέρας Ελλάδος, ως τοιούτος δε κυρίως θα εισέλθη εις την ιστορίαν της.
Δια να νοηθή η θέσις και ανάμιξις του Πλαστήρα, ενός αγνού και ανωτέρου στρατιωτικού τύπου, εις την πολιτικήν, πρέπει να σημειωθεί, ότι το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών έχει δημοκρατικήν παράδοσιν από την επομένην των αγώνων της ανεξαρτηρίας του 1821. Ένας Συνταγματάρχης, ο διάσημος Καλλέργης, οργάνωσε την πρώτην εξέγερσιν, το 1843, εναντίον της απολυταρχίας του ΄Οθωνος Βίττελσμπαχ και τον ηνάγκασε να δώση το πρώτον φιλελεύθερον Σύνταγμα εις την χώραν. ΄Ελληνες αξιωματικοί εξεδίωξαν, είκοσι έτη κατόπιν, τον ίδιον ΄Οθωνα και ίδρυσαν το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα της Ελλάδος. Η αξιομνημόνευτος «επανάστασις των λοχαγών του 1909» παρέσχε την ευκαιρία και την δύναμιν εις τον Βενιζέλον να οργανώση το νεώτερον εθνικόν και αστικόν ελληνικόν κράτος, ανατραπείσης της έως τότε κυβερνώσης ολιγαρχίας. Εις την επανάστασιν εκείνην ο Πλαστήρας έλαβεν ενεργόν μέρος ως απλούς μαθητής του Στρατιωτικού Σχολείου.
Μετά δεκαετείς αγώνας, ο Πλαστήρας είχε φθάση την κορυφήν μοναδικής στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Το 1922 είχε καταστή αληθές ίνδαλμα του στρατού και του λαού της πατρίδος του δια τα λαμπρά πολεμικά του κατορθώματα. Το όνομά του έλαμπεν από δόξαν και ελπίδα εις το βαθύ σκότος της Μικρασιατικής Συμφοράς. Τότε ακριβώς, την επαύριον της ήττης της στρατιάς του Κωνσταντίνου και της εκκενώσεως της Μικρασίας από τον ελληνικόν πληθυσμόν της, ο Πλαστήρας ετέθη επί κεφαλής της «Επαναστάσεως των Συνταγματαρχών» δια να σώση την Ελλάδα εκ της απειλουμένης εισβολής των Τούρκων, οίτινες, μετά την κατάληψιν της Ανατολικής Θράκης, ηπείλουν να εκταθούν μέχρι Θεσσαλονίκης. Ο Πλαστήρας, συγκεντρώσας εις χείρας του όλας τας εξουσίας, ηναγκάσθη να λάβη σκληρά μέτρα κατά των υπευθύνων της ήττης. Κατόπιν μακράς δίκης, τρεις πρώην Πρωθυπουργοί, δύο άλλοτε υπουργοί και ο τέως Αρχιστράτηγος ετουφεκίσθησαν. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξέπεσε του θρόνου του και μετά έν έτος ο διάδοχός του υπέστη την αυτήν τύχην.
Αλλ΄ εκ του δράματος εκείνου της καθάρσεως, ανέκυψεν ο στρατός του ΄Εβρου, έργον του Πλαστήρα, χάρις εις τον οποίον ο Βενιζέλος ηδυνήθη να συνάψη μετά της Τουρκίας την αυστηράν αλλ΄ έντιμον δια την Ελλάδα συνθήκην της Λωζάννης. Η δεκαπεντάμηνος με απόλυτον εξουσίαν διακυβέρνησις της χώρας υπό του Πλαστήρα και των στρατιωτικών κατά το πλείστον συνεργατών αυτού ενεπνέετο από δύο θεμελιώδεις αρχάς:
1) Την εγκαθίδρυσιν αβασιλεύτου κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
2) Τον μόνιμον προσανατολισμόν της εξωτερικής πολιτικής του Ελληνικού Κράτους προς τας δυτικάς Δυνάμεις Αγγλίαν και Γαλλίαν.
Μόλις εισήλθεν ο τόπος εις ομαλόν καθεστώς, ο Πλαστήρας χθεσινός παντοδύναμος κυβερνήτης, παρέδωκε την εξουσίαν εις τους λαϊκούς αντιπροσώπους και απεσύρθη της δημοσίας ζωής, διακόψας και αυτό ακόμη το στρατιωτικόν του στάδιον.
Ο υιός αυτός των πτωχών χωρικών της Θεσσαλίας έδιδε σπάνιον παράδειγμα υποταγής εις την λαϊκήν κυριαρχίαν και παρέσχε μοναδικήν απόδειξιν μεγάλου χαρακτήρος, ανωτέρου πάσης εφημέρου φιλοδοξίας.
Η μεταξύ του 1924 και έως την πρό ολίγου πρόσκλησίν του εις την αρχήν εικοσαετής ζωή του απερίττου αυτού στρατιώτου χαρακτηρίζεται από την προσήλωσίν του εις την ελευθερίαν του ελληνικού λαού και την ακοίμητον φροντίδα δια την ανεξαρτησίαν της πατρίδος του. Όλοι οι μύθοι περί των δικτατορικών του δήθεν προθέσεων οφείλονται εις την παραμόρφωσιν του διακαούς πόθου του ανδρός, όπως η Ελλάς παραμένη ελευθέρα εσωτερικώς και εξωτερικώς. Δια τούτο εξηγέρθη επανειλημμένως κατά του δημοκρατικού δικτάτορος Παγκάλου, δια τούτο επενέβη το 1927 εναντίον πρώην συναδέλφων, οι οποίοι ήθελαν να ανατρέψουν την τότε δημοκρατικήν κυβέρνησιν, δια τον ίδιον λόγον έλαβε τα όπλα τον Μάρτιο του 1933, ότε ο απειλούμενος σχηματισμός κυβερνήσεως μοναρχικών εν συνεργασία με τον δικτάτορα Κονδύλην ωδήγει εις κατάλυσιν της Δημοκρατίας, δια την ιδίαν πάντοτε αιτίαν εβοήθησε τον Βενιζέλον, το 1935, να επιχειρήση την διάσωσιν του πολιτεύματος εκ της επερχομένης παλινορθώσεως. Η τελευταία εκείνη απόπειρα του εστοίχησε ενδεκαετή υπερορίαν, την οποίαν διήλθε μονάζων και εν στερήσει εις την νότιον Γαλλίαν.
Κατά την διάρκειαν του σημερινού παγκοσμίου πολέμου, ο Πλαστήρας, όστις είναι αξιωματικός της Λεγεώνος της Τιμής και φέρει τον γαλλικόν πολεμικόν σταυρόν δια την ηρωϊκήν του δράσιν παρά το πλευρόν των αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων της Ανατολής εις τας μάχας του 1917 – 1918, δεν έκρυψε τα αισθήματά του. Τον Σεπτέμβριον του 1939 εκάλεσε του εν Γαλλία ΄Ελληνας να προσέλθωσιν εθελονταί εις τον στρατόν της Δημοκρατίας και να υπηρετήσουν εις τας σημαίας της, διότι τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας εθεώρησε πάντοτε ως αποστολήν κάθε ΄Ελληνος πολίτου. Βραδύτερον όταν οι Γερμανοί του υπέδειξαν δι΄ υπαινιγμών ότι θα έπρεπε να επέμβη προς συμβιβαστικήν κατάπαυσιν του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο Πλαστήρας απήντησεν ότι δεν ήρχισεν η πατρίς του τον πόλεμον και ότι οπωσδήποτε θα έμενε πιστή εις την συμμαχίαν της με την Αγγλίαν, προς την οποίαν την ήνωνεν ακατάλυτος δεσμός τιμής.
Επανειλημμένως έπειτα ο Πλαστήρας θα έφευγεν εις Ισπανίαν ή Πορτογαλλίαν, οπόθεν εσκόπει να διαπεραιωθή εις Αίγυπτον, αν η γαλλική αστυνομία και οι εμπνέοντες αυτήν Γερμανοί δεν εματαίωναν τας προσπαθείας του δι΄ αυστηροτάτης επιτηρήσεως, ήτις ολίγον απείχε της αναγκαστικής διαμονής.
Σήμερον, μόνον οι αγνοούντες το παρελθόν και τον χαρακτήρα του ΄Ελληνος Πρωθυπουργού ή οι κακόπιστοι δύνανται να διαστρεβλώνουν τας διαθέσεις και το πρόγραμμά του.
Ο Πλαστήρας παραμένει μια επιφανής φυσιογνωμία αγωνιστού της ελευθερίας, του δημοκρατικού ιδεώδους, της εθνικής ανεξαρτησίας. Τα έτη, η πείρα και η αυστηρά στρατιωτική του ανατροφή συμπληρώνουν το πολιτικόν του «πιστεύω» με την βαθυτάτην συναίσθησιν ότι πραγματική ελευθερία είναι αδύνατον να υπάρξη άνευ πειθαρχίας και τάξεως. Διά την επιβολήν των αρχών τούτων θα πολεμήση με τον ίδιον φλογερόν πατριωτισμόν και με το αυτό αδάμαστον σθένος, το οποίον επέδειξεν εις τα πεδία τόσων και τόσων μαχών μεταξύ του Ολύμπου και των οροπεδίων της Μικράς Ασίας. Η επιτυχία των προσπαθειών του σημαίνει σωτηρίαν της Ελλάδος.–

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *