Για τον εμφύλιο

FtS65 [Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2002]

Η αναφορά μας προ καιρού στους ήρωες της εθνικής μας αντίστασης, με αφορμή μία τοπική γιορτή μνήμης, τη σχετική συζήτηση που επακολούθησε και μέσα από τη ΦτΣ, δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε ότι θα είχε τόση συνέχεια. Ιδιαίτερα νέα παιδιά του Σκαμνού που γεννήθηκαν πολύ μετά τον πόλεμο, όπως άλλωστε αρκετοί και εξ ημών λ.χ. ο υπογραφόμενος, θέτουν ερωτήματα. Ζητούν οι νέοι μας περισσότερες διευκρινήσεις και εμφανίζονται υποψιασμένοι και απορημένοι διαπιστώνοντας την κάθετη θέση μας να περιορίσουμε τα σχόλια και αναφορές μας στους ήρωες που έπεσαν πολεμώντας τον κατακτητή και να αποφύγουμε κάθε αναφορά στον αδελφοκτόνο σπαραγμό.

Άλλοι καιροί και άλλα ήθη. Οι νέοι μας -ίσως και να΄ χουν δίκαιο- θέλουν να μάθουν από τις δικές τους πηγές αλήθειες ιστορικές και αν από αυτή την ιστορική διερεύνηση προκύψουν οδυνηρά μηνύματα, να τα πάρουν σαν μάθημα και παράδειγμα προς αποφυγή στα παραπέρα βήματά τους.

Δύσκολο το έργο και ασφαλώς δεν φαίνεται, εξ όσων στοιχείων έχουμε υπόψη μας, ότι υπάρχει σήμερα μία πλήρης ιστορική καταγραφή, με όλα τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικότητας που θα μπορούσε κανείς να τα χρησιμοποιήσει σαν αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης. Το γεγονός ότι μετά τον εμφύλιο πέρασαν πάνω από 50 χρόνια, δεν φαίνεται ότι από μόνο του σηματοδοτεί την ασφαλή απόσταση της ιστορικής καταγραφής.

Το βασικότερο στοιχείο κατά την εκτίμησή μας εδώ είναι ότι για ένα μεγάλο διάστημα μετά τον εμφύλιο και μέχρι το 1974 ήταν απαγορευμένη κάθε αναφορά στον εμφύλιο. Το μέτρο λειτούργησε μονόπλευρα δηλ. σε βάρος της αριστεράς που ηττήθηκε. Μετά από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, δηλ. μετά το 1974, αναλώθηκε πολύ μελάνι και γράφτηκαν πολλά βιβλία και από την άλλη πλευρά, αυτήν της αριστεράς που κατά κανόνα δίνουν και τη δική της πλευρά θεώρησης. Πρόκειται κυρίως για προσωπικές μαρτυρίες από πρωταγωνιστές ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δραστηριοποιηθέντες στην αντιπαράθεση . Όχι ότι δεν έχουν την αξία τους αυτά τα στοιχεία, αλλά απουσιάζει για κάθε φάση και στάδιο εξέλιξης των δραματικών γεγονότων η ταυτόχρονη παρουσίαση και αξιολόγησή των και από τις δύο πλευρές. Το γεγονός εξ άλλου, ότι αρκετοί από τους πρωταγωνιστές ή έστω συμμετασχόντες στην αντιπαράθεση βρίσκονται ακόμη εν ζωή, εμποδίζει την «ψυχρή» παρουσίαση των γεγονότων πολλά από τα οποία αποτελούν ακραίες ωμότητες.

Το δράμα του εμφυλίου [1946-1949] και την έκτασή του θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς αν λάβει υπόψη του μερικά αριθμητικά δεδομένα, όσο και αν αυτά θεωρούνται ελλιπή:

Οι συνολικές απώλειες του Εθνικού Στρατού έφθασαν στις 44.000 (αξιωματικοί και οπλίτες), ενώ στο Δημοκρατικό Στρατό ανήλθαν -σύμφωνα με περίπου εκτιμήσεις- σε 25.000. Εδώ δεν προσμετρώνται τα θύματα στους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και στους αμάχους για τους οποίους οι εκτιμήσεις διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση γίνεται λόγος για εκατόμβες. Να προσθέσει ακόμη κανείς ότι περί το 1 εκατομμύριο άνθρωποι εκτοπίσθηκαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Για να αντιληφθούν καλύτερα την έκταση της εθνικής μας τραγωδίας οι ερωτώντες, που μας δίνουν αυτό το βαρύ καθήκον να τους πληροφορήσουμε, θα σημειώσουμε δίπλα στα παραπάνω νούμερα που σαφώς θα πρέπει να αθροιστούν, -γιατί πρόκειται για αίμα ελληνικό και όχι για αντίπαλους στρατούς διαφορετικής εθνότητας, όπου ακόμη και αδέλφια βρέθηκαν αντίπαλοι και αλληλοεξοντώθηκαν-, αντίστοιχα νούμερα άλλων πολεμικών αναμετρήσεων.

Στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο που προηγήθηκε του εμφυλίου, με το έπος του ΄40, και στον Ελληνο-Γερμανικό πόλεμο της ίδιας περιόδου (2ος Παγκόσμιος Πόλεμος) είχαμε κόστος 15.000 νεκρούς και αγνοούμενους.

Στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1920) είχαμε 37.000 νεκρούς ή εξαφανισθέντες και στους Βαλκανικούς πολέμους 8.000 νεκρούς.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει αβίαστα ότι ο εμφύλιος πέρα από τις τόσες άλλες φοβερές συνέπειες για τη χώρα κόστισε σε ανθρώπινο αίμα τόσο πολύ, όσο καμία άλλη πολεμική αναμέτρηση από την επανάσταση του 1821 -τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες από τον τούρκικο ζυγό- και εντεύθεν.

Είναι σίγουρο ότι στα πλαίσια του δημοκρατικού μας πολιτεύματος που απολαμβάνουμε μετά το ΄74, θα γραφτούν ακόμη πολλά και θα προκύψουν συμπεράσματα, αλλά θα συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Γιώργου Μιχ. Αστρακά, που έφηβος τότε έζησε τις δύσκολες καταστάσεις και αποφαίνεται:

«Έλειψε από την Ελλάδα στις δύσκολες εκείνες περιόδους ο ένας, ο μοναδικός άξιος ηγέτης που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στα πλατιά στρώματα των Ελλήνων και θα απέτρεπε την αιματοχυσία». Πράγματι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης που ενεπλάκη σε έναν εξοντωτικό εμφύλιο μετά το πέρας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η σύμμαχος Μεγάλη Βρετανία που διείδε την μεγάλη απήχηση του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ με τις αριστερές ιδεολογικές των αποκλίσεις και στη συνέχεια οι ΗΠΑ που έπαιξαν το ρόλο της προστάτιδας δύναμης απέναντι σε αδύνατες ελληνικές Κυβερνήσεις, σε μία καθημαγμένη χώρα μετά τον πόλεμο, δρομολόγησαν εξελίξεις αποτροπής κινήσεων που θα οδηγούσαν τη χώρα προς τον υπό διαμόρφωση τότε και στα πλαίσια της Συνθήκης της Γιάλτας με τις ζώνες επιρροής, συνασπισμό των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών.

Έχοντας σήμερα υπόψη μας την πορεία του λεγόμενου σοσιαλιστικού μπλοκ χωρών με την πλήρη κατάρρευση του κοινωνικοοικονομικού των συστήματος, μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι η χώρα μας δικαιώθηκε ως προς τη γραμμή πλεύσης της, έστω και αν αυτή επιβλήθηκε από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Με την ίδια σιγουριά, όμως, έχουμε να πούμε ότι ο τρόπος που επιλέχθηκε για τη στροφή αυτή κάθε άλλο παρά σωστός ή ανώδυνος ήταν. Η χαώδης αυτή διαφορά συνειδητοποίησης και προσήλωσης στο στόχο , απεικονίζεται στο ηθικό των δύο αντίπαλων παρατάξεων -στρατών και στις αντίστοιχες απώλειες που στις διάφορες συγκρούσεις έφθασαν σε απίστευτους συσχετισμούς για να γίνουν αυτές οι διαφορές δραματικότερες αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Δημοκρατικός Στρατός χρησιμοποιούσε σαν κύρια πηγή εξοπλισμού και εφοδιασμού του τα λάφυρα από τις συγκρούσεις με τον Εθνικό Στρατό.

Όπως συμβαίνει σε κάθε πολεμική αναμέτρηση, έτσι κι εδώ, υπάρχει ένα βαθύτερο υπόβαθρο, ένα σκηνικό. Στην Μικρασιατική εκστρατεία κρίθηκε ο μεγαλοϊδεατισμός -να καταλάβουμε την Πόλη- και η αναγκαία διαβίωσή μας σε περιγεγραμμένα γεωγραφικά σύνορα. Στον εμφύλιο 1946-49 βλέπουμε την πάλη των τάξεων που στη χώρα μας κατέληξε σε φοβερή αντιπαράθεση. Μία σύγκρουση που έχει τις ρίζες της στο πρότερο διάστημα του μεσοπολέμου με τις ακραίες κοινωνικές αδικίες. Η αριστερή ιδεολογία στην περίοδο του Μεσοπολέμου είχε πλατιά απήχηση -και δεν μπορούσε να μην έχει και στη χώρα μας αντίστοιχες επιρροές- που μπήκε στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά.

Ο Εμφύλιος με το βαρύ του τίμημα και οι δεκαετίες που επακολούθησαν, δεν φαίνεται ότι αποκατέστησαν συνθήκες δίκαιας κατανομής του πλούτου στην πατρίδα μας, το αντίθετο θα μπορούσε να ειπωθεί, και αυτό παραμένει το βασικό ζητούμενο. Εξαρτημένες και εστιασμένες καθ΄ έξιν στην εξωτερική βοήθεια οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, συγκέντρωσαν την προσοχή τους στη μεγιστοποίηση της άντλησης αυτών των πόρων και τη νομή τους μέσα από κυκλώματα που δεν ήταν πάντοτε έντιμα και δεν εξασφάλιζαν την ακριβοδίκαια και πλατιά διασπορά τους, ώστε η χώρα να σταθεί στα πόδια της, στις δικές της δυνάμεις και να αναπτυχθεί όπως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Την κατάσταση αυτή με τον διαρκώς νοσούντα κρατικό μηχανισμό , τις ομάδες και κάστες συμφερόντων που ασελγούν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, την αναξιοκρατία που προσδιορίζει τα όρια της παρακμής και βαθιάς σήψης, την παρατηρούμε και σήμερα, παρά τις όποιες – κάποιες προόδους, με τα διάφορα μεγέθη και τιμές που μας φέρνουν ουραγούς της Ευρώπης και μας προσβάλλουν σαν λαό που έχει την μεγαλύτερη και την καλύτερη πολιτιστική κληρονομιά και καταβολές.

Πρώτη ηδονή

Γιάννη Ρίτσου

Περήφανα βουνά, Καλλίδρομον, Οίτη, Όθρυς,
κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα κι ελαιώνες,
εδώ έχουν στήσει λατομεία, η θάλασσα τραβήχθηκε,
δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκίνων
και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους. Μεγάλο,
κατερχόμενο βράδυ. Εκεί, στην όχθη, ο Αχιλλέας,
ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη, δένοντας τα σανδάλια του,
ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή, καθώς κράτησε
μέσα στη φούχτα του τη φτέρνα του. Για λίγο αφαιρέθηκε
κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγειες των νερών. Ύστερα
μπήκε στο σιδεράδικο και παράγγειλε την ασπίδα του, –
ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα, τις σκηνές, το μέγεθος.

Καστανιά

Γιάννη Ρίτσου

Εκεί πάνου, σαν αύριο, σκοτώσαν τους σαράντα.
Είκοσι χρόνια πέρασαν. Κανείς δεν είπε τ΄ όνομά τους.
Καταλαβαίνεις τη ζωή μας. Κάθε χρόνο,
σαν τέτοια μέρα, βρίσκανε κάτω απ΄ τις λεύκες
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο σβησμένα κάρβουνα, λίγο λιβάνι,
ένα καλάθι με σταφύλια, ένα μελισσοκέρι
με μαύρη καύτρα. Ούτε που πρόφταινε ν΄ ανάψει. Το ΄σβηνε ο αγέρας.
Γι΄ αυτό, τα βράδια, κάθονται οι γριές στις πόρτες σαν παλιά εικονίσματα,
γι΄ αυτό έτσι γρήγορα μεγάλωσαν τα μάτια των παιδιών μας,
και τα σκυλιά μας κάνουν πως κοιτάν αλλού όταν περνούν χωροφυλάκοι.

***
Ο Νόμος 509/1947 έθεσε εκτός Νόμου την Αριστερά μέσα στα πλαίσια και το σκεπτικό «αποτροπής και μη αναμόχλευσης των πολιτικών παθών». Το Γ΄Ψήφισμα /18.06.1946 «περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν» προκάλεσε μεγάλο ρήγμα και χώρισε τους Έλληνες στα δύο επιτρέποντας μεγάλες ακρότητες.
Βάση του Κομμουνισμού είναι η Μαρξιστική Θεωρία που έχει μεγάλη επιστημονική αξία και σημασία. O Karl Marx έδωσε μετά τους κλασικούς (Adam Smith) στους συντελεστές παραγωγής της οικονομικής θεωρίας [φύση, εργασία, κεφάλαιο] ιδιαίτερη σημασία στον παράγοντα εργασία και την κοινωνική διάστασή της και κατηγόρησε το κεφάλαιο [«ο κεφαλαιοκράτης θα σου πουλήσει ακόμη και το σχοινί με το οποίο θα σε κρεμάσει»]. Ο Λενινισμός στη συνέχεια προχώρησε στην υιοθέτηση οποιουδήποτε μέσου για την επιβολή του κομμουνισμού [«ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»]. Η πρόσκληση για το 1ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής διεθνούς -δημοσιεύτηκε στην Πράβντα και Ισβέστια στις 24.01.1919- διακηρύσσει και την ένοπλη βία «ενάντια στην εξουσία του κράτους του κεφαλαίου».
Εκπληκτικές διαπιστώσεις που θα άξιζε να μελετηθούν από στρατιωτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους με προεξάρχον στοιχείο αυτό που τελευταία, ειδικοί μελετητές αποκαλούν emotional intelligence (συναισθηματική νοημοσύνη).
Αυτή τη βαθιά κρίση στον κρατικό μηχανισμό χαρακτήρισε «μεγάλο ασθενή» ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 επαγγελόμενος την «αλλαγή» -τη θυμόμαστε αλήθεια;- που εδώ και είκοσι χρόνια οι κυβερνώντες την αντιμετωπίζουν σθεναρά και ωστόσο …ο ασθενής βρίσκεται συνεχώς σε κωματώδη κατάσταση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *