FtS87
1.- Εις την ευρυτέραν περιοχήν του Αγίου Ευσταθίου, του χωρίου Σκαμνού της επαρχίας Φθιώτιδος του Νομού Φθιώτιδος και δη εις την νοτιοδυτικήν πλευράν αυτού, και ανατολικώς της διερχομένης σιδηροδρομικής γραμμής, υπάρχει έκτασις, αποκαλούμενη «Βούλγαρη» (η). Δια της περιοχής διήρχετο ατραπός (μονοπάτι), αρχομένη από της συμβολής των δύο ρευμάτων: και δη του ρεύματος, Γρανισιώτη – Γαλαρίας, και του Ρεύματος Πιζαντέ, και καταλήγουσα, κατά την ανατολικήν κατεύθυνσιν εις το χωρίον Προκοβενίκου (Σκαμνός), και κατά την δυτικήν κατεύθυνσιν, εις το χωρίον Γαρδικάκι (Οίτην). Εις την ως άνω συμβολήν κατέληγεν είς κλάδος της ατραπού εξ Ηρακλείας, περί της οποίας θα εκτεθώσι λεπτομερέστερον εις αυτοτελή μελέτην. Εις την βορειανατολικήν πλευράν της ως άνω θέσεως υπάρχει άλλη αγροτική θέσις αποκαλούμενη «Βαμβακιά» ή «Μπαμπακιά».
[πάνω από το σπίτι της οικογένειας Κιτσάκη, στο λοφίσκο, έχουμε θέα προς τον Άγιο Ευστάθιο. Ανατολικά, προς εμάς, βρίσκεται η Βαμβακιά και στην πίσω πλευρά, νοτιοδυτιοκά του Αγίου Εσταθίου, βρίσκεται η υπό συζήτηση τοποθεσία Βούλγαρη]
2.- Εις την ως άνω περιοχήν, κατά το παρελθόν, βάσει της προφορικής παραδόσεως των κατοίκων του χωρίου Προκοβενίκου (Σκαμνού), οι κάτοικοι είχον εγκατασταθή, επειδή, κατά την διάρκειαν του χειμώνος υπέφερον πολύ εις την θέσιν «Κριθαριά» και πολλοί απέθνησκον από τα κρύα και την πνευμονίαν. Μάλιστα το χωρίον εις θέσιν «Κριθαριά – ΄Αγιος Αθανάσιος» είχεν ογδοήκοντα χανέδες (σπίτια), κατά προφορικήν παράδοσιν (Πηγή: Χρήστος Αποστολόπουλος του Αποστόλου, Δημήτριος Γκόλφης του Γεωργίου – ιερεύς κ.λπ.).
3.- Κατά την διαμονήν των εις περιοχήν Βαμβακιά – Βούλγαρη διέμενον εις καλύβας και υδροδοτούντο, τόσον από την πηγήν της «Πλατσιάνης», όσον και από την μικράν πηγήν, που υπήρχεν εις την Βούλγαρην. Πότε εγένετο αυτό, μας είναι άγνωστον, πάντως πολύ προ του 1750 μ.Χ.
Κατά την διάρκειαν του 1947 δια των δύο ως άνω περιοχών διήλθεν ο κατασκευασθείς δρόμος προς την γέφυραν της Παπαδιάς. Η περιοχή της Βούλγαρης, κατά το μεγαλύτερον μέρος, κατεστράφη εκ του διανοιγέντος δρόμου και των στροφών.
4.- Μετά την παράθεσιν των ανωτέρω στοιχείων τίθεται το ερώτημα, πόθεν παράγεται η λέξις Βούλγαρη και τι σημαίνει;
α) Εκ πρώτης όψεως, οιοσδήποτε τρίτος, μη γνωρίζων, την περιοχήν, θα προτείνη, ότι το τοπωνύμιον ανήκει εις την κατηγορίαν των κυριωνύμων, δηλαδή κάποιος κάτοικος, καταγόμενος εκ της σημερινής Βουλγαρίας, δηλαδή Βούλγαρος, εγκατεστάθη εις την περιοχήν και ήτο ο ιδιοκτήτης της περιοχής.
Κατά τον Μανόλην Τριανταφυλλίδην το επώνυμον Βούλγαρος, Βούλγαρης είναι εθνικόν, το οποίον εσήμαινεν, όχι μόνον τον εκ Βουλγαρίας καταγόμενον, αλλά εσήμαινεν άλλοτε κάθε σλαβόφωνον. (Τα οικογενειακά μας ονόματα. Θεσσαλονίκη 1982, σελίδες 30, υποσημείωσις 64, 37, 119 και 144, Κωνσταντίνος Ευ. Οικονόμου: Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου. Ιωάννινα 1991, σελίς 92). Μεταφορικώς η λέξις βούλγαρος σημαίνει άνθρωπος βάρβαρος, αγροίκος, απολίτιστος (Ακαδημία Αθηνών: Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής, της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, εις τη λέξιν – λήμμα: Βούργαρος).
Όμως οι κάτοικοι του χωρίου Σκαμνού (Προκοβενίκου), οσάκις ανεφέροντο εις την περιοχήν δεν εχρησιμοποίουν την φράσιν «Στου Βούλγαρη», όπως εις άλλας περιπτώσεις, (Στου Σπανού το Μαντρί, στου Ρώνη, κ.λπ.), αλλά στη Βούλγαρη ή Βούργαρη». Βέβαια εις την ευρυτέραν περιοχήν του χωρίου Σκαμνού, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια – κυριώνυμα και μάλιστα από της Βυζαντινής Εποχής. Όμως δεν πρόκειται περί αυτού.
β) Το τοπωνύμιον προφέρεται ως «Βούλγαρη» (η), αλλά και «Βούργαρη» (η).
Βούργαρη και Βούλγαρη παράγεται και ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Burgus, Βούργος (ο) και Μπούργος (ο) ή «Βούργον» (το) = προάστιον ή άθροισμα οικιών, μη περικλειομένων υπό τείχους και ο κάτοικος του προαστίου , κατά τον Du Cange, Βούλγαρος, «Βουργάριος», Βούλγαρης και Βουργάρης > λατινιστί: burgarius = καστροφύλακας. (Κ. Μηνά: Η μορφολογία της Μεγεθύνσεως στην Ελληνική γλώσσα. Ιωάννινα 1978, σελίδες 187 – 188, Α. Κεραμόπουλος: Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες. Αθήναι 1945 σελίς 20 και επόμ., Ν. Π. Ανδριώτη: Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Τρίτη ΄Εκδοσις. Θεσσαλονίκη 1987, σελίς 57. Λ. Ζώη: Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, Τόμος 1 – 2, Αθήνα 1963, ιδία, τόμος 1, σελίς 103. Τίτος Π. Γιοχάλας: Ελληνικά Επώνυμα, ονόματα και τοπωνύμια των αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Αθήνα 1993, σελίς 22, Εμμανουήλ Κριαρά: Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100 – 1669, τόμος Α΄, Α – Κ Θεσσαλονίκη 2001, σελίς 258, στήλη α).
5.- Εκ των μεσαιωνικών λέξεων: Burgus, Βούργος, (ο), Μπούργος (ο), Βούργον (το), παράγονται και ετυμολογούνται: Βούργαρης (ο) – κάτοικος πόλης, βούλγαρος και βούργαρος, Βουργέζιος, Βουργέσιος, Βουργηζαίος, Βουργησαίος, Βούργιος, Μπουργέσιος, Μπουργέζιος κ.λπ. (Κριαράς : αυτόθι, σελίς 258, και, τόμος Β΄, Λ – Π, Θεσσαλονίκη 2003, σελίς 200).
6.- Ομοίως παράγονται και ετυμολογούνται τα κάτωθι τοπωνύμια:
i) Βουλγάρω (η): χωρίον της Επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων της Νήσου Κρήτης, αποτελουμένη εκ δύο οικισμών Άνω Βουλγάρω και Κάτω Βουλγάρω. Απαντάται και ως Άνω Βούργαρο και Κάτω Βούργαρο, ως και Άνω Βουργάρο και Κάτω Βουργάρο (Vasmer σελίς 174).
ii) Βουργαρέλι (το): χωρίον του νομού ΄Αρτας Ηπείρου. Το τοπωνύμιον απαντάται και υπό τας εξής μορφάς και τύπους: Βουλγαρέλι (το), Βουργαρέλιον (το), Βουργαρέλι των Τσουμέρκων (Max Vasmer: Die Slaven in Griechenland. Berlin 1941, σελίς 56).
iii) Βουλγάρα (η): Μία κορυφή όρους ύψους 1664 μέτρων, ουχί μακράν του Σμοκόβου (M. Vasmer, op. cit. , σελίς 87: Alfred Philipson: Thessalien und Epirus. Reisen und Forschungen im nördlichen Griechenland. Berlin 1987, σελίς 98).
iv) Βούλγαρα (τα): Βουνόν εις την περιοχήν της Αιτωλίας (Vasmer, σελίς 68).
v) Λίμνη του Βούλγαρη: Λίμνη εις την περιοχήν της Ακαρνανίας (Vasmer, op. cit., σελίς 68).
vi) Βουλγαρινή (η): τοπωνύμιον της περιοχής Κασθαναία (Vasmer, op. cit., σελίς 99).
Η Κασθαναία ήτο αρχαία πόλις της Θεσσαλίας, κειμένη εις την ανα-τολικήν πλευράν του Πηλίου, παραθαλασσίως, εις την επαρχίαν Μαγνησίας. (Ηρόδοτος, βιβλίον 7, παρ. 188, Στράβων 9.5.22, ή C 443), ελέγετο δε και Κασταναία, κατά τον Στέφανον Βυζάντιον. (Εκ των Εθνικών Στεφάνου, κατ΄ επιτομήν. ΄Εκδοσις Avgusti Meinekii, Berlin 1849, σελίς 366).
Τα ερείπια της Κασθαναίας σώζονται μεταξύ της Μιντζέλας και του Βεννέτου, και δη πλησίον του σημερινού χωρίου Κεραμίδι του νομού Μαγνησίας, και εις πολλά μέρη της πετρώδους παραλίας της περιοχής σώζονται ερείπια παλαιών πύργων και ίχνη φρουρίων και πόλεων. (Ν. Ι. Μάγνητος: Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας. Αθήναι 1860, σελίδες 37 και 91, Friedrich Stählin: Das Hellenische Thessalien. Stuttgart 1924. Ελληνική Μετάφρασις: Γιώργος Παπασωτηρίου και Αναστασία Θανοπούλου. Θεσσαλονίκη 2002, σελίδες 108, 116 – 118, 142 και 379).
vii) Βουλγάρο: τοπωνύμιον εις την νήσον Θάσου (Vasmer, op. cit., σελίς 229).
viii) Βουλγάρ – κιοϊ: χωρίον της περιοχής Διδυμοτείχου, σημερινόν Ελληνοχώριον (Vasmer, op. cit., σελίς 231).
ix) Βούργαρης (Vurgaris) ο : ένας ποταμός του ξηροπόταμου (Ξηριά) εις την Περραιβίαν, ο άλλος είναι ο Σαραντάπορος [Stählin. Thesalien (Θεσσαλία), σελίς 67, Ελληνική Μετάφρασις, σελίς 67]. Και
x) Βούλγαρη (η): περιοχή της αγροτικής περιοχής Σκαμνού.
Ο Max Vasmer όλα τα τοπωνύμια τα θεωρεί ως σλαβικά και τα σχετίζει με το εθνικόν Βούλγαρος. Όμως η άποψίς του δεν δύναται να γίνη αποδεκτή, πλην δύο – τριών των άνω περιπτώσεων (vii και viii).
Τέλος ενταύθα δέον να σημειωθή και συμπληρωθή, ότι βουργάρης ή βοργάρης (ο) και βουργάρα ή Βοργάρα (η) = είδος πτηνού συγγενούς με τον μελισσουργόν ή μελισσοφαγον, μέροψ. (Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν και Εποπτικόν Λεξικόν, Μορφωτικής Εταιρείας. Επιμέλεια: Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αθήναι α. χ. σελίς 1045, στήλη α΄ , εν τέλει).
7.- Εις την ευρυτέραν περιοχήν του Σκαμνού (Προκοβενίκου), διαπιστώνεται η ύπαρξις τοπωνυμίων λατινογενούς προελεύσεως, ως: Μαρτίνη, Βούλγαρη, παρωνυμίων: Βάρκας κ.λπ.
8.- Είναι γνωστόν, ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ο Α΄ [(Flavius Sabbatius Justinianus) 527 – 565], κατά την κατασκευήν των αμυντικών έργων της Ηρακλείας και των Θερμοπυλών, εις την ευρυτέραν περιοχήν, ως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος ο Καισαρεύς, (500 – 560), εις το έργον του Περί Κτισμάτων [De aedificiis (Λόγος Δ΄, Β, 14)], ότι: «… 14. και μην και σιτώνας εν ασφαλεί και υδάτων έλυτρα πανταχόθι πεποίηται, στρατιώτας τε φρουρούς ες δισχιλίους μάλιστα τήδε ιδρύσατο. ό ουδέ τις των πρώην βασιλέων πώποτε εκ του παντός χρόνου πεποίηκεν …». Μετάφρασις Σοφίας Κοκκίνου – Μαντά και Απόστολου Τζαφερόπουλου: «… 14. Έχει κατασκευάσει μάλιστα και ασφαλείς αποθήκες σίτου και δεξαμενές νερού σε όλα τα σημεία και έχει μάλιστα εγκαταστήσει και στρατιωτικές φρουρές από δύο χιλιάδες άνδρες περίπου, πράγμα που κανείς από τους προηγουμένους βασιλείς δεν έχει κάμει ως τώρα …». (Προκοπίου: Περί Κτισμάτων. Εκδόσεις Γεωργιάδη. Αθήνα 1996, σελίς 248 – 249).
Τα αμυντικά έργα εξετείνοντο εις το τόξον από «Το Δέμας» των Δύο Βουνών, της περιοχής μας, (Οίτης – Σκαμνού – Ελευθεροχωρίου), της περιοχής της Νευροπόλεως, – τότε καλουμένης Μυροπώλης -, και εκείθεν μέχρι των Θερμοπυλών.
9.- Φαίνεται, ότι από της ανωτέρω εποχής εις την περιοχήν εγκατεστάθησαν οροφύλακες – φρουροί, και εδημιουργήθη και το τοπωνύμιον Βούργαρη και Βούλγαρη. Οι κάτοικοι προέβησαν και εις την ανοικοδόμησιν του Ναού του Αγίου Ευσταθίου και ταυτοχρόνως ησχολούντο και με την κτηνοτροφίαν – γεωργίαν. Η περιοχή του λόφου Αγίου Ευσταθίου απετέλεσε μέχρι των ημερών μας στρατιωτικόν χώρον και στόχον και οι επ΄ αυτού φρουροί ήλεγχον όλας τας διόδους. Δια της περιοχής Σκαμνού διήρχετο η εξ Ηρακλείας Ατραπός, η οποία κατέληγεν εις το Πουρναράκι και ήτο εν χρήσει μέχρι των ημερών μας και δη μέχρι του έτους 1950 – 1960.
Φαίνεται, ότι το τοπωνύμιον «Βούλγαρη» διεμορφώθη κατά την διάρκειαν της βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μάλιστα κατά την περίοδον από του 529 μ.Χ – 1100 μ.Χ.
10.- Η περιοχή του λόφου «΄Αγιος Ευστάθιος» φαίνεται, ότι απετέλει στρατιωικόν χώρον (στρατόπεδον – κάστρον) και έξωθι τούτου προς την νοτίαν πλευράν εδημιουργήθη οικισμός εκ καλύβων, δηλαδή, έν βούργον (λατινιστί: Burgus) = μία κατοικημένη και ατείχιστος περιοχή γύρω από κάστρον. Εκ της περιοχής Βούργαρη – Βαμβακιά ή Μπαμπακιά, μετά την σημειωθείσαν κατολίσθησιν εις θέσιν Μπλατσιάνη ή Πλατσιάνη, – άγνωστον πότε -, οι κάτοικοι εξηναγκάσθησαν να μεταφέρουν τας καλύβας των εις την περιοχήν του Κάτω Χωρίου, πάντως πολύ προ του 1750 μ.Χ.
11.- Αι παλαιότεραι οικίαι ήσαν: i) Η οικία Τριαντάφυλλου Ζαλαώρα, ii) η οικία Αθανασίου Τζιβάρα, iii) η οικία Αθανασίου Αστρακά, iv) η οικία Αθανασίου Σκαρή, v) η οικία του Δημητρίου Ντάου, vi) η οικία του πατρός του Αθανασίου Πλαστήρα (πιθανώς Νικολάου Πλαστήρα) και vii) η οικία Λαδά, δηλαδή επτά (7) οικογενειών, συμφώνως προς την παράδοσιν. [Η οικογένεια Λαδά μετά την επανάστασιν του 1821 μετώκησεν εις Σάλωνα (΄Αμφισσαν). Την ύπαρξίν της μνημονεύει το τοπωνύμιον «Λαδάδες» εις την περιοχήν των παλαιών αμπελώνων του χωρίου].
Η ανοικοδόμησις των ως άνω οικιών τοποθετείται προ του 1800 μ.Χ. και περίπου το 1750 μ.Χ.
12.- Εις πολύ παλαιοτέρους χρόνους υπήρχον και άλλαι οικογένεια, ως προκύπτει εκ της μελέτης των τοπωνυμίων, ως η οικογένεια Βλαχάκη (στου Βλαχάκη τα μαντριά), Σπανός (στου Σπανού το Μαντρί), στου Ρώνη (Αρώνη < Ααρών), Φάκας (στου Φάκα την φτελιά), Γραμματίκας (Στα Γραμματικέϊκα), Γαβράς (στου Γαβρά το ζηρέλι), Κοτρωνιάς (στου Κοτρωνιά το χωράφι), Μοσχολής (στου Μοσχολή τη λάκκα), Μερίσης (Μερίση το χωράφι), Μαρτίνη, Γρανισιώτη, κ.λπ.
Πλην των διασωθέντων τοπωνυμιών, ουδεμία άλλη πληροφορία, είτε γραπτή, είτε προφορική διεσώθη, περί των άνω οικογενειών.
13.- Περαιτέρω διδάσκεται, ότι «τα τοπωνύμια είναι η επί του εδάφους γεγλυμμένη ιστορία» και εκ της ορθής και επιστημονικής ερμηνείας και αναλύσεως αυτών αποδεικνύεται, ότι πρόκειται περί γεωργικών δραστηριοτήτων και ποιμενικών εγκαταστάσεων και συνακολούθως ότι οι κάτοικοι του χωρίου, ζώντες εις καλύβας, προ του 1750, ησχολούντο κυρίως με την κτηνοτροφίαν και γεωργίαν. Πάντως εις την ευρυτέραν περιοχήν Σκαμνού δεν διαπιστώνεται η ύπαρξις σλαβικών τοπωνυμιών και εκ του λόγου τούτου συμπεραίνεται, ότι δεν είχον εγκατασταθή σλάβοι ποιμένες και γεωργοί.
Αθήνα, 20 Ιουλίου 2006 / Περικλής Αστρακάς