Η Ευρωπαϊκή Ένωση κι εμείς

FtS36

Μύθος και πραγματικότητα για καυτά ζητήματα που μας αφορούν άμεσα. Η έκταση της υπο- και παραπληροφόρησης γύρω από το ζήτημα.

Πόσο στ αλήθεια μας απασχολεί η σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ; Πρέπει και έχει νόημα να μας προβληματίζει ή μήπως πρόκειται για κάποια μακρινή υπόθεση με την οποία άλλοι ασχολούνται και ελάχιστα οι όποιοι χειρισμοί των μας αφορούν ; Είναι τελικά ευχή ή κατάρα αυτός ο συνεταιρισμός μας για τον οποίο άλλοι δηλώνουν σύμφωνοι και άλλοι, έστω ελάχιστοι, όχι ιδιαίτερα ευτυχείς ή και αντίθετοι; Τί είναι επιτέλους αυτή η Συνθήκη του Maastricht που κάθε τόσο την αναφέρουν πολλοί και διάφοροι και στο μυαλό του μέσου Έλληνα φαντάζει τελικά σαν κάποιος μπαμπούλας, σαν κάτι που μοιάζει με τιμωρία που κάποιοι, ίσως ανθέλληνες, μας επέβαλαν; Τί μπορεί να περιμένει κανείς από την νομισματική ενοποίηση στα πλαίσια της οποίας θα ξεχάσουμε τη δραχμή και ένα νέο πανευρωπαϊκό νόμισμα το ΕΥΡΩ, θα μπει στη ζωή μας ;

Βεβαίως και τα παραπάνω ζητήματα δεν είναι για τους αλλοδαπούς, δεν είναι μόνο για τους οικονομολόγους, αγαπητές φίλες και φίλοι ! Οπωσδήποτε μας αφορούν και επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή και τις προοπτικές τις δικές μας και αυτές των παιδιών μας. Ο χώρος αυτός δεν προσφέρεται για δύσκολες αναλύσεις, ούτε και ο υπογραφόμενος αισθάνεται κατ εξοχήν αρμόδιος να το κάνει. Είναι όμως λάθος να αποφεύγουμε τη συζήτηση και τον προβληματισμό με πολύ απλά λόγια.

Σίγουρα η ουσιαστική ενοποίηση της Ευρώπης δεν θα γίνει με το που θα επιτευχθεί η λεγομένη “σύγκληση”. Ούτε καν με την νομισματική ενοποίηση. Γνωρίζει ο μέσος Έλληνας ήδη κάποιες χτυπητές αδυναμίες της ΕΕ που δεν φαίνεται ακόμη και στο εγγύς μέλλον ότι θα βρεθούν σε μία ικανοποιητική έστω εξέλιξη. Ιδίως εμάς τους Έλληνες μας πονάει η έλλειψη μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και παραπέρα η ενιαία Άμυνα. Από κει και πέρα όμως δεν φαίνονται καλύτερα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον μας έξω από την ΕΕ, αποφαίνεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων.

Τα μέτρα σύγκλησης που επιβάλλονται από την συνθήκη του Maastricht εστιάζονται στις οικονομικές επιδόσεις της κάθε χώρας μέλους. Αυτό κάπου μας ξενίζει και ίσως να θέλαμε και κάποια άλλα κριτήρια να συμπεριληφθούν, εκεί, ας πούμε, που θα εμφανιζόμασταν μάλλον καλύτεροι, θα θέλαμε ενδεχομένως να το ψάξουμε, ίσως στην παράμετρο της πολιτιστικής κληρονομιάς που είμαστε δυνατοί, ίσως στην .. τσιφτολεβεντιά μας, ίσως … Αλλά, αγαπητές φίλες και φίλοι, όλοι μάθαμε ήδη από τα θρανία του δημοτικού σχολείου, στο μάθημα της Ιστορίας, ότι υπήρχαν δια μέσου των αιώνων, τόσο για το γένος των Ελλήνων, όσο και για άλλους λαούς, τα κεφάλαια που τα τιτλοφορούσαν στερεότυπα “πολιτισμός, οικονομία, γράμματα και τέχνες”. Εκεί είχαμε ήδη πιστοποιήσει ότι σε Λαούς ή σε περιόδους που το παραπάνω κεφάλαιο αναφερόταν σε καλές επιδόσεις της οικονομίας, του εμπορίου κττ, είχαμε πάντοτε και καλές επιδόσεις, ακμή, άνθηση και στον πολιτισμό, τα γράμματα και τις τέχνες. Ας μην κρυβόμαστε λοιπόν πίσω από το δάκτυλό μας σήμερα. Η καλή οικονομία συμβαδίζει με τα υπόλοιπα. Κανείς από την ΕΕ δεν μας βλέπει, το δίχως άλλο, με δυσμενή προκατάληψη. Παίζονται αναμφίβολα διάφορα παιχνίδια και συγκρούονται συμφέροντα, μα στον κεντρικό άξονά τους τα μέτρα σύγκλησης από μόνα τους, δεν είναι τίποτ άλλο παρά τα μέτρα του συνετού οικογενειάρχη, που με σωφροσύνη διαχειρίζεται τους πόρους της οικογένειας, ελέγχει τις σπατάλες και φθοροποιές / αρνητικές συμπεριφορές. Αποδοκιμάζεται η τακτική του ανέμελου τζίτζικα που ενδιαφέρεται μόνο για την πρόσκαιρη καλοπέραση , έστω και με δανεικά, παρασιτικά, και κάπου λιγάκι καλούμαστε να υιοθετήσουμε συνετότερες θέσεις στο παιχνίδι του λεγόμενου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και ανταγωνισμού. Σε τί είμαστε εμείς καλοί; Πού τα καταφέρνουμε καλύτερα; Αυτό να κάνουμε και να προσπαθήσουμε να γίνουμε ακόμη καλύτεροι για να διασφαλίσουμε τη θέση μας.

Φοβούμαστε όμως πώς εδώ έχουμε να δούμε και να αντιμετωπίσουμε μερικές αλήθειες κατά πρόσωπο. Είναι φυσικό, οι όποιοι εταίροι μας να μας εκτιμούν εφ όσον κι εμείς συμμετέχουμε και καταβάλλουμε παρόμοια προσπάθεια. Δεν είναι τόσο αφελείς ώστε να μας δίνουν μόνον οικονομικές ενισχύσεις για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

Να λοιπόν ποιά είναι τα λεγόμενα κριτήρια σύγκλησης :

Σχετική σταθερότητα τιμών στα αγαθά και τις υπηρεσίες

Μιλάμε για τον πληθωρισμό με τον οποίο μετράται ο ρυθμός με τον οποίο ανεβαίνουν οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών. Να αποκτούμε δηλ. κι εφέτος με τον ίδιο μισθό ή σύνταξη τα ίδια αγαθά που είχαμε αποκτήσει και πέρυσι. Ο συντελεστής του πληθωρισμού στον τελευταίο χρόνο πριν από την νομισματική ενοποίηση δηλ. στο 1998 να μην ξεπερνάει το 1,5% του μέσου όρου του αντίστοιχου δείκτη των τριών σταθερότερων χωρών μελών.

Κόστος διακυβέρνησης

Η δαπάνη του κρατικού τομέα να μην υπερβαίνει το 3% ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.

Εδώ μετράμε τη δαπάνη για τη λειτουργία του Δημόσιου τομέα, όπου κατά κύριο λόγο προσμετρούνται οι μισθοί στο Δημόσιο. Η συσχέτιση με το ύψος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) παραπέμπει στη λογική ότι η κρατική μηχανή οφείλει να λειτουργεί με κόστη που συσχετίζονται προς το εθνικό προϊόν. Το πρόβλημά μας εδώ είναι το μεγάλο πλήθος προσληφθέντων με ποικίλους τρόπους κατά καιρούς υπαλλήλων, των οποίων η δαπάνη αθροιστικά είναι υπερβολική, όσο και αν ενδεχομένως οι μισθοί των είναι χαμηλότεροι από αντίστοιχους άλλων χωρών της ΕΕ. Το πρόβλημα εμφανίζεται μπροστά μας δραματικό, σαν συνέπεια τακτικών που ακουλουθήθηκαν στο παρελθόν με πολλούς διορισμούς ανθρώπων οι οποίοι μάλιστα δεν είχαν καν τα κατάλληλα εφόδια για τις αντίστοιχες θέσεις. Μπροστά στο προσωπικό και οικογενειακό συμφέρον παραβλέπεται δυστυχώς η πρόοδος του τόπου. Όνειρο της κάθε Σκαμνιώτικης -και όχι μόνο – οικογένειας ήταν και μάλλον είναι ακόμη να συνδέσει το παιδί του με τον κρίκο του Δημοσίου (ακόμη ηχούν στ αυτιά μου τα λόγια των γονιών μου, αποκαμωμένων από τις στερήσεις και την αβεβαιότητα για το αύριο). Σιγουριά που καλώς ή κακώς και για λόγους που δεν αξίζει να αναφέρονται εδώ, ποτέ δεν ήρθε για πολλούς από εμάς. Και να το πρόβλημα απειλητικό μπροστά μας.

Δανεισμός

Το ύψος των δημόσιων οφειλών να μην είναι περισσότερο από το 60% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.

Η κατάσταση και εδώ είναι άσχημη. Πολλά τα δάνεια που έχει συνάψει η χώρα μας και οι καρποί από τις αντίστοιχες τοποθετήσεις των πόρων ελάχιστοι και αναντίστοιχοι. Από το συνολικό ποσό των εισπραττομένων φόρων, τη μερίδα του λέοντος διαθέτουμε για τα τοκοχρεολύσια. Πού να περισσέψουν χρήματα για την παιδία, την υγεία, την πρόνοια; Απλά θερίζουμε ό, τι σπείραμε εμείς οι ίδιοι. Κοντά σ αυτό το φοβερό πρόβλημα του υπερδανεισμού, έχουμε εμείς οι Έλληνες και τις απαραίτητες όσο και πολύ υψηλές αμυντικές δαπάνες, σε επίπεδο που μας εντάσσει στις πρώτες χώρες του ΝΑΤΟ που χρησιμοποιούν ως ποσοστό τόσο μεγάλο μέρος των πόρων μας για τον σκοπό αυτό. Μεγάλος ο πονοκέφαλος των εκάστοτε Κυβερνήσεων με την φοροδιαφυγή και την παραοικονομία, μα πενιχρά τα αποτελέσματα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το φορολογικό ήθος είναι στο χαμηλότερο βαθμό από όλες τις άλλες χώρες στην ΕΕ. Το ίδιο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τέτοιες συμπεριφορές, δεν στιγματίζονται όσο θα έπρεπε από την κοινωνία μας, ως πράξεις, σε τελευταία ανάλυση, αντεθνικές. Ίσως αρκετοί από εμάς να έχουμε ακούσει συμπολίτες μας να επαίρονται για τις επιδόσεις των στη φοροδιαφυγή, σπορ που από ευρύ φάσμα της κοινωνίας μας προσμετρείται ως θετικό στοιχείο, που εγκωμιάζεται πολλές φορές, του υποτιθέμενου “ευφυούς” συμπολίτη μας.

Επιτόκια

Το επίπεδο μακροπρόθεσμου δανεισμού μιας χώρας δεν επιτρέπεται στο προ της ενοποίησης έτος (1998) να ξεπερνάει το 2% πάνω από το μέσο επιτόκιο των τριών χωρών με τον μικρότερο δείκτη πληθωρισμού. Όταν τα επιτόκια είναι υπέρογκα, δυσχεραίνεται ο δανεισμός και συνεπώς οι επενδύσεις με την παραπέρα συνεπακόλουθη οικονομική ανάπτυξη και τις ευμενείς παραμέτρους στην οικονομία, όπως η απασχόληση, τα φορολογικά έσοδα και την ανταγωνιστικότητα, όπως λέμε, της οικονομίας στο σύνολό της.

Συναλλαγματική ισοτιμία

Εδώ απαιτείται μία σταθερή συμπεριφορά στην ισοτιμία του εθνικού νομίσματος κατά τα δύο τελευταία χρόνια πριν την νομισματική ενοποίηση.

Στο ξεκίνημα του περασμένου έτους είχαμε την εξής εικόνα:

Σταθερότητα τιμών % Δαπάνες Δημοσίου % ΑΕΠ Δανεισμός % ΑΕΠ Επιτόκια

Τιμές εισδοχής 2,9 -3,0 60,0 8,6

Λουξεμβούργο 1,9 0,4 6,2 6,3
Γερμανία 1,9 -3,6 60,0 5,9
Γαλλία 1,8 -5,3 52,0 6,3
Δανία 2,5 -2,4 74,0 7,1
Ιρλανδία 2,5 -2,3 84,0 7,2

Μ. Βρετανία 3,4 -4,7 52,0 7,5
Ολλανδία 1,9 -3,4 78,0 5,9
Βέλγιο 1,5 -4,4 134,0 6,3
Φινλανδία 1,0 -5,0 63,0 7,2
Αυστρία 2,2 -5,3 67,0 6,2
Σουηδία 2,7 -7,3 81,0 8,3

Πορτογαλία 4,1 -5,5 71,0 9,3
Ισπανία 4,7 -6,0 64,0 9,5
Ιταλία 5,3 -7,6 124,0 10,2
Ελλάδα 9,3 -9,5 112,0 –

Από τα στοιχεία αυτά αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι μόνον μία χώρα, το Λουξεμβούργο, πληροί όλα τα κριτήρια σύγκλησης. Ακολουθεί ένα μπλοκ από τέσσερις χώρες, Γερμανία, Γαλλία, Δανία, Ιρλανδία που πάσχουν σε ένα μόνο κριτήριο (αυτό που επισημαίνουμε στο πλαίσιο), στη συνέχεια παρακάτω υπάρχει ένα μπλόκ από 6 χώρες που υστερούν σε δύο κριτήρια και στο τέλος δίνουμε ένα μπλόκ από τις υπόλοιπες 4 χώρες της ΕΕ οι οποίες πάσχουν και στα 4 αναγραφόμενα κριτήρια. Την μεγαλύτερη ωστόσο σχετικά απόκλιση δηλ. η τελευταία των τελευταίων, εμφανίζει η χώρα μας. Να σημειωθεί ότι τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν στις περισσότερες των περιπτώσεων μία ακόμη δυσμενέστερη εξέλιξη εις βάρος της χώρας μας.

Για παράδειγμα η εξέλιξη του πληθωρισμού στο τέλος του 1996, δείχνει ότι η χώρα μας εμφανίζει μία περίπου διπλάσια διαφορά από το χειρότερο των εταίρων μας, πρίν από εμάς δηλ. τον πρό τελευταίον! Και τούτο αν και σημειώσαμε μία βελτίωση στο λεγόμενο …μέτωπο του πληθωρισμού. Δηλ. το πρόβλημα είναι ότι οι λοιποί εταίροι προχωρούν με γρηγορώτερους ρυθμούς. Κοιτάξτε παρακαλώ τον παρακάτω πίνακα με στοιχεία στο τέλος του 1996:

Σταθερότητα τιμών % Δαπάνες Δημοσίου % ΑΕΠ Δανεισμός % ΑΕΠ Επιτόκια

Λουξεμβούργο 1,3 0,9 7,8 7,0
Γερμανία 1,3 -4,0 60,8 6,3
Γαλλία 2,1 -4,0 56,4 6,6
Δανία 2,2 -1,4 70,2 7,4
Ιρλανδία 2,1 -1,6 74,7 7,5

Μ. Βρεταννία 3,0 -4,6 56,3 8,0
Ολλανδία 1,2 -2,6 78,7 6,3
Βέλγιο 1,6 -3,3 130,6 6,7
Φινλανδία 0,9 -3,3 61,3 7,4
Αυστρία 1,7 -4,3 71,7 6,5
Σουηδία 1,6 -3,9 78,1 8,5

Πορτογαλία 3,3 -4,0 71,1 9,4
Ισπανία 3,8 -4,4 67,8 9,5
Ιταλία 4,7 -6,6 123,4 10,3
Ελλάδα 8,4 -7,9 110,6 15,1

Σίγουρα κανείς δεν ενθουσιάζεται με τα παραπάνω στοιχεία, αλλά αυτά είναι αριθμοί που μας λένε την αλήθεια. Και στην αλήθεια πρέπει να στηριζόμαστε, με την αναγκαία αυτογνωσία, για την παραπέρα προσπάθειά μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *