FtS103
του Βασίλη Καραγιάννη
από τα «Κλωνιώτικα Νέα»
Ένα ζευγάρι ταιριαστό, αετός και περιστέρα,
πέντε αγόρια κάνανε και μία θυγατέρα.
Αυτοί με την αγάπη τους και τη σκληρή δουλειά τους
μεγάλωσαν και πάντρεψαν τα έξι τα παιδιά τους.
Σπίτια τους κάνουν βολικά, με σάλες με μπαλκόνια
να ζήσουν αυτοί άνετα, οι νύφες και τα εγγόνια.
Και ‘κει που όλα ήταν καλά και όλοι ευτυχισμένοι.
η μάνα τους αρρώστησε και ξαφνικά πεθαίνει.
Τη μάνα τους τη θάψανε και ο γέρος την κυρά του
συμβούλιο εκάνανε αυτός και τα παιδιά του.
Ο γέρος τώρα μοναχός δεν ημπορεί να μείνει,
το πρόβλημα είναι αυτό, ο γέρος τι θα γίνει.
Ο ένας λέει στον άλλονε κι ο άλλος εις τον άλλον,
το γέρο ‘σεις να πάρετε, εγώ που να τον βάλω;
Και ένας – ένας φύγανε, χωρίς να βρούνε λύση
κι έμεινε ο γέρος μοναχός το πρόβλημα να λύσει.
Και κουρασμένος ξάπλωσε στο έρημο κρεβάτι,
όλη τη νύχτα ξάγρυπνος, χωρίς να κλείσει μάτι.
Τόσες θυσίες έκανε, τόσο μεγάλο αγώνα
και δεν υπάρχει πια γι αυτόν αγάπης μία σταγόνα.
Το σπίτι του ‘ρχεται μικρό, πλέον δεν τον χωράει
θέλει να φύγει μακριά, κάπου αλλού να πάει.
Λίγα ρουχάκια έβαλε μές στη βαλίτσα μόνο
και έκλεισε το σπιτάκι του, με στεναγμό και πόνο.
Χαιρέτησε το κλήμα του που είχε στην αυλή του,
τις γλάστρες που ξεράθηκαν, σαν έφυγε η καλή του.
Κλείνει την πόρτα της αυλής και στέκει παραπέρα
και κοίταζε το σπιτάκι του για τελευταία μέρα.
Σέρνει τα βήματα βαριά, βαρύτατη η καρδιά του
που πλέον δεν θα έβλεπε ξανά τη γειτονιά του.
Κεράκι πήγε κι άναψε σ’ αυτή πού ‘χε αγαπήσει
και της ορκίστηκε ποτέ να μην τη λησμονήσει.
Κλαίγοντας τώρα έφυγε απ’ το νεκροταφείο,
παίρνοντας την άγουσα για το γηροκομείο.