FtS61
υπό Σταυρούλας Πετρή – Χριστοφιλοπούλου
ενεργού μέλους του Ιδρύματος Πετρή Στέγη Γερόντων στη Βασιλική Στυλίδος
Σχόλιο 1ο: Το έτος 1912-13
Ένας στρατιώτης διηγείται:
Στο μέτωπο, όταν πολεμούσαμε, κάθε πρωϊ ο Διάδοχος του Βασιλικού Θρόνου, Κωνσταντίνος, ο οποίος συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα, κάθε πρωϊ επιθεωρούσε όλους τους στρατιώτες και συχνά συνομιλούσε μαζί τους. Ένα πρωϊνό κατά την επιθεώρηση αφού στάθηκε μπροστά σε έναν λεβέντη στρατιώτη τον ρώτησε από πού είναι, τι δουλειά κάνει, τι οικογένεια έχει.
Κι΄ ο στρατιώτης του απαντά:
-Είμαι από τη Ρούμελη, είμαι παντρεμένος, έχω δύο παιδιά και είμαι εργάτης.
-Πόσα λεφτά βγάζεις; -τον ρώτησε ο Διάδοχος- και σου φτάνουν να ζήσεις την οικογένειά σου;
-Ναι! Μου φτάνουν –απαντά ο στρατιώτης- και ‘ξωφλάω και το χρέος μου και βάζω και στην άκρη για τα γεράματά μου.
-Δεν σε καταλαβαίνω –λέει ο Διάδοχος-. Πως τα καταφέρνεις;
-Άκου να σου πω Πρίγκηπά μου: Το χρέος μου που ξωφλάω, είναι οι γονείς μου που τους έχω μαζί μου, γιατί αυτοί με μεγάλωσαν και με έκαναν άνδρα, κι εγώ τους το χρωστάω. Αυτά που βάζω στην άκρη, είναι το μεγάλωμα των παιδιών μου, που όταν γεράσω θα με κοιτάξουν κι εκείνα, όπως κάνω κι εγώ τώρα στους γέρους μου!
2ο: Το έτος 2001
Το περιστατικό σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης. Στο μικρό χωριό ζει μόνος του ο γέρος τσοπάνης τους καλοκαιρινούς μήνες, το δε χειμώνα κατεβαίνει στο μικρό χωριό του κάμπου της Λαμίας και μένει σ΄ ένα μικρό ισόγειο σπιτάκι που έφτιαξε από νέος μαζί με τη γυναίκα του, όταν ακόμη ζούσε, αλλά και τώρα κατέβαινε μόνος το χειμώνα.
Ο μοναδικός γιος του εργάζεται στη Λαμία. Ζει με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Πέρσι το καλοκαίρι τον επισκέφθηκε ο γιος του με την οικογένειά του στο ορεινό χωριό. Ο μεγαλύτερος εγγονός κάποια στιγμή λέει στον παππού:
-Ξέρεις παππού ο πατέρας μου το νοίκιασε το σπίτι στο κάτω το χωριό.
Ο γέρος παραξενεύτηκε γιατί δεν τον ρώτησε ο γιος του και ρωτάει το γιο του:
-Γιατί παιδί μου το νοίκιασες το σπίτι κάτω στο χωριό, αφού ξέρεις κατεβαίνω το χειμώνα να μείνω. Γιατί εδώ, όπως ξέρεις, κάνει πολύ κρύο.
Κι ο γιος απαντάει:
-Πατέρα ξέρεις που έπρεπε να είσαι εσύ τώρα; Στο νεκροταφείο!…
Σημειωτέον ο γέρος ήταν 86 ετών. Και ο γέρος γυρίζει από την άλλη μεριά και κλαίει μόνος του για την τόση σκληράδα του γιου του που δεν τον περίμενε.
3ο: Κι εμείς τώρα!…
Που πριν 10 χρόνια είχαμε συνηθίσει στο άκουσμα του Γηροκομείου, να βλέπουμε εκεί γέροντες απόρους –χωρίς κανένα εισόδημα, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, χωρίς παιδιά, γέροντες μοναχικούς και απόκληρους της κοινωνίας.
Σήμερα τα Γηροκομεία –πολύ περισσότερα από πριν- είναι γεμάτα από γέροντες που δούλεψαν σκληρά μία ολόκληρη ζωή, όπως μας λέει και ο άγνωστος ποιητής – του Γέρου το Παράπονο- δημιούργησαν περιουσίες, έκαναν παιδιά, τα αποκατέστησαν οικονομικά και επαγγελματικά, δεν κράτησαν κανένα περιουσιακό στοιχείο για τα γεράματά τους και περίμεναν την ανταπόδοση των παιδιών τους.
Ερώτηση:
Μήπως και οι σημερινοί γονείς θα πρέπει, να αλλάξουν νοοτροπία, να μιμηθούν τους Ευρωπαίους γονείς, όπως άλλωστε και οι νέοι μας μιμούνται τους Ευρωπαίους νεολαίους στην καθημερινή τους ζωή και νοοτροπία και μάλιστα καμαρώνουν γι΄ αυτό σαν Ευρωπαίοι πολίτες. Μήπως, λοιπόν, και οι Έλληνες γονείς θα πρέπει ό,τι δημιούργησαν με τη δουλειά τους και τον ιδρώτα τους, να το κρατάνε για τα γεράματά τους και μόνον ό,τι περισσεύει μετά το θάνατό τους να το παίρνουν τα παιδιά τους;
Γιατί τα γεράματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα όταν δεν έχει ο γέροντας χρήματα ή περιουσία, γιατί δεν τον θέλει κανένας.
Ευτυχώς στην περιοχή μας η Ιερά Μητρόπολις Φθιώτιδος με το φωτισμένο και ακούραστο Ιεράρχη μας βλέπει με αγωνία τη νοοτροπία των νέων παιδιών, να μη θέλουν να ζήσουν μαζί με τους γονείς τους όταν αυτοί γερνούν και είναι ανήμποροι. Βλέπει ακόμη το μεγάλο πρόβλημα που μεγαλώνει ολοένα με τα γηρατειά να υποφέρουν, να ζητούν λίγη αγάπη, λίγη συμπαράσταση, λίγη συντροφιά ή ακόμη λίγη τροφή και στέγη. Και προσπαθεί να δημιουργεί νέα γηροκομεία για να καλύψει τις ανάγκες της περιοχής.
Αλλά δεν είναι λογικό και σκόπιμο και ο γέροντας να προβλέψει και να βοηθήσει κι εκείνος λίγο τον εαυτό του για να μην επιβαρύνει απόλυτα τους άλλους για τη συντήρησή του, προνοώντας όταν ακόμη έχει τη δυνατότητα να το κάνει;
Την απάντηση:
Ας σκεφθεί ο καθένας κι ας τη δώσει πριν είναι αργά!
***
Του γέρου το παράπονο
υπό αγνώστου ποιητού
Στου γηροκομείου την αυλή
πάνω σ΄ ένα παγκάκι
κάθεται ολομόναχο,
θλιμμένο γεροντάκι.
Σκέφτεται όσα έκανε
όλα αυτά τα χρόνια
και βλέπει πως κατάντησε
σ΄ αυτή την καταφρόνια.
Ευτυχισμένοι ζούσανε
αυτός και η φαμελιά του,
η όμορφη γυναίκα του,
τα δύο τα παιδιά του.
Αυτός και η γυναίκα του
δε χόρταιναν δουλειά,
θέλανε τα παιδιά τους
να ζήσουνε καλά.
Κουράγιο, βρε γυναίκα μου,
ώσπου να μεγαλώσουν,
είναι παιδιά πολύ καλά,
θα μας ανταποδώσουν.
Τα δύο παιδιά σπουδάσανε
και στην Αμερική,
κάνανε οικογένεια
και μείνανε εκεί.
Από τη στενοχώρια τους
πριν κλείσει ένας χρόνος
πεθαίνει η γυναίκα του
και μένει ο γέρος μόνος.
Ζήτησε απ΄ τ΄ αγόρι του
να πάει ο καημένος
θυμάται τι τ΄ απάντησε
κι είναι φαρμακωμένος.
«Πατέρα πολλά μας έκανες
και σ΄ ευχαριστούμε,
μα είναι δύσκολο εδώ
με γέροντες να ζούμε».
Ο γέρος του απάντησε,
«ανάχετε την ευχή μου
κι εγώ θα εύρω μια γωνιά
στο άλλο το παιδί μου».
Μα όταν το ανέφερε
στην κόρη του μια μέρα
εκείνη του απάντησε,
«δεν γίνεται, πατέρα».
«Σπίτι μεγάλο έχουμε,
η κόρη καμαρώνει,
μα όσα μέτρα μείνανε
τα κάναμε σαλόνι».
Πόσο ο γέρος λαχταρά
νάναι με τα παιδιά του,
νάχει τα εγγονάκια του
πάνω στα γόνατά του.
Αυτή η σκέψη η γλυκιά
το γέρο αποκοιμίζει,
του ιδρύματος η ερημιά
‘όμως τον τριγυρίζει.
Ο γέρος εκοιμήθηκε
με πρόσωπο θλιμμένο,
την άλλη μέρα το πρωϊ
τον βρήκαν πεθαμένο.