Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στα χωριά μας III

FtS83

Υπό Πάνου Φούντα

Ενότητα 3η:
Εισαγωγικό σχόλιο σύνταξης: Στην ενότητα αυτή ο Πάνος Φούντας, ο Μπραλιώτης Ελασίτης αγωνιστής, δίνει το ευρύτερο περίγραμμα εισβολής των Γερμανών με τις δραματικές εξελίξεις και τις πολτικοστρατιωτικές διεργασίες συνθηκολόγησης από τις οποίες δεν έλειπε και ο θρησκευτικός παράγων, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, μέχρι που οι εισβολείς φθάνουν στη Λαμία

6 Απριλίου 1941. Η επίθεση των Γερμανών απ’ τα βουλγαρικά σύνορα… Δυτικά απ’ την Γιουγκοσλαβία και διάλυση του μετώπου…
Εισβολή των Γερμανών ανθρωποφάγων. Ο Γερμανός στρατάρχης Φον Λιστ, διοικητής της στρατιάς των Βαλκανικών Χωρών, πήρε από τον Χίτλερ μια διαβεβαίωση και μια διαταγή: Πηγαίνετε στην Ελλάδα και θα βρείτε καθάρματα να συνεργαστούνε μαζί σας και η άλλη, όποιον σας αντισταθεί συντρίψτε τον…
Γίνανε και τα δύο.

6 ο Απρίλης του 1941. Έξι η ώρα πρωί και ο Λιστ, απ’ τα βουλγαρικά σύνορα, ανατολικό μέτωπο κάνει την επίθεσή του. Οι Έλληνες αμύνονται, αλλά πέφτουν νεκροί και πληγωμένοι απ’ την υπεροπλία των εχθρών… Ο λοχίας Ιτζός, που διοικούσε έναν τομέα στα οχυρά του Ρούπελ, αφού δεν του έμεινε ούτε μια σφαίρα στις παλάσκες του και αφού είχε σκοτώσει περισσότερους ή γύρω στους διακόσιους Γερμανούς, συλλαμβάνεται και εκτελείται εν ψυχρώ… Η δύναμη των Γερμανών σαρωτικός χείμαρρος, ογκώδης, άγριος και φονικός. Γι’ αυτό, τμήματα απ’ την άλλη πλευρά της Θράκης κοντά στους 2.200 άντρες περνάνε τα σύνορα της Τουρκίας και εκεί αφοπλίζονται. Τα πράγματα σφίγγουν, η Γιουγκοσλαβία διαλύεται και ο ελληνικός στρατός κόβεται στα δύο, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Ο Παπάγος, στρατάρχης να σου πετύχει, με τον Κ. Μπακόπουλο, στρατηγός τούτος, ψάχνουν να βρουν προσχήματα, φόρμουλες και μεθόδους, για να παραδώσουν το στρατό. Είναι να τους κλαις, όταν το χωριό φλεγότανε, τούτοι ζητούσανε απ’ τους Γερμανούς τα αυτοκίνητά τους και βενζίνα για την κυκλοφορία τους… “Τα καθάρματα”, που είπε ο πατερούλης Χίτλερ, ο Λιστ τα βρήκε στο δρόμο του…

germaniki-katochi5

Ο Σπύρος Λιναρδάτος μας λέει στο βιβλίο του “Ο πόλεμος του 1940-41 και η μάχη της Κρήτης”, στη σελίδα 114, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ι. Κολλιόπουλος: “Το 1940 ο Έλλην αρχιστράτηγος ήτανε πρόθυμος να εγκαταλείψει στους Ιταλούς ελληνικά εδάφη, ώστε να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χρόνος για τη συμπλήρωση της επιστρατεύσεως και την προώθηση του κύριου όγκου του στρατού στο μέτωπο το 1941. Όμως ήταν ανένδοτος στην ιδέα να εγκαταλειφθούν ελληνικά εδάφη, ενώ υπήρχαν σοβαρότατοι στρατηγικοί λόγοι, με αποτέλεσμα να αγωνιστεί ο ελληνικός στρατός επί τριών μετώπων. Στην κρίσιμη αυτή καμπή του πολέμου, ο Παπάγος έτεινε προς τη λύση της έντιμης πτώσεως “για την τιμή των όπλων”.

germaniki-katochi4

Συνεπώς, κύριε στρατάρχα “άρμεξε λαγούς και κούρεψε χελώνες”. Και συνεχίζει ο Σπύρος Λιναρδάτος, τα έργα και τις μέρες την εποχή εκείνη, στις σελίδες 124-125:
“…Οι βρετανικές δυνάμεις είχαν καταλάβει τη γραμμή Καϊμακτσαλάν-Βερμίου-Αλιάκμονα. Η 19η μηχανοκίνητη ελληνική μεραρχία -που οι Άγγλοι ιστορικοί την χαρακτήρισαν κωμικοτραγική- δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσει ούτε ένα τάγμα γερμανικών αρμάτων. Γι’ αυτό και διαλύθηκε μόλις ήλθε σε επαφή με τμήματα της 2ης θωρακισμένες μεραρχίας του Λιστ. Έτσι η Θεσσαλονίκη έμενε ακάλυπτη και οι γερμανικές δυνάμεις, τη νύχτα της 8ης Απριλίου, προελαύνουν ακάθεκτες και ουσιαστικά ανενόχλητες για να την καταλάβουν. Και η προοπτική της αιχμαλωσίας όλων των δυνάμεων του ΤΣΑΜ, που ακόμα μάχονται και αντιμετωπίζουν τον εχθρό, διαγράφεται άμεσα. Είναι η φυσική συνέπεια της επιμονής του Παπάγου να διατηρήσει τη γραμμή Μπέλες-Νέστος.
Ο διοικητής του ΤΣΑΜ αντιστράτηγος Κ. Μπακόπουλος εξετάζει το ενδεχόμενο να συμπτυχθούν οι δυνάμεις προς τα λιμάνια της Α. Μακεδονίας και της Χαλκιδικής. Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, με την προοπτική να εκκενωθεί η Αν. Μακεδονία και η Θράκη έχει καταρτίσει το σχέδιο θαλασσίων μεταφορών Θ, που προβλέπει να διαθέσει σ’ όλο το μήκος, από την Αλεξανδρούπολη ως τη Θεσσαλονίκη εμπορικά σκάφη, φορτηγά και οπλιταγωγά. Τα πλοία αυτά θα μπορούσαν να μεταφέρουν 20.000 άντρες. Επίσης διέθετε 87 πετρελαιοκίνητα μικρά σκάφη για τη μεταφορά άλλων 6.000 ανδρών.

 

[Οι Panzerdivisionen του Χίτλερ χύνονται σαν χείμαρρος στην Ελλάδα. Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει (Πηγή: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος 1941-1974, Σόλωνος Ν. Γρηγοριάδη, Εκδόσεις Καπόπουλος 1975)]

germanikieisboli6
Στις 4:30 το απόγευμα της 8ης Απριλίου, ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον αρχιστράτηγο Παπάγο και του εκθέτει την κατάσταση. Αλλά το Γενικό Στρατηγείο, από το μεσημέρι, έχει εκδώσει διαταγή προς το ΤΣΑΜ να …συνθηκολογήσει. Λίγα λεπτά μετά τη συνομιλία του με τον Παπάγο, ο Μπακόπουλος παίρνει τηλεφωνική διαταγή από το Γενικό Στρατηγείο, που τον εξουσιοδοτεί να συνθηκολογήσει, εφ’ όσον εξάντλησε τις δυνατότητες να συνεχιστεί η αντίσταση. Επειδή η διαταγή αυτή αφήνει να εννοηθεί, ότι η συνθηκολόγηση μπορεί και να γίνει τμηματικά από κάθε μονάδα όταν θα φτάσει στο έσχατο όριο στην αντίστασή της, ο Μπακόπουλος ζητά αμέσως από το Γενικό Στρατηγείο και παίρνει την έγκριση “όπως διαπραγματευθή ούτος εν καταλλήλω στιγμή την συνολικήν συνθηκολόγησιν δι’ ολόκληρον το ΤΣΑΜ ίνα αποφευχθή ούτω η σύγχυσις και η διάλυσις των μονάδων αυτού”.
Και αμέσως, μόλις παίρνει την έγκριση, ο αντιστράτηγος Κ. Μπακόπουλος συντάσσει επιστολή και τη δίνει στον αντισυνταγματάρχη Αλ. Πετίνη, “γνωρίζοντα την Γερμανικήν” για να τη μεταφέρει το γρηγορότερο δυνατό στο Στρατηγείο της γερμανικής μονάδας που προχωρεί προς τη Θεσσαλονίκη. (Όπως είδαμε, ο “συνταγματάρχης Πετίνης” αναφέρεται στο υπ’ αριθμ. 155 έγγραφο των γερμανικών αρχείων, με ημερομηνία 12 Μαρτίου, ότι είχε από τότε υποβάλει προτάσεις του διοικητή του στο γερμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης, για συνεννόηση με τη Γερμανία και εκδίωξη των Άγγλων από την Ελλάδα).

 

[Γερμανικά μηχανοκίνητα και στρατιώτες στην Κεντρική Ελλάδα. Φωτογραφία από το Λυκόφως των ελπίδων, Νίκου Μακρυγιάννη]

germanikieisboli9

Ο Μπακόπουλος, στην επιστολή του “προς τον διοικητήν των γερμανικών στρατευμάτων των δρώντων εις κοιλάδα Αξιού” ζητά κατάπαυση των εχθροπραξιών στην περιοχή του ΤΣΑΜ. Και συνεχίζει:
“Θέλομεν να πιστεύωμεν ότι η Υμετέρα Εξοχότης, λαμβάνουσα υπ’ όψει ότι τα υπό την Διοίκησίν μου Ελληνικά στρατεύματα δεν ενικήθησαν μέχρι της στιγμής και ότι αι συνθήκαι αι δημιουργηθείσαι εκ λόγων ασχέτων προς την μαχητικήν αξίαν τούτων είναι τοιαύται ώστε να καθιστώσι τον περαιτέρω αγώνα υπό των Ελληνικών Στρατευμάτων εντελώς αδύνατον και άσκοπον, θα ευαρεστηθή να δεχθή την παράδοσιν ημών, υπό τον όρον όπως διατηρήσωμεν τα όπλα μας τα τόσον τιμηθέντα κατά τον διεξαχθέντα αγώνα, ως εις παρομοίας περιπτώσεις πράττουν οι γενναίοι και ιπποτικοί αντίπαλοί μας, ως είναι ο Γερμανικός Στρατός…”.
Γιατί όμως ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος και ο Αρχιστράτηγος Παπάγος προτίμησαν την παράδοση και δεν επιχείρησαν να σώσουν ένα τουλάχιστον μέρος από τις δυνάμεις του ΤΣΑΜ -60.000 περίπου άνδρες- με τη μεταφορά από τα λιμάνια στο εσωτερικό της Ελλάδας, ακόμα και με μια προσπάθεια να ανοίξουν μερικά τμήματα, μαχόμενα σε ανάγκη, δρόμο προς την Κεντρική Μακεδονία;

[Βρετανικά φορτηγά καταστρέφονται για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών που επελαύνουν]

germanikieisboli10
Ο πλοίαρχος Ν.Δ. Πετρόπουλος γράφει ότι: “…σύμφωνα με το “Σχέδιο Θ”, είχαν ήδη διατεθή τα πλωτά μέσα για τις ακτές της Θράκης και της Μακεδονίας, από όπου θα παρελάμβαναν και θα έσωζαν το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών μας, αντί να τους εγκαταλείψουν στο έλεος των Γερμανών”.
Τόσο όμως από τις ενέργειες, όσο και από τα κείμενα των διαταγών της Ανωτάτης Στρατιωτικής Ηγεσίας της εποχής εκείνης μπορεί να βγουν ορισμένα συμπεράσματα για τον τρόπο που σκεφτόταν. Πρώτα απ’ όλα την κατείχε δέος μπροστά στη δύναμη του Γερμανικού Στρατού. Δεύτερο, πίστευαν, ότι μια που ήταν αναπόφευκτο να κατακτηθεί η Ελλάδα από τους Γερμανούς, το βασικό ήταν να διατηρηθεί η νίκη απέναντι στους Ιταλούς, ώστε να έχει η χώρα τίτλους μετά την ενδεχόμενη τελική επικράτηση των Συμμάχων. Τρίτο, είχαν αυταπάτες για τον “ιπποτισμό” των Γερμανών. Τέταρτο, τους ενδιέφερε να διατηρηθεί η “τάξη” κατά την κατάρρευση, να υπάρξει η συνέχεια του “ελληνικού κράτους” και ιδιαίτερα να τιμηθούν οι ανώτεροι αξιωματικοί από τον κατακτητή. Ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος, όπως θα δούμε, κατά τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση, θα επιμείνει “να παραμείνωσιν εις τας θέσεις των αι ελληνικαί πολιτικαί αρχαί”, να διατηρήσει η Χωροφυλακή τον οπλισμό της, να εξασφαλιστεί η μεταφορά των ελληνικών στρατιωτικών αρχών, που θα παραδίνονταν στους Γερμανούς, και η “…διατήρησις υπό των Ελληνικών Στρατηγών των αυτοκινήτων αυτών (βενζίνη, ελευθέρα κυκλοφορία κ.τ.λ.)”.
Το πνεύμα δηλαδή, τουλάχιστον μεγάλης μερίδας της Ανωτάτης Στρατιωτικής Ηγεσίας, όπως θα φανεί και μετά τη συνθηκολόγηση του Τμήματος της Στρατιάς Ηπείρου, ήταν πως θα βολεύονταν τα πράγματα, ιδιαίτερα για τους στρατιωτικούς, και στις συνθήκες της Κατοχής. Όσο για να συνεχιστεί η Αντίσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας ως τη συμμαχική νίκη, αυτό ήταν κάτι αδιανόητο για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανώτατων στρατιωτικών, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
“To καθεστώς της 4ης Αυγούστου -γράφει ο Π. Κανελλόπουλος- δεν είχε καμιά πρόβλεψη και καμιά προετοιμασία για την τύχη του λαού μας και της χώρας μας στις τραγικές ώρες της εχθρικής Κατοχής. Η δικτατορική κυβέρνηση και το Γενικό Στρατηγείο δεν έλαβαν, ούτε στις τελευταίες εβδομάδες κάποια μέτρα για το μέλλον (…). Όταν έπεσε η Ελλάς στα χέρια των εχθρών, ο Ελληνικός Λαός είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του…”.

Κύριε Παναγ. Κανελλόπουλε, οι Μεταξάδες και εσύ μαζί, έχετε ιστορικές ευθύνες απέναντι στον Ελληνικό λαό… Και οι βασιλιάδες, τούτοι οι ξενόφερτοι, αδίσταχτοι πάντα, σε αυτούς που τους θρέφουν και σήμερα. Ευθύνεστε για τα όποια εγκλήματα και βασανισμούς έκανε το καθεστώς σας… Τον γραμματέα της Ο.Κ.Ν.Ε. Χρήστο Μαλτέζο στη Θ’ Ακτίνα της φυλακής Κέρκυρας τον πεταλώσατε, τους άλλους αγωνιστές τους βάζατε πάγο στην κοιλιά και ρετσινόλαδο στο στομάχι και τόσα άλλα. Ποιοι παραδώσανε; Ποια; Παραδώσατε όλους τους κομμουνιστές κρατούμενους όπου ………. Ακροναυπλία σε ελληνική γης στους Γερμανούς κατακτητές. Μανώλης Τσουδερός, Γιώργιος Γκλύξμπουργκ… Εσύ μίλησες για καινούριους Παρθενώνες και όλα τ’ άλλα. Και οι ευθύνες σας είναι μεγάλες, γιατί και τον Φωτάκο έχεις διαβάσει και το κεφάλι σου ήτανε γεμάτο μυαλό που έβγαζε σοφία… Γιατί για τη μοίρα του ελληνικού λαού φορτώνεις όλες τις ευθύνες σ’ εκείνους που τους ήξερες, ποιοι ήτανε. Μήπως με αυτά θέλεις να απαλλάξεις τον εαυτούλη σου. Όχι, αυτό το “Νέους Παρθενώνες” είναι δική σου θέληση και έμπνευση…
Με αυτά και ο Σπύρος Λιναρδάτος συνεχίζει να μας πληροφορεί για τα ιστορικά γεγονότα του μετώπου:
“Την ίδια μέρα, το μεσημέρι, ορκίζεται η νέα κυβέρνηση, στην οποία οι τεταρτοαυγουστιανοί κρατούν και πάλι τα βασικά κλειδιά: Εκτός από τον αντιπρόεδρο Σακελλαρίου, που παίρνει και το υπουργείο Ναυτικών (του το έχει αναθέσει ο βασιλιάς αμέσως μετά την αυτοκτονία του Κοριζή), ο Μανιαδάκης κρατά το υφυπουργείο Ασφαλείας, αλλά παίρνει και το Υπουργείο Εσωτερικών, ο Δημητράτος γίνεται υπουργός Γεωργίας κ.λπ., ο Θ. Νικολούδης, εκτός από το υφυπουργείο Τύπου του Τουρισμού, παίρνει και το υπουργείο Προνοίας, ο Νικολαϊδης της Αεροπορίας κ.λπ. Στην κυβέρνηση όμως μπαίνει τώρα και ο Εμμ. Τσουδερός, ως υπουργός Εξωτερικών και προσωρινά Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας.
Αλλά, όπως εξελίσσονται τα πράγματα στην Ήπειρο, η κυβέρνηση και ο βασιλιάς πρέπει να φύγουν για την Κρήτη. Και δεν μπορούν να παρουσιαστούν στους Κρητικούς με αντιπρόεδρο -σχεδόν πρωθυπουργό- ένα γνωστό φανατικό εχθρό του Ελ. Βενιζέλου. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς ορκίζει πρωθυπουργό τον Τσουδερό -Κρητικό και βενιζελικό-, πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που τον είχαν εκτοπίσει οι Μεταξάς και Μανιαδάκης, για αντιδικτατορική δράση. Το απόγευμα της 21ης Απριλίου, ο Πάλαιρετ τηλεγραφεί στο Φόρεϊν Όφις την είδηση για τη μεταβολή. Πάνω στο τηλεγράφημα, ο ανώτερος υπάλληλος του Φόρεϊν Όφις, Ουώρνερ, σημειώνει: “Ο Τσουδερός είναι εξαιρετική εκλογή υπό τας παρούσας συνθήκας”.
Οι άλλοι υπουργεί έμειναν στις θέσεις τους, και ο Σακελλαρίου αντιπρόεδρος. Ο Εμ. Τσουδερός θα γράψει, μετά τον πόλεμο, ότι η παραμονή τεταρτοαυγουστιανών στην κυβέρνησή του οφειλόταν σε αξίωση των Βρετανών.
Συνθηκολόγηση: Στο διάστημα αυτό, οι μεραρχίες συνεχίζουν την υποχώρησή τους στην Αλβανία, υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τις επιθέσεις των Ιταλών, τις επιδρομές της ιταλικής και γερμανικής αεροπορίας και τις άγριες εδαφικές και καιρικές συνθήκες. Το Α’ Σώμα Στρατού μόλις στις 16 Απριλίου αρχίζει τη σύμπτυξή του. Ορισμένα τμήματα αποκρούουν τις ιταλικές επιθέσεις με σκληρές μάχες και πιάνουν και αιχμαλώτους. Άλλα τμήματα -τάγματα ολόκληρα- διαλύονται και οπλίτες και αξιωματικοί προχωρούν σε ασύνταχτες ομάδες και μονοπάτια για να φτάσουν στα σύνορα. Παρουσιάζονται κρούσματα απειθαρχίας και άρνηση να εκτελέσουν διαταγές, ιδιαίτερα σε τμήματα του Β’ Σώματος Στρατού.
Σε σχεδόν ολοκληρωτική διάλυση βρίσκεται το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, που έχει μπει πρώτο στο ελληνικό έδαφος. Όπως είδαμε, ύστερα από τη μάχη κοντά στη λίμνη της Καστοριάς και την κατάληψη από τους Γερμανούς του Άργους Ορεστικού, οι περισσότερες μονάδες του Τ.Σ.Δ.Μ. έχουν απωθηθεί προς την Πίνδο και προσπαθούν να φτάσουν στο Μέτσοβο, ενώ η διοίκησή τους (αντιστράτηγος Τσολάκογλου κ.λπ.) βρίσκεται στην Καλαμπάκα. Από τις 17 Απριλίου, το Τ.Σ.Δ.Μ. καταργείται και οι μονάδες του μετονομάζονται πάλι σε Γ’ Σώμα Στρατού με τον ίδιο διοικητή και ενσωματώνονται στο Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου. Στην πραγματικότητα όμως οι μονάδες του Τ.Σ.Δ.Μ. βρίσκονται σε πλήρη ή μερική διάλυση. Άντρες διαρρέουν ή αποκόβονται, χάνοντας τις μονάδες τους, άλλοι αρνούνται να συνεχίσουν τον πόλεμο και, κυρίως, όσοι κατάγονται από τη Δ. Μακεδονία, φεύγουν για τα χωριά τους, αξιωματικοί παίρνουν τα τμήματά τους και ακολουθούν δικό τους δρομολόγιο. Οι πορείες, η έλλειψη τροφίμων, οι πολυβολισμοί των “στούκας”, η αβεβαιότητα έχουν οδηγήσει τους άντρες στην εξουθένωση και την απελπισία.”.
Ακόμα και τα τμήματα της 11ης Μεραρχίας που έχουν πάρει θέσεις στην Κατάρα για να αποκρούσουν τυχόν προσπάθεια των Γερμανών να προελάσουν προς τα Γιάννενα, σιγά-σιγά, διασκορπίζονται. Στις 20 Απριλίου, νωρίς το πρωί, γερμανικές φάλαγγες αυτοκινήτων εμφανίζονται να κινούνται προς την Κατάρα. Το πυροβολικό της Μεραρχίας τις κανονιοβολεί:
“Η δράσις όμως αυτή του πυροβολικού διεκόπη μετά την τετάρτην βολήν δια διαταγής της μεραρχίας, ήτις ειδοποιήθη τηλεφωνικώς παρά του Γ’ Σώματος Στρατού ότι εκκινεί επιτροπή όπως προτείνει εις τον εχθρόν την σύναψιν ανακοχής (…). Το δράμα έβαινε γοργώς προς την λύσιν του”.
Το δράμα όμως του στρατού -οπλιτών και αξιωματικών, που έξι μήνες πολεμούσαν στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, μέσα στο χιόνι και τη λάσπη- συνεχίζεται:
“…όλο επαναλάμβανα: ο συρφετός, ο συρφετός! -γράφει ο Μπεράτης. Όλοι τους αναμαλλιάρηδες, αγριωποί, κουρελήδες με τα πρόσωπά τους μαυροκαφετιά σα σκούρα γη, απ’ τις παγωνιές και τις κάψες, προχωρούσαν γερτοί προς τα μπρος, ανάκατα, βιαστικά, ξεφωνίζοντας, ενώ τα κουρέλια τους ανεμίζανε πίσω τους. Κρατούσαν μαγκούρες στα χέρια τους, κλάρες, αλπινιστικά κοντάρια πού ‘χαμε πάρει απ’ τους Ιταλούς, ροζιασμένα ραβδιά. Τα κουνούσαν τώρα απειλητικά όλα μαζί σε μας, καθώς μας δείχνανε ο ένας στον άλλο και ετοιμαζόντουσαν να ορμήσουν. Ο σοφέρ, κορνάροντας αδιάκοπα, καβάλησε το δρόμο με φουλαρισμένη μηχανή για ν’ ανοίξει πέρασμα. Εκείνοι για να μας σταματήσουν, ρίζωσαν με πεισματωμένη απόφαση μπροστά μας μ’ ανοιγμένα τα δυο πόδια, κραδαίνοντας με οργή πάνω απ’ τα κεφάλια τους τα ξύλα τους, και μόλις προφτάνανε να κάνουνε το πλάγιο σάλτο, δίπλα στο φτερό, για να μη τους πάρουμε από κάτω. Στα δυο πλάγια του αυτοκινήτου πέφτανε βροχή μαγκουριές και πέτρες, κι άκουγες το μυριόστομο ανάθεμα που βούιζε πίσω σου σα φουρτουνιασμένη θάλασσα που σκάει στο βράχο”.
Με την υποχώρηση, με τον τρόπο και στο χρόνο που έγινε, και τελικά με την κατάρρευση, γκρεμίστηκε και το κύρος της επίσημης κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα. Όταν, σε λίγο, με την γερμανοϊταλική κατοχή, τα υπολείμματα του κρατικού μηχανισμού θα περάσουν στην υπηρεσία του κατακτητή, θα γίνει πιο δυνατός ο σεισμός στις συνειδήσεις.
Όπως είδαμε, πριν ακόμα αρχίσει η υποχώρηση από την Αλβανία, ορισμένοι ανώτατοι αξιωματικοί κινούνται και πιέζουν για συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Οι δικαιολογίες τους είναι κυρίως δύο: Πρώτο, ότι πρέπει να αποτραπεί η αιχμαλωσία του Στρατού μας από τους ηττημένους Ιταλούς και να διατηρηθεί η δόξα του. Και δεύτερο, ότι πρέπει να αποτραπεί η αναρχία και η διάλυση και να …διατηρηθεί η τάξη. Πέρα από τη συνθηκολόγα νοοτροπία, την ηττοπάθεια και, σε ορισμένες περιπτώσεις και τη γερμανοφιλία, διακρίνουμε σε όλ’ αυτά και ένα “επαγγελματικό πνεύμα”, μια νοοτροπία του “ο στρατός για το στρατό”, από την οποία λείπει κάθε πολιτική -με την εθνική έννοια- σκέψη, καθώς και κάθε προοπτική για συνέχιση του αγώνα, με “ανορθόδοξα” μέσα.
Στην κίνηση των ανώτατων αξιωματικών του μετώπου για συνθηκολόγηση πρωτοστατεί ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Γ. Μπάκος. Στα παρασκήνια όμως κινείται και πιέζει για συνθηκολόγηση από αρκετό καιρό ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων -και αργότερα Αρχιεπίσκοπος- Σπυρίδων Βλάχος, παλαιός φανατικός αντιβενιζελικός. Ο ίδιος θ’ αφηγηθεί τη δραστηριότητά του με μια έκθεσή του που βρέθηκε στα αρχεία του Φ. Όφις.
Από την αφήγηση αυτή βγαίνει, ότι ο “πολυπράγμων ιεράρχης” είχε κινηθεί από το Γενάρη του 1941 για συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και πίεζε προς αυτή την κατεύθυνση τους ανώτερους στρατιωτικούς και, αργότερα, την κυβέρνηση. Και ότι, από τότε, στρατιωτικοί ηγέτες του μετώπου “έτειναν ευήκοον ους” και στις δικές του προτάσεις και στις φήμες για προσφορές του Βερολίνου να μεσολαβήσει για να σταματήσουνε τον πόλεμο με την Ιταλία, αποδεχόμενοι βέβαια τη χιτλερική κηδεμονία. Ο Σπυρίδων Βλάχος εντείνει τις προσπάθειές του και την παρασκηνιακή δραστηριότητά του ύστερα από τη γερμανική εισβολή στη χώρα μας. Θεωρεί ευτύχημα το ότι ο Παπάγος κράτησε τις μεραρχίες στην Αλβανία και έτσι δεν υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κατά των Γερμανών. Και προσπαθεί να πείσει τη στρατιωτική ηγεσία του μετώπου να μην εκτελέσει τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου να συμπτυχθεί νωρίτερα το Γ’ Σώμα Στρατού και να πάρει θέσεις στη Δυτική Μακεδονία για να σταματήσει την προέλαση των Γερμανών, ύστερα από την κατάρρευση του σερβικού μετώπου. Ο μητροπολίτης καλεί τους στρατιωτικούς διοικητές να …στασιάσουν: << Τελικώς, ο Τσολάκογλου, ο Μπάκος και ο Δεμέστιχας -αφηγείται ο Σπυρίδων- συνεφώνησαν να δράσουν αμέσως και εκανονίσαμε μια συνάντησιν με τον διοικητή της στρατιάς εις ένα χωριό, όπου συνεφωνήσαμε ότι έπρεπε να σχηματισθή προσωρινή κυβέρνησις και ετοιμάσαμε ένα τηλεγράφημα προς τον Χίτλερ, του οποίου το κείμενον ήτο το ακόλουθον:
“Εκπροσωπούντες τας μαχομένας ελληνικάς δυνάμεις και τον λαόν της μικράς, αλλά ενδόξου χώρας ταύτης, παρακαλούμεν θερμώς τον ηγέτη του μεγάλου γερμανικού έθνους να σταματήση τας εχθροπραξίας εις το μακεδονικόν και το αλβανικόν μέτωπον και είμεθα βέβαιοι, ότι η ηρωική προσπάθεια, η τιμή του Ελληνικού Στρατού και η τύχη της Ελλάδος θα ρυθμισθούν κατά τρόπον αντάξιον της μεγάλης ιστορίας της”.
Ετοιμάσαμε επίσης ένα διάγγελμα προς τον ελληνικόν λαόν. Εν τω μεταξύ ο στρατηγός Γυαλίστρας ήλθε εις τα Ιωάννινα δια να συσκεφθή με τους άλλους στρατηγούς. Τούτο, φυσικά, θα προεκάλει καθυστέρησιν. Δια τον λόγον αυτόν ο Τσολάκογλου, κατόπιν μεγάλης πιέσεως, ανέλαβε να ετοιμάση το έγγραφον και έδωσεν οδηγίας εις τους αγγελιοφόρους συνταγματάρχη Μπαλήν και Λαγάν και τον ταγματάρχην του ιππικού Βλάχον να φύγουν με τας προτάσεις. Οι αγγελιοφόροι ήλθαν εις επαφήν με τον στρατηγόν Ντήριχ της μεραρχίας “Χίτλερ”. Αλλά οι αγγελιοφόροι αυτοί, αντί να εμφανισθούν ως αντιπρόσωποι μιας κυβερνήσεως, όπως είχε συμφωνηθή και να επιδώσουν το τηλεγράφημα ως προερχόμενον από τους τρεις σωματάρχας και από εμέ, ώστε να καταδειχθή η ενιαία πολιτική ενέργεια, επέδωσαν το τηλεγράφημα το οποίον προήρχετο από τον Τσολάκογλου μόνον, ο οποίος ενεφανίζετο ως ανώτατος διοικητής και εζήτει ανακωχήν, παρέχων τοιουτοτρόπως την εντύπωσιν ότι επρόκειτο περί καθαρώς στρατιωτικής ενεργείας εκ μέρους στρατού, ανεγνωρίζοντος ήτταν και καταθέτοντος τα όπλα.>>.
Τη συνθηκολόγα δραστηριότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων επιβεβαιώνει και η επίσημη ιστορία του Στρατού, με βάση τα αρχεία:
“Εκ παραλλήλου προς τας ανησυχίας των διοικητών των μεγάλων μονάδων -γράφει- ο διοικητής του ΤΣΗ υφίστατο επίμονον πίεσιν εκ μέρους του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος περί λήψεως αποφασιστικών μέτρων προς ριζικήν αντιμετώπισιν της καταστάσεως”.
Αλλά ο Πιτσίκας ταλαντεύεται και δεν αναλαβαίνει να υπογράψει την ανακωχή, στέλνει όμως, το βράδυ της 18ης στον πρωθυπουργό, χωρίς να ξέρει ότι από το απόγευμα ο Κοριζής έχει αυτοκτονήσει, και στον αρχιστράτηγο το γράμμα, στο οποίο διαπιστώνει ότι είναι βέβαιη η είσοδος των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος “λόγω της καταπτώσεως του ηθικού του Ελληνικού Στρατού” και “αι συνέπειαι θα ήσαν οδυνηρόταται δια το έθνος”.
Ο Π. Κανελλόπουλος αφηγείται για τον Πιτσίκα: “Στις 18 Απριλίου -τη Μεγάλη Παρασκευή- με κάλεσε ο διοικητής της Στρατιάς, που είχε βαθύτατο το αίσθημα του χρέους και της θυσίας, σε μια κρίσιμη σύσκεψη. Στη σύσκεψη αυτή είδα τον στρατηγό Πιτσίκα αποφασισμένο (αν και όπως μου είπε, οι σωματάρχες του και κάμποσοι μέραρχοί του τον πίεζαν να συνθηκολογήσει) να μη φτάσει σε συνθηκολόγηση παρά μόνο σε ύστατη ανάγκη”.
Στις 19 Απριλίου, οι Δεμέστιχας και Τσολάκογλου, με αναφορά τους, ζητούν να πάρει το ΤΣΗ αμέσως αποφάσεις για συνθηκολόγηση, γιατί “σημειώνονται κομμουνιστικά κρούσματα και … ο βαθμός αντιστάσεως των επί της Κατάρας μονάδων ετύγχανεν ασθενέστατος”.
Την ίδια μέρα ο Πιτσίκας, με διαταγή του, καλεί τους διοικητές των μεγάλων μονάδων να διατηρήσουν τη συνοχή του Στρατού και να πειθαρχήσουν περιμένοντας τις κυβερνητικές αποφάσεις, γιατί έτσι μόνο θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικούς όρους ανακωχής. Ταυτόχρονα, με αναφορά του στην Κυβέρνηση και τον αρχιστράτηγο, ζητά να καταλήξουν αμέσως σε αποφάσεις, γιατί, αλλιώς, δε θα μπορέσει να αποτρέψει τη συνθηκολόγηση.
Στο μεταξύ όμως οι τρεις σωματάρχες αποφασίζουν να παραμερίσουν τον Πιτσίκα και να ζητήσουν από τους Γερμανούς ανακωχή. Τη νύχτα της 18ης Απριλίου, οι στρατηγοί Μπάκος και Δεμέστιχας, με έντονη παρακίνηση του μητροπολίτη Ιωαννίνων, συναντιόνται στο Καλπάκι και αποφασίζουν να δώσουν δωδεκάωρη προθεσμία στην Κυβέρνηση ν’ αποφασίσει. Αν η Κυβέρνηση δε δεχτεί τη συνθηκολόγηση, θα σχηματίσουν άλλη κυβέρνηση στα Γιάννενα με πρόεδρο το μητροπολίτη και θα ζητήσουν συνθηκολόγηση.
Το σχετικό τηλεγράφημα ανέλαβε να στείλει ο αντιστράτηγος Π. Δεμέστιχας, αν συμφωνούσαν ο διοικητής του ΤΣΗ Πιτσίκας και οι μέραρχοι του Α’ Σ.Σ.
Στο μεταξύ, ο Τσολάκογλου έχει στείλει, από τις 18 Απριλίου, στην Αθήνα τον επιτελάρχη του Γ’ Σ.Σ. συνταγματάρχη Αθ. Χρυσοχόου, για να συνεννοηθεί με τον αρχιστράτηγο. Επιτελείς του Γενικού Στρατηγείου του εκφράζουν “την απογοήτευσί των δια την επιδεικνυομένην αβουλίαν” και τον πληροφορούν, ότι προσπαθούν να πείσουν τον αρχιστράτηγο να προχωρήσει στη συνθηκολόγηση, αλλά ο βασιλιάς δε δέχεται, γιατί θέλει να φανεί συνεπής στις συμφωνίες του με τους Άγγλους και ο Παπάγος απαντά: “Διατί δεν το κάνουν μόνοι των οι εκεί στρατηγοί;”. Ο αρχιστράτηγος, που τον συναντά αργότερα, λέει στον Χρυσοχόου, ότι δεν μπορεί να πάρει απόφαση για συνθηκολόγηση προτού φύγουν από την Ελλάδα τα αγγλικά στρατεύματα. Ο Χρυσοχόου τηλεγραφεί στον Τσολάκογλου, ότι “δεν απομένει άλλη λύσις προς απαλλαγήν του Στρατού εκ της αιχμαλωσίας, ειμή η λύσις του Μητροπολίτου Ιωαννίνων”. Και ότι, το Γενικό Στρατηγείο του αναθέτει να προχωρήσει στη συνθηκολόγηση, αφού εξουσιοδοτηθεί από τα δύο άλλα Σώματα Στρατού.
Στο διάστημα αυτό, ενώ ο Στρατός διαλύεται και οι σωματάρχες είναι έτοιμοι να συνθηκολογήσουν με τους Γερμανούς, ο Παπάγος δεν “το κουνά” από το ξενοδοχείο της “Μ. Βρεταννίας”, όπου είναι το Γενικό Στρατηγείο και δεν αποφασίζει να πάει, έστω και για λίγες ώρες, ως τα Γιάννενα: “…κυριωτάτη των αιτιών της διαλύσεως του νικητού Στρατού -γράφει ο στρατηγός Νεοκ. Γρηγοριάδης- υπήρξε η υποδειχθείσα ήδη εξ αυτής της επισήμου συνοπτικής εκθέσεως αβουλία του αρχιστρατήγου… εις την οποίαν προσετίθετο η τόσον άστοχος εκλογή των Αθηνών ως έδρας του Γενικού Στρατηγείου”.
Για την παραμονή του Γενικού Στρατηγείου στην Αθήνα, υπάρχει, τουλάχιστον για την περίοδο ύστερα από την προέλαση των Γερμανών, ο αντίλογος: από την πρωτεύουσα ήταν ευκολότερο να επικοινωνεί ο αρχιστράτηγος με όλα τα μέτωπα. Για το γεγονός όμως, ότι ελάχιστες φορές, και στην πρώτη φάση του πολέμου, ο Παπάγος πήγε κοντά στο μέτωπο, δεν έχει προβληθεί καμιά σοβαρή δικαιολογία.
Το βράδυ της 19ης Απριλίου, φτάνει στα Γιάννενα ο επιτελάρχης του Α’ Σ.Σ. συνταγματάρχης Βαγενάς, που πληροφορείται από το διοικητή του ΤΣΗ αντιστράτηγο Πιτσίκα, ότι έχει διαταγή από τον αρχιστράτηγο και την Κυβέρνηση να συνεχιστεί η άμυνα τουλάχιστο ως τις 21 Απριλίου. Ο συνταγματάρχης Βαγενάς διαβεβαιώνει τον Πιτσίκα, ότι το Α’ Σ.Σ. μπορεί να συνεχίσει τον αγώνα. Στο μεταξύ όμως, ο μητροπολίτης Σπυρίδων και ο υποστράτηγος Γ. Μπάκος πιέζουν τον Τσολάκογλου να προχωρήσει ως αρχαιότερος σωματάρχης στη συνθηκολόγηση και να παραμερίσουν τον Πιτσίκα. Τη νύχτα της 19-20 Απριλίου φτάνουν στο Μποτονάσι, στο Στρατηγείο του Γ’ Σ.Σ., ο μητροπολίτης Σπυρίδων με το συνταγματάρχη Νικ. Μπαλή, του Β’ Σ.Σ. Φέρνουν μαζί τους και γράμμα του Γ. Μπάκου προς τον Τσολάκογλου.
“Αγαπητέ Γιώργο, όπως εμείναμε σύμφωνοι προ ολίγου εις το τηλέφωνο, -γράφει ο Μπάκος- σε εξουσιοδοτούμε και γω και ο Δεμέστιχας ν’ αναλάβεις ως αρχαιότερος την Διοίκησιν της Στρατιάς Ηπείρου και να έλθης αμέσως εις συνθηκολόγησιν με τους Γερμανούς. Σύσσωμος ο Στρατός της Ηπείρου είναι σύμφωνος σ’ αυτό. (…) Γιώργο, τράβα αδίστακτα. Αι στιγμαί είναι μεγάλαι και ιστορικαί και ο Ελληνικός λαός θα μας ευγνωμονή μια μέρα. Ιδού πώς πρέπει να εξελιχθούν κατά σειράν τα γεγονότα: 1)Ανάληψις της Διοικήσεως της Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας υπό του αντιστρατήγου Τσολάκογλου και κοινοποίησις σχετικής διαταγής εις τα Σώματα Στρατού και Μεραρχίας, δι’ ης θα καθίστατο γνωστόν ότι θα ζητήση ανακωχήν παρά των Γερμανών. 2)Σχηματισμός Κυβερνήσεως ή Διευθυντηρίου εν Ιωαννίνοις υπό την προεδρίαν του Μητροπολίτου Ιωαννίνων και μέλη Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Μπάκος. Αμέσως μετά διάγγελμα προς τον Ελληνικόν λαόν…”.
Ο Τσολάκογλου δε δέχτηκε τη δημιουργία διευθυντηρίου στα Γιάννενα -για να μη διασπαστεί, όπως θα γράψει αργότερα, η εθνική ενότητα και να … μην απομακρυνθούμε από τη συμμαχία με την Αγγλία. Καθώς, την ίδια περίπου ώρα -τη νύχτα της 19-20 Απριλίου- παίρνει και τα τηλεγραφήματα του Χρυσοχόου από την Αθήνα, ο Τσολάκογλου παραμερίζει κάθε δισταγμό και στέλνει αμέσως, τα χαράματα της 20ης Απριλίου, κήρυκες στους Γερμανούς για να παραδώσει το Στρατό.
Οι κήρυκες που έστειλε ο Τσολάκογλου -Ν. Μπαλής, συνταγματάρχης, Γ. Λαγάς, ταγματάρχης και Κ. Βλάχος, επίλαρχος- επιστρέφουν το απόγεμα της 20ης Απριλίου στο Μποτονάσι μαζί με τον υποστράτηγο Ντήτριχ, διοικητή της θωρακισμένης μεραρχίας “Σωματοφυλακή Ες Ες Αδόλφου Χίτλερ”. Το ίδιο απόγεμα, οι Ντήτριχ και Τσολάκογλου υπογράφουν το ακόλουθο πρωτόκολλο ανακωχής:
“Οι υπογεγραμμένοι στρατηγοί του ανδρείου Γερμανικού Στρατού και του ανδρείου Ελληνικού τοιούτου Ντήτριχ και Τσολάκογλου, αντιπροσωπεύοντες τας αντιστοίχους Στρατιάς, συνελθόντες εις Βονοτάσι, σήμερον 20ην Απριλίου 1941 και ώραν 18ην, συνωμολόγησαν τα κάτωθι: 1. Παύουν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας την 18ην ώραν και σήμερον και μετ’ ολίγας ώρας παύουν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας μερίμνη του Γερμανού αρχιστρατήγου. 2. Επιτρέπεται η διέλευσις Γερμανικού Στρατού από της αύριον Δευτέρας 21ης Απριλίου ίνα παρεμβληθή μεταξύ Ιταλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων και ίνα διευκολυνθώσι τα κάτωθι συμφωνηθέντα:
α) Τα Ελληνικά Στρατεύματα υποχρεούνται ν’ αποσυρθώσι μέχρι των παλαιών Ελληνο-Αλβανικών συνόρων εις χρονικόν διάστημα 10 ημερών. β) Αι Στρατιαί Ηπείρου και Μακεδονίας θ’ αποστρατευθώσι, των ανδρών παραδιδόντων τον οπλισμόν των εις αποθήκας ορισθησομένας παρά της Στρατιάς και είτα θα μεταβώσιν εις τας εστίας των. γ) Οι αξιωματικοί θα φέρωσιν την εξάρτισιν και τον οπλισμόν των τιμητικώς μη θεωρούμενοι ως αιχμάλωτοι. Τα του Στρατού θα ρυθμισθούν και οι αξιωματικοί θα διοικώνται βάσει των Ελληνικών Νόμων. δ) Ο εφοδιασμός γενικώς του Στρατού θα συνεχισθή μερίμνη αυτού”. Με τούτα τα ιστορικά γεγονότα του Σπύρου Λιναρδάτου…Και συνεχίζω τις δικές μου μαρτυρίες.
Το ανατολικό μέτωπο πέφτει και 60 χιλιάδες στρατού μένουν εκτός μάχης και διαλυμένοι. Ο Αλέξ. Παπάγος και ο Κ. Μπακόπουλος παίξανε το ρόλο τους… Η πόλη της Θεσσαλονίκης από ώρα σε ώρα είναι έτοιμη να παραδοθεί. Οι συμφωνίες για την παράδοση ξεκινάνε από τον Μάρτη μέσα απ’ το γερμανικό προξενείο και τελικά η πόλη παραδίνεται στους Γερμανούς στις 9 του Απρίλη του 1941, 8 η ώρα πρωί.
Η παράδοση της Θεσσαλονίκης έγινε από πολλούς και διάφορους και οι οποίοι φανερά ήτανε ο αντιστράτηγος διοικητής της πόλης Ραγκαβής, αντισ/ρχης Αλέξ. Πετίνης, μητροπολίτης Γεννάδιος, ο Δήμαρχος Μερκούριος και ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης, Έτσι, οι Γερμανοί και με τις συνθήκες του Γεωργίου Τσολάκογλου κατεβαίνουν χωρίς αντίσταση προς τη Λαμία. Δεν τους κράτησαν οι Εγγλέζοι, ήταν σαρωτικοί. Τη Λάρισα την βομβαρδίζουν άγρια, θρήνος απ’ τις καταστροφές και θύματα. Για τη σιγουριά τους σπέρνανε τον όλεθρο… Ο δωσιλογισμός παντού, σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα, από άκρη σ’ άκρη του μετώπου. Δεσποτάδες και στρατηγοί στο προσκήνιο της συνεργασίας, για αυτοκίνητα και βενζίνη κυκλοφορίας. Για τον άνθρωπό τους, το εγώ τους. Ούτε γραμμές Βερμίου, ούτε οι Εγγλέζοι τους κρατήσανε ούτε οι θεοί και οι διάβολοι ήτανε άξιοι να τους κρατήσουν. Οι Εγγλέζοι μπροστά στο γερμανικό θρασίμι είναι ανίκανοι να αντισταθούνε, γι’ αυτό φεύγουν και φεύγουν… Τώρα η Λάρισα είναι δική τους, το αεροδρόμιο των στούκας, οι πεζικάριοι οι Γερμανοί βρίσκονται σε διαρκή πορεία μάχης… Το μέτωπο του ουρανού έχει μπει σε χρήση, σε λειτουργία…
Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι, δύο η ώρα και η πόλη της Λαμίας δέχεται την επιδρομή και μαζί την καταστροφή από τα στούκας. Θρήνος απ’ το αίμα, συντρίμμια η πόλη, απελπισία με παραφροσύνη ανακατεμένη στα αισθήματα των ανθρώπων και θα δούμε…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *