Η ονομασία της Ελλάδος

FtS79

υπό Βίκτωρος Σαμπώ
Πολ. Μηχανικού,
Διοικητικού Συμβούλου πολιτιστικού Συλλόγου Παλαιοχωρίου

Αρχαία κείμενα και παραδόσεις αποδεικνύουν την καταγωγή των Ελλήνων και του Ελληνικού ονόματος από πολίχνη της Φθιώτιδος

Υπάρχουν κάποιοι ξένοι ιστορικοί (μυθογράφοι), που υποστηρίζουν με ασύστατους, αστήρικτους και ανυπόστατους ισχυρισμούς ότι οι Έλληνες ήλθαν στην Ελλάδα από τον Βορρά. Αν και είναι γνώστες των αρχαίων ελληνικών κειμένων του Ομήρου, του Ησιόδου, του Θουκυδίδη, του Απολλόδωρου, του Αριστοτέλη κ.ά., επιμένουν να διαστρεβλώνουν την αλήθεια ασυστόλως, εκτιθέμενοι στα μάτια των ελληνιστών ξένων και Ελλήνων, αλλά και στην αρχαιολογική σκαπάνη.

Ετυμολογία του ονόματος «ΕΛΛΑΣ»

Το όνομα Ελλάς, σύμφωνα με γλωσσολόγους, είναι σύνθετο: εος +λαός. Η λέξη εος στη σύνθεση ε σημαίνει ο εδικός μας ή ίδιος με μας. Η λέξη «λαός» ή λεώς ή λειώς (σύνθετα -λλα, -λια, – λεας, – λειον …) σημαίνει στην κυριολεξία το ενόργανο σώμα, δηλαδή οργανωμένα σύνολα ανθρώπων. Από τη λέξη λαός και τα: λεω-φόρος, βασίλειο, βασιλέας, παν – λαϊκός > παλλαϊκός, – παλλάς. Η λέξη «λαός» έχει τονικό παρώνυμο τη λέξη «λάος ή λας» που σημαίνει ο λίθος (Απολλόδωρος, Α, 72), η πέτρα, εξ ου και λατομείο. Σύμφωνα με τον μύθο του Ομήρου : «λαούς δε λίθους ποίησε Κρονίων» μετ. ο θεός Κρόνος έπλασε την ανόργανη λιθική ύλη (τον πηλό, σύμφωνα με τη χριστιανική Θρησκεία) σε οργανική, σε ανθρώπους και ζώα. Συνεπώς το όνομα ΕΛΛΑΣ > ΕΛΛΑΔΑ ετυμολογικά σημαίνει ο εδικός μας λαός, οι άνθρωποι από την ίδια ύλη, οι άνθρωποι του αυτού λαού, η αδελφότητα, οι γεννημένοι από την ίδια δελφύδα (μήτρα).

Άλλη ετυμολογική προσέγγιση του ονόματος Ελλάς είναι και από τη ρίζα Ελλ-, και εκφράζει την έννοια του υψηλού, του μεγάλου, του τρανού, για παράδειγμα έλλαμψις –εως (η). λάμψη ακτινοβολία // μετ. φωτισμός υπό του θείου, ελλόγιμος –ον. αξιόλογος, σημαντικός, έλλογος –ον. αυτός που έχει νου, λογικό κ.τ.λ. Δηλαδή Ελλάς σημαίνει χώρα υψηλή, μεγάλη, που φαίνεται και η κάθοδος ομάδων, φυλών, που ήλθαν από υψηλότερα διαμερίσματα της ελληνικής χερσονήσου. Οι Πελασγοί, οι οποίοι κατοικούσαν τότε στις νοτιότερες περιοχές, τους ονόμασαν Έλληνες, δηλ. υψηλούς, είτε γιατί ήταν υψηλοί στο ανάστημα, είτε γιατί ήλθαν από υψηλότερα μέρη, όπως λέμε σήμερα ορεσίβιοι, βουνίσιοι.

Άλλη εκδοχή για το όνομα, η οποία προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια, είναι του Αλεξανδρινού γραμματικού του Ε’ μ. Χ. αιώνα και συγγραφέα του περίφημου λεξικού της ελληνικής γλώσσης Ησύχιου, ο οποίος έλεγε ότι Έλλα ονόμαζαν οι Λάκωνες (φύλο Δωρικό) την καθέδρα (μητρόπολη). Σαφές δηλωτικό του ότι Ελλάς – Έλληνες είναι η χώρα των αυτοχθόνων ανθρώπων.

Τι αναφέρουν τα αρχαία κείμενα

Τα αρχαία κείμενα και οι παραδόσεις αναφέρουν ότι ο γενάρχης των Ελλήνων ήταν ο ΕΛΛΗΝ, γιος του Δία και της Πύρρας ή της Δορίπης, ή του Δευκαλίωνα, γιου του Προμηθέα, και της κόρης του Επιμηθέα, Πύρρας.

defkalion

Ο Δευκαλίων και η Πύρρα εκτός από τον Έλληνα είχαν και τρία ακόμη παιδιά τον Αμφικτύωνα, την Πρωτογένεια και την Μελανθώ. Ο Απολλόδωρος ο Ρόδιος (βιβλίο Α’), αναφέρει ότι ο ΕΛΛΗΝ με τη νύμφη Ορσηίδα απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο. Αυτό είναι καταγεγραμμένο και στους καταλόγους των ΗΟΙΩΝ 4 (7)2 του Ησιόδου όπου και διαβάζουμε: «Ἓλληνος δε ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος Δῶρος τε Ξοῦθος τε και Αἴολος ἱιππιοχάρμης». ( Μετ. κι από τον Έλληνα, το φιλοπόλεμο το βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος και ο Ξούθος και ο Αίολος που από τ’ άρματα επολέμα. (Απ’ αυτούς τους τρεις κατάγονται οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες με τους Αχαιούς).

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι, κατά τη συνήθεια, που χαρακτηρίζει τις παραδόσεις για την προέλευση κάποιων σημαντικών ανδρών ή φυλών, οι κάτοικοι του τόπου αυτού παρουσιάζουν και τον Έλληνα, τον επώνυμο ήρωα ως γενάρχη της Ελληνικής φυλής, να έχει γεννηθεί από θεούς ή γιους θεών ή ημιθέων.

Ο Στράβων στα Γεωγραφικά του Θ΄ C. 431-432, εκδ. Κάκτος αναφέρει:
«.. Φαρσάλιοι μεν δεικνύουσιν από εξήκοντα σταδίων της εαυτών πόλεως κατεσκαμένην πόλιν ήν πεπιστεύκασιν είναι την Ελλάδα ..» μετ. (οι κάτοικοι των Φαρσάλων, δείχνουν στα εξήντα στάδια από την πόλη τους μία ερειπωμένη πόλη που πιστεύουν ότι είναι η Ελλάδα …) και συνεχίζει: «.. Μελιτταιείς δ΄ άπωθεν εαυτών όσον δέκα σταδίους ωκήσθαι την Ελλάδα πέραν του Ενεπέως, ήνικα η εαυτών πόλις Πύρρα ωνομάζετο, εκ δε της Ελλάδος εν ταπεινώ χωρίω κειμένης εις την εαυτών μετοικήσαι τους Έλληνας μαρτύριον δ΄ είναι τον εν τη αγορά τη σφετέρα τάφον του Έλληνος ..» μετ. (Οι Μελιταιείς πάλι, μακριά από τον οικισμό τους κάπου δέκα στάδια, λένε ότι χτίστηκε η Ελλάδα μετά τον Ενιπέα, τότε που η πόλη τους λεγόταν Πύρρα, ενώ από την Ελλάδα που βρισκόταν στα πεδινά, ήρθαν οι Έλληνες και έμειναν στην κώμη τους. Απόδειξη έχουν στην αγορά τους τον τάφο του Έλληνα ..).

fthia

Πιστεύεται ότι στην αρχαία Θεσσαλική Φθία (μέρος της σημερινής Φθιώτιδας), μεταξύ του Ενιπέα ποταμού και του Φθιωτικού Ασωπού βρισκόταν το βασίλειο του Έλληνα, με έδρα την πόλη Ελλάδα την οποία έκτισε αυτός, μετέπειτα αυτή ήταν έδρα του Πηλέα πατέρα του Αχιλλέα και αποτελούσε το κράτος αυτού (Ιλιάδα Ι.478).

Δηλαδή εκεί όπου κατέφυγαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό3. Δεν είναι τυχαίος ο μύθος του Δευκαλίωνα- γιος του Προμηθέα, αρχαιότερος βασιλιάς της Θεσσαλικής Φθίας-, που μας αναφέρει ο Απολλόδωρος (Α, 72), σύμφωνα με τον οποίο μετά τον αφανισμό των πρώτων κατοίκων της Φθίας από τον κατακλυσμό, ο Δευκαλίων δημιουργεί, με τη συμπαράσταση των θεών, νέο ανθρώπινο γένος. Το γένος του γιου του, του Έλληνα, το ονομασθέν ελληνικό. Αλλά και στα αποσπάσματα των ΗΟΙΩΝ του Ησιόδου 48 (115) διαβάζουμε: «ἦ τοι γαρ Λοκρός Λελέγων4 ἡγήσαντο λαῶν, τους ῥά ποτε Κρονίδης Ζεύς τους ἄφθιτα μήδεα εἰδώς λεκτούς ἐκ γαίης ἀλέας πόρε Δευκαλίωνι». (μετ. Και ο Λοκρός βασίλεψε στον λαό των Λελέγων, που ένα καιρό ο Δίας ο γιος του Κρόνου, που αθάνατες στο νου του έχει βουλές, τους μάζεψε φτιαγμένους από γη (πηλό) και τους έδωσε στον Δευκαλίωνα).

Ο Όμηρος πρώτος, στα έπη του, κάνει αναφορά για τους Αχαιούς, τους Πανέλληνες, την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά και για τους Πελασγούς και Φθίας (Φθιωτείς). Οι Έλληνες που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα ονομάζονται ο λαός που κατοικούν στην Φθία, λαός των Ελλήνων ή Μυρμιδόνων των οποίων ηγέτης ήταν ο Αχιλλέας. Οι Έλληνες αυτοί λέγονται και Πανέλληνες. Με το όνομα αυτό δηλώνεται απλά η ένωση των Ελλήνων, όπως ονομάζεται ο λαός της Φθίας, μία απλή φυλετική ένωση των διαφόρων κλάδων αυτής της φυλής.

«… Νῦν αὖ τους ὅσοι το Πελασγικόν Ἄργος ἔνοιον οἵ τ’ Ἄλον οἵ τ’ Άλόπην οἵ τε Τρηχῖν . ἐνέμοντο, οἵ τ’ εἶχον Φθίην ἠ δ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δε καλεῦοντο και Ἓλληνες και Άχαιοί, τῶν δ’ αὗ πεντήκοντα νεῶν ἧν ἀρχός Άχιλλεύς.» Ιλιάς. Β’, 681 – 685. Μετ. Ι. Πολυλά (…Και απ’ τ’ Άργος το Πελασγικό οσ΄ ήλθαν και από την Άλον και από την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπην όσοι κι’ όσοι απ’ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθία και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν, πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης).

Στην τριμελή αντιπροσωπεία προς στον Αχιλλέα, που ήλθε για να τον παρακαλέσει να επιστρέψει ξανά στον πόλεμο μετά την διαμάχη που είχε με τον Αγαμέμνονα, εκείνος έδωσε την εξής απάντηση: «Άχαιΐδαις πάμπολλες ἡ Ἑλλάς ἔχει κι ἡ Φθία κόρες προκρίτων δυνατῶν όποῦ δεσπόζουν χώρες». Ιλιάς Ι’, 395 -396. Με αυτόν τον τρόπο αντέκρουσε τις προσφορές και τα δώρα του Αγαμέμνονα μαζί και την πρόταση να του δώσει για σύζυγο μία από τις τρεις κόρες του. Ο Αγαμέμνων ήθελε με τον τρόπο αυτό να τον εξευμενίσει, για τη προσβολή που του είχε κάνει, να του αρπάξει μέσα από τη σκηνή του «το τρόπαιο», που του είχε δώσει ο ίδιος, τη Βρισηίδα. Ο δε Φοίνικας (ένας από τους αντιπροσώπους που ήταν και παιδαγωγός του, ενώ οι άλλοι δύο ήταν ο Αίας ο Τελαμώνιος και ο Οδυσσέας) στην προσπάθειά του να μεταπείσει τον Αχιλλέα, του υπενθύμησε τον τρόπο που ήλθε στην πόλη του «…μακράν να φύγω εδιάβηκα ‘πο την πλατειά Ελλάδα κι έφθασα ‘ς την καλόσβωλον, την αρνοτρόφον Φθία…». Ιλιάς Ι’ 478 – 479.

Ακόμη και στο Β’ της Ιλιάδος (στοίχοι 527 – 530) κάνει αναφορά ο Όμηρος για το πώς, πόσοι και από ποια μέρη ήλθαν στη Τροία «…Λοκρῶν δ’ ἡγεμόνευεν Οἴλειος ταχύς λίαν, μείων, οὐ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας, ἀλλά πολύ μείων, ὀλίγον μεν ἐην λινοθώραξ, ἐγχείη δ’ ἐκέκεστο Πανέλληνας και Άχαιούς» (Μετ. Πολυλά: των Λοκρών ήταν αρχηγός ο Οιλείδης ταχύς Αίας πολύ πολύ μικρότερος του Τελαμωνιάδη εις το σώμα, και μικρόσωμος λινοθωρακωμένος, των Πανελλήνων και Αχαιών εις το κοντάρι πρώτος).

Η Ελλάς και η Φθία αναφέρονται στην Ιλιάδα ως ελληνικές πόλεις ευρισκόμενες κοντά κοντά έχοντας κάθε μία και την περιοχή της « Φθίην ήδ’ Ελλάδα»(Ιλιάδα Β’ 683). Αρχαιότατα ή Φθία (Φθιώτιδα) εκατώκειτο από τους Αχαιούς και ονομάζετο κοιτίδα των Αχαιών, Αχαιίς ή Αχαία, ή Αχαία Φθιώτης. Από αυτή δε πιθανότατα οι Αχαιοί να αποίκησαν στην Πελοπόννησο και στις άλλες τότε περιοχές.

Μία δε μεταγενέστερη παράδοση κατά Στράβωνα Η’ 383 – 389, θέλει τον Αχαιό γενάρχην των Αχαιών, εγγονό του Έλληνα και ως πρώτη πατρίδα αυτών την ευρισκόμενη στη Θεσσαλική Φθία κοιτίδα των Ελλήνων. Στους ιστορικούς χρόνους ένας λαός της Φθίας φέρει πάντοτε το όνομα των Αχαιών των Φθιωτών και ο Αχαιός γίνεται πατέρας του Φθίου (Ηροδ. Β’ 98).

Από αυτήν την Αχαΐα, σύμφωνα με τη μυθολογία, πλάστηκαν οι άνθρωποι από τον Δευκαλίωνα και απ’ αυτή έγιναν οι πρώτες μεγάλες εξερευνητικές θαλάσσιες αποστολές από τον Φρίξο τον κάτοικο της Αλού. Αυτού τα ίχνη μετ’ ολίγον ακολούθησε και ο Ιάσων (Αργοναυτική εκστρατεία). Τους μύθους αυτούς τους βεβαιώνουν σήμερα τα ίχνη των νεολιθικών οικισμών, που βρέθηκαν και ερευνήθηκαν από την Αρχαιολογία σε αυτή την Φθιωτική Αχαΐα.

Στην Οδύσσεια, απ’ αυτήν την Ελλάδα, η παρά την Φθία κειμένη μητρόπολης των Ελλήνων και όλη η εκτός Πελοποννήσου ελληνική χώρα καλείται Ελλάς και το όνομα αυτό τίθεται παράλληλα όχι προς την Φθία αλλά προς το Άργος, ήτοι την Πελοπόννησο «…Άνδρός, το κλέος εὐρύ καθ’ Ἑλλάδα και μέσον Άργος». Μετ. Ι. Πολυλά : του άνδρα (τον Οδυσσέα) που η φήμη του μεγάλη στην Ελλάδα και στη μέση του Άργους. Οδύσσεια Α’, 344. Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του (1 – 56, Η – 23, Ζ – 95) αναφέρει: «τῆς νῦν Ἑλλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης». Μετ. (την τωρινή Ελλάδα, προηγούμενα την αποκαλούσαν Πελασγική ). Ακόμη αναφέρει ότι οι και οι Δωριείς παλαιά εκαλούντο Έλληνες και ότι στην Πελοπόννησο ονομάσθηκαν Δωριείς («ἐόντα τό ἀρχαῖον, τό μέν (Ἰωνικόν) Πελασγικόν τό δέ (Δωρικόν) Ἑλληνικόν ἒθνος»). Κατ’ ουσίαν όλη η δωρική μετανάστευση φαίνεται μετανάστευση και επέκταση ελληνική, ήτοι της φυλής των Ελλήνων.

Λόγο γλαφυρό, για τους Έλληνες της Φθίας (Φθιώτιδος) και για το όνομα Ελλάς και Έλληνες, κάνει και ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (Τόμος Α’) εκδ. ΔΑΙΔΑΛΟΣ Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ. Παράγραφος 3. και σε μετάφραση Ξιφαρά – Βασιλείου (αφήνοντας την ορθογραφία του κειμένου) διαβάζουμε: «Την αδυναμία των παλαιών απόδειξις ουχί ελαχίστη είναι δι’ εμέ και το εξής: Προ των Τρωϊκών δηλαδή δεν φαίνεται να επιχείρησε τίποτε ηνωμένη η Ελλάς. φρονώ δε ότι δεν είχεν ακόμη ούτε το όνομα αυτό ολόκληρο η χώρα, αλλά προ των χρόνων του Έλληνος του υιού του Δευκαλίωνος δεν υπήρχε καθόλου η ονομασία αυτή και έδιδον εις την χώραν κατά τόπους το όνομα των οι διάφοροι λαοί [οι οποίοι κατώκουν αυτήν], εις τα περισσότερα δε μέρη οι Πελασγοί [ήσαν οι παλαιότεροι κάτοικοι των Ελληνικών χώρων]. Ότε δε ο Έλλην και οι παίδες αυτού έγιναν ισχυροί εις την Φθιώτιδα και τους προσεκάλουν εις τας άλλας πόλεις ως βοηθούς, τότε πλέον και οι άλλοι λαοί, καθένας χωριστά, ήρχισαν να ονομάζωνται Έλληνες λόγω της συχνοτέρας συναναστροφής μετ’ αυτών, αλλά το όνομα τούτο επί πολύν ασφαλώς χρόνον δεν είχε την δύναμιν να επικρατήση εις όλους. Αποδεικνύει δε τούτο προ πάντων ο Όμηρος, διότι, αν και υπήρξε πολύ μεταγενέστερος (έζησε περί τα μέσα του 9ου π. Χ. αιώνα) και από τα Τρωϊκά ακόμη, πουθενά δεν μεταχειρίσθη το όνομα Έλληνες δι’ όλους τους εκστρατεύσαντας ούτε δι’ άλλούς τινάς, παρά μόνον διά τους στρατιώτας του Αχιλλέως’ τους ελθόντας από την Φθιώτιδα, οι οποίοι βεβαίως ήσαν και ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Αποκαλεί δε εις τα ποιήματά του τους εκστρατεύσαντας Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Επίσης δεν έχει ονομάσει ούτε βαρβάρους, διότι, κατά την γνώμην μου, το όνομα Έλληνες δεν είχε ακόμη χωρισθεί ως μία αντίθετος ονομασία (δεν είχε επικρατήσει ακόμη η διάκρισις των ανθρώπων εις Έλληνας και βαρβάρους). Αυτοί λοιπόν που ωνομάσθησαν έκαστοι χωριστά Έλληνες, εν πρώτοις όσοι συνεννοούντο μεταξύ των κατά πόλεις και κατόπιν όλοι μαζί, δεν έκαναν τίποτε αθρόοι προ των Τρωϊκών από αδυναμίαν και έλλειψιν επικοινωνίας μεταξύ των. αλλά και την εκστρατείαν ταύτην την ανέλαβον από κοινού, ότε πλέον είχον εξοικειωθή περισσότερον με την θάλασσαν».

Η λέξη Πανέλληνες, με τη σημασία του συνόλου του Ελληνικού γένους.

Αναφέρεται για πρώτη φορά στα μέσα του 7ου π. Χ. αιώνα, από τον Ησίοδο «…οὐδέ οἱ ἠέλιος δείκνυ νομόν ὁρμηθῆναι ἀλλ’ ἐπί κυανέων ἀνδρών δῆμόν τε πόλιν τε στρωφᾶται βράδιον δε Πανελλήνεσσι φαείνει». (…Ο ήλιος τότε δεν του δείχνει τη βοσκή, όπου θα τρέξει, γιατί γυρίζει πάνω απ’ τον λαό και την πολιτεία των μαύρων ανθρώπων [των Αιθιόπων], και αργεί να φωτίσει τους Έλληνες). Ησίοδος, ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ 526 – 528. ΕΚΔ. Δαίδαλος, Μετ. Π. Λεκατσάς.

Το αυτό υποστηρίζει και ο Ξενοφών στην Ανάβασή του (5, 6, 23).

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, Ελλάς ήταν όλη η χώρα συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου (και όχι μόνον αυτή που προσδιόριζε ο Όμηρος), γιατί άπαντες οι Έλληνες πάντα και συνέχεια ομιλούν μίαν γλώσσα: «το Ἑλληνικόν γλώσση αἰεί τῆ αὐτῇ διαχρᾶται».

Το ότι στον χώρο της Ελλάδος υπήρξαν πολλές πόλεις – κράτη, δεν άλλαξε την ουσία. οι πολίτες τους ήταν Έλληνες, γιατί είχαν την ίδια γλώσσα την ελληνική, τους ίδιους θεούς και την ίδια λατρεία. Πολεμούσαν μεταξύ τους, αλλά στον κοινό κίνδυνο ενώνονταν. τότε ιδιαίτερες αντιλήψεις και πολιτικά πάθη παραμερίζονταν και η πανελλήνια συνείδηση δέσποζε σε όλη την Ελλάδα. Αυτό που χαρακτηρίζει τους σημερινούς Έλληνες αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αποδείξεις της συνέχειας της Ελληνικής φυλής. Οι Νεοέλληνες έχουν τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα που χαρακτήριζαν τους αρχαίους προγόνους τους.

Όσο για τα ιδιαίτερα ονόματα των φύλων, αυτά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα για να δηλώσουν τους κατοίκους συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής της Ελλάδος (Θεσσαλοί, Στερεοελλαδίτες, Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, κλπ).

Αντίθετη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος Ελλάς και Έλληνες

Μία άλλη αργότερα, αντίθετη, εκδοχή για την καταγωγή του γενάρχου των Ελλήνων (όχι και τόσο ισχυρή) φέρνει την έρευνα σε άλλες πηγές ολιγότερο μυθολογικο-ιστορικές, υποστηρίζοντας ότι το όνομα Ελλάς και Έλλην προήλθε από τους ιερείς του μαντείου της Δωδώνης τους Ελλούς ή Σελλούς. Αυτούς δε τους αναφέρει και ο Όμηρος [ (Ιλιάς Π 233 -235) «Ζεῦ, ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνη, μηδέν δυσχειμέρου ἀμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ’ ὑποφήται ἀνιπτόποδες χαμαιεύναι». Μεταφ. Πολυλά « Δία, βασιλιά Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κατοικείς μακριά και προστατεύεις τη Δωδώνη από τον βαρύ χειμώνα. γύρω δε οι Σελλοί κατοικούν, οι ερμηνευτές των χρησμών σου που κοιμούνται κατά γης και έχουν άνιπτα πόδια»]. Υπέρ αυτής της εκδοχής του ονόματος συνηγορεί, πρώτος και μόνος Έλληνας, ο μεγάλος διανοητής και συγγραφέας της κλασσικής Ελληνικής αρχαιότητος, ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά του (Α, 14), όπου αναφερόμενος στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα γράφει: « Καί γάρ οὗτος περί τον Ἑλληνικόν ἐγένετο μάλιστα τόπον. αὕτη δ’ ἐστίν ἡ περί την Δωδώνην και τον Άχελώον. οὗτος γάρ πολλαχοῦ το ῥεῦμα μεταβέβληκεν. ᾬκουν γάρ οἱ Σελλοῖ ἐνταῦθα καί οἱ καλούμενοι τότε μεν Γραικοῖ5, νῦν δ’ Ἕλληνες». Μεταφ. « Καθόσον μάλιστα αυτός έγινε γύρω στην αρχαία Ελλάδα. αυτή είναι η χώρα που ευρίσκεται γύρω από τη Δωδώνη και τον Αχελώο. Και αυτού το ρεύμα σε πολλά σημεία μετεβλήθη. Κατοικούσαν δε εκεί οι Σελλοί και οι λεγόμενοι τότε μεν Γραικοί σήμερον δε Έλληνες». Εύκολο είναι να εννοήσουμε ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην στενή τοπική περιοχή, του άνω ρου του Αχελώου και στην Δωδώνη και οι από Γραικοί μετονομασθέντες Έλληνες ήταν μόνον ο Γραικός ονομαζόμενος μικρός λαός της Ηπείρου, και δεν πρόκειται περί της γενικής εις έκταση χρήσεως του ονόματος κατά την ιστορική περίοδο Έλλην και Ελλάς. Φαίνεται δε ότι και οι Γραικοί, όπως και οι Σελλοί, ονομάζονταν στην αρχή στην Δωδώνη οι ερμηνευτές των χρησμών (οι υποφήτες). Επομένως, ο συσχετισμός του ονόματος Έλλην και Έλληνες προς τους Ελλούς ή Σελλούς εξασθενίζει εκ του ότι αυτοί δεν ήταν λαός, αλλά ένας ιερατικός όμιλος. Σήμερα δε θεωρείται ότι η εκδοχή αυτή δεν είναι γνήσια του Αριστοτέλη, γιατί σύμφωνα με τους ετυμολόγους, οι Ελλοί ή Σελλοί ήταν αυτοί που λίγα έλεγαν και πολύ εσιώπαιναν.

Αλλά το περίεργο είναι ότι και στην περίπτωση αυτή, το όνομα Έλλην συνδέεται με ανεπτυγμένους πνευματικώς προγόνους, που υπονοεί ή συμβολίζει την πνευματική υπεροχή της φυλής των Ελλήνων.

Μετά δε τον Αριστοτέλη κανένας Έλληνας συγγραφέας ή ιστορικό μνημείο δεν κάνει σπουδαίο λόγο για το όνομα. Εις τον ιστορικό πίνακα του περίφημου Πάριου μαρμάρου (βρέθηκε στην νήσο Πάρο το 1627, σήμερα βρίσκεται στην Αγγλία) αναφέρεται απλώς (στ. 8 -11)
Ά[φ’ οὗ Άμφι]κτύων ὁ Δευκαλίωνος ἐβασίλευσεν ἐν
Θερμοπύλαις…βασιλεύοντος Αθηνῶν Αμφικτύονος
… και Ἕλληνες [ὧν] ὀνομάσθησαν το πρότερον Γραικοῖ καλούμενοι.

Στο χρονικό τούτο των χρόνων του Ελληνισμού περί Γραικών μαθαίνουμε ότι το όνομα Γραικός εθεωρείτο αρχαιότερο του ονόματος Έλλην.

Περί του ονόματος Γραικός και Γραικοί

Μνεία του ονόματος τούτου κάνει, για πρώτη φορά, ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος (750 – 700 π.Χ.), στο έργο του Κατάλογος ΗΟΙΑΙ 1(4) : «Κούρη δ’ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος Πανδώρη Διί πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων, μειχθεῖσ’ ἐν φιλότητι τέκεν Γραῖκον μενεχάρμην». (Μετ. Π. Λεκατσά: Και στα παλάτια η κόρη του λαμπρού του Δευκαλίωνα, η Πανδώρα, με τον πατέρα Δία, που σ’ όλους τους θεούς ηγεμονεύει, ερωτοσμίγοντας, εγέννησε τον πολεμόχαρο τον Γραίκο).

Επίσης και ο Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α, VII, 2-3. Αναφέρει ότι ο Έλλην έδωσε τ’ όνομά του στους Έλληνες, που ως τότε ελέγοντο «Γραικοί». «…αὐτός μέν οὖν ἀφ’ αὐτοῦ τούς καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Ἕλληνας…».

Την παλαιότητα όμως του ονόματος Γραικοί καταδεικνύει η επικράτηση αυτού στο Λάτιο (σημερινή Ιταλία), προτού αποφανθεί ο Αριστοτέλης. Οι Λατίνοι είχαν δώσει στους Έλληνες το όνομα Graeci = Γραικοί το οποίο από αυτούς πέρασε, παραλλαγμένο, έπειτα και στις νεώτερες Ευρωπαϊκές γλώσσες (Γαλλ. Grecs, Γερμ. Griechen, Ιταλ. Greci, Αγγλ. Greeks). Και αυτό έχει μία αληθοφάνεια αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις μαρτυρίες του Στράβωνα (ο οποίος είχε κατά νου στη συγγραφή του έργου του, όλους τους αρχαίους συγγραφείς) ότι μέρος των Πελασγών, του αρχαίου μεγάλου αυτού ελληνικού φύλου, ήλθε και αποίκησε στη Τυρρηνία την μετονομασθείσα αργότερα Ετρουρία του Λατίου.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, από την παράδοση των μεγάλων Ελλήνων ιστορικών, μπορούμε να θεωρήσουμε, ότι κατά την Μυκηναϊκή περίοδο ωνομάζοντο οι κάτοικοι πράγματι κατά έθνη: Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι κ.τ.λ. σε αντίθεση προς τους Πελασγούς που επίσης αναφέρουν: «η γλώσσα δε αυτών ήταν κοινή και από την οποία από το 1200 π.Χ. όταν δηλαδή έγιναν οι μεγάλες εσωτερικές αναστατώσεις (Κάθοδος των Δωριέων), πήγασαν οι τέσσερις μεγάλες διάλεκτοι (Δωρική, Ιωνική – Αττική, Αιολική ή Αχαϊκή και η κοινή Δωρικοαιολική). Η δε χώρα κατά την γεωμετρική περίοδο 1100 – 800 π.Χ. έλαβε το όνομα ΕΛΛΑΣ και ΕΛΛΗΝΕΣ οι κάτοικοί της, σταθεροποιήθηκε δε το όνομα το 776 π.Χ. με την αρχή των Ολυμπιάδων. Με περιορισμένη όμως τοπική έκταση, και μάλιστα από τις Θερμοπύλες και κάτω συμπεριλαμβάνοντας και τα παρακείμενα νησιά. Κατά τους Μηδικούς (Περσικούς) πολέμους ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας μετά την μάχη των Πλαταιών, το έτος 479 π.Χ., έλαβε το όνομα «Ελλήνων αρχός = Ελλήνων αρχηγός», ήτοι αρχηγός όσων μετείχαν (Πελοποννησίων, Νησιωτών και της Στερεάς) σε εκείνη την κρισιμότατη για την τύχη της Ελλάδος και της Ευρώπης μάχη.

Η γλώσσα των Ελλήνων, όπως είναι γνωστή στην επιστήμη, υπήρχε ακόμη και προ του τέλους της Β’ π. Χ. χιλιετηρίδας, από τότε δηλαδή που δεν είχαν ακόμη οι Έλληνες πλήρη συνείδηση εθνικής ενότητας, και επομένως ούτε κοινό όνομα με το οποίο να χαρακτηρίζονται ότι αποτελούσαν ένα έθνος. Επί ολόκληρο λοιπόν διάστημα τεσσάρων και πλέον χιλιάδων ετών υπάρχει η ελληνική γλώσσα, και κατά συνεχή παράδοση μεταδίδεται από γενεά σε γενεά και χωρίς να μεταβάλλεται («αείποτε μεταβάλλετο»), ώσπου έλαβε την σημερινή της μορφή, έχουσα ύψιστο και κύριο προορισμό, όπως και κάθε γλώσσα, να υπηρετεί όσον δυνατόν καλύτερα τις ποικίλες υλικές, ψυχικές, ηθικές και άλλες ανάγκες όλων εκείνων που αποτελούν και ανήκουν στο έθνος, το φέρον στην ιστορία το όνομα ΕΘΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ.

Η σχέση του ονόματος Έλλην και Έλληνες με το Αμφικτύων και Αμφικτιονία

Οι Έλληνες, αφού προήγαγαν την λατρεία του Απόλλωνα στην Θεσσαλία, ίδρυσαν την Πυθώ των Τεμπών και το Ορμίνιον (Ομηρική πόλης της Θεσσαλίας, ίσως η σημερινή Πορταριά), δηλαδή την αμφικτιονία της Όσσης. Μετά δε την εγκατάλειψη και την επικράτησή τους στους Δελφούς και στην Δωρίδα, ίδρυσαν εδώ και στις Θερμοπύλες το μεγάλο αμφικτιονικό συνέδριο των Θεσσαλών, ήτοι των ελληνικών πόλεων και δια μέσου της ιεράς οδού η οποία ένωνε την Πυθώ των Δελφών με την Πυθώ των Τεμπών σταθεροποίησαν σε μία θρησκευτική και εθνική ενότητα όλη την από Όλυμπο και Μακεδονία μέχρι των Δελφών και Θερμοπυλών Ελλάδα, και με αυτόν τον τρόπο κατέστησαν και το όνομα, το μέχρι πρότερα Ιερό, των μετεχόντων της μεγάλης ελληνικής αμφικτιονίας και τον Έλληνα αδελφό του Αμφικτύωνος, και άπλωσαν το όνομα Έλλην και Ελλάς σε όλη την τότε ιστορική Ελλάδα.
Τοιουτοτρόπως η ποίηση και η παράδοση έφεραν τόσο κοντά τα δύο ονόματα ώστε να παριστά το μεν ένα (το Αχαϊκό), την Ελλάδα της προϊστορίας, το δε άλλο (Ελλάς) την ιστορική Ελλάδα.

1. ΠΕΛΑΣΓΟΙ: Το όνομα Έλλην ή άλλο με συγγενή προφορά, το οποίο έγινε Έλλην, υπήρχε και στους προϊστορικούς χρόνους, αφού και οι Αρκάδες, οι θεωρούμενοι κατά την παράδοση ότι ήταν οι πρώτοι Πελασγοί, ελέγοντο και «ΠΡΟΣΕΛΗΝΟΙ» Οι Πελασγοί ήταν μεγάλος λαός και είχε επεκταθεί στην νοτιοανατολική Ευρώπη, και κυρίως στην ελληνική χώρα, στην Μ. Ασία, την Κρήτη, την Κύπρο κ.α. (βλέπε Θουκυδίδης Ι V 109, Ηρόδοτος Ι V 145 – 150 και V Ι 137, Πλούταρχος « Ηθικά 305 – 365 και Θωμόπουλος «Πελασγικά» σελίς 3). Ο δε Στράβων στα «Γεωγραφικά» του τόμος Α’ σελίς 294 -296 και 331 λέει: «αρχαίον φύλον κατά την Ελλάδα πάσαν επιπόλασαν», ήταν διασκορπισμένοι, και βρισκόντουσαν «παρά τοις Αιολεύσι της κατά Θετταλίαν… και της Κρήτης έποικοι γεγόνασι ως φυσίν Όμηρος…και Πελασγικόν Άργος, η Θεσσαλία λέγεται…πολλοί δε και τα Ηπειρωτικά έθνη Πελασγικά ειρήκασι…τον Δία τον Δωδωναίον αυτός ο ποιητής (ο Όμηρος) ονομάζει Πελασγικόν. «Ζεύ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ», και την «Πελοπόννησον δε Πελασγία φησί Έφορος κληθήναι» (λέγει ο ιστορικός Έφορος ότι ονόμαζαν).
2. ΗΟΙΑΙ: Ποιήματα όπου ήταν γραμμένα τα γενεολογικά δένδρα των Ηρώων από ρίζα ενδόξου προμήτορος. Ονομάσθηκαν Ηοίαι από την επανάληψη στην αρχή κάθε κεφαλαίου των λέξεων «…η οίη κ. λπ.»
3. ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ: Ως προς τον κατακλυσμό, πιστεύεται ότι πρόκειται για μία μεγάλη μεταβολή, που έγινε στον φλοιό της γης, κατά την μετάβαση αυτής από την τεταρτογενή στην πεμπτογενή περίοδο, την οποία αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες ως γεγονός το οποίο μέσα από την παράδοση και τον μύθο το μετέδωσαν με λεπτομέρειες στους απογόνους των. Για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα υπάρχουν και τοπικές παραδόσεις, όπως των Μεγάρων, του Άργους, της Αρκαδίας, της Ήλιδος όπου βασιλιάς ήταν ο Αέθλιος (έγγονος του Δευκαλίωνα), της Αθήνας, της Αιτωλίας όπου βασιλιάς της ήταν ο Ορεστός (γιος του Δευκαλίωνα), του Παρνασσού όπου στην κορυφή του, καθώς ελέγετο, στάθηκε ή «λάρναξ» του Δευκαλίωνα, από την οποία όταν βγήκε και αφού θυσίασε στον Δία Φύξιον, ξαναδημιούργησε το ανθρώπινο γένος μαζί με την σύζυγό του Πύρρα, ρίχνοντας λιθάρια πίσω τους (τα οστά της μάνας Γης σύμφωνα με τον χρησμό του μαντείου των Δελφών) και από αυτά δημιουργήθηκαν αμέσως άνθρωποι. Για τη Θεσσαλία, όπου ιδίως εντοπίζεται ο κατακλυσμός και η τομή των Τεμπών, που μέσα από αυτή διέφυγαν τα νερά και μετεβλήθη η μεγάλη τότε λίμνη σε ευφορότατη πεδιάδα, κάνουν λόγο ο καθηγητής της προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης Βλαδ. Μολόισιτς, ο γεωλόγος Γιούκ και οι αρχαιολόγοι Σνάιτερ, Ανγκέλις, και Μπίλιντς οι οποίοι ερεύνησαν τα παλαιολιθικά στρώματα αυτής. Στην Ήπειρο και σε πολλούς άλλους τόπους της αρχαίας Ελλάδος.
4. ΛΕΛΕΓΕΣ: Προϊστορικός λαός, του οποίου υπολείμματα αναφέρουν οι αρχαίοι στις ακτές της κυρίως Ελλάδος, της Μ. Ασίας και στα νησιά. Χαρακτηρίζονται ως ληστρικός και νομαδικός λαός περιφερόμενος εδώ και εκεί, όπως και οι Πελασγοί. Μεταξύ τους δε είχαν πάντα έχθρα.
5. ΓΡΑΙΚΟΣ: Επώνυμος ήρωας των Γραικών γιος του Δία και της Πανδώρας (Ησίοδος). Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι Γραικοί κατοικούσαν εκεί που έγινε ο κατακλυσμός την εποχή του Δευκαλίωνα. Ο Στέφανος Βυζάντιος ταυτίζει τον Γραικό προς τον Έλληνα και τον ονομάζει γιο του Θεσσαλού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *