Κουμπάροι
Η κουμπαριά είναι γνωστή στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, τη Ρούμελη, και όχι μόνον, σαν ένας σημαντικός κοινωνικο-θρησκευτικός θεσμός καθ’ όλα αποδεκτός. Με την τέλεση του μυστηρίου της βάφτισης ή των γάμων, έχουν στην περιοχή μας μεταλαμπαδευτεί επί σειρά γενεών άριστες σχέσεις μεταξύ οικογενειών με θετικές επιπτώσεις που εκδηλώθηκαν στον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και στην αλληλεγγύη και συνεργασία στις αγροτοκτηνοτροφικές δραστηριότητες (κολίγοι).
Η εξέλιξη στην πορεία του ανθρωπίνου βίου, κυρίως μέσω της τεχνολογίας στις τηλεπικοινωνίες και τις συγκοινωνίες που στην πράξη εξαφάνισαν τις αποστάσεις και κατέστησαν ούτε λίγο, ούτε πολύ την παγκόσμια κοινότητα ένα ενιαίο, ούτως ειπείν, χωριό, οδήγησαν σε άμβλυνση μέχρι και σε εκφυλισμό το θεσμό της κουμπαριάς.
Κυρίως στο χώρο των πολιτικών, στη χώρα μας, χρησιμοποιείται η κουμπαριά σαν μέθοδος προσέλκυσης ψηφοφόρων. Υπάρχουν πολιτικοί που οι ίδιοι ή τα επιστρατευμένα μέλη της οικογένειάς τους κατά σύστημα, κάθε Σαββατοκύριακο, ακόμη και με ταυτόχρονα πολλαπλά μυστήρια, παρακάμπτοντας την προσωποπαγή αυτή σχέση, σε ένα πλαίσιο σαφούς εκτροχιασμού του γράμματος και πνεύματος του θρησκευτικού θεσμού. Επιδίδονται σε μία βιομηχανοποίηση του πράγματος αυξάνοντας τις κουμπαριές σε απίστευτο αριθμό που και οι ίδιο σε κάποιο στάδιο δεν ελέγχουν. Σε κάποιο βαθμό τους βοηθάει, ωστόσο, η τεχνολογία των υπολογιστών κι έτσι αναλαμβάνουν τα μηχανήματα να στείλουν ευχές, γράμματα, με στερεότυπα κείμενα, που μαστορεύονται με μηχανογραφημένες, τάχατες προσωπικές προσφωνήσεις, ως δήθεν προσωπικά μηνύματα. Ο πελάτης – κουμπάρος, σπάνια αντιλαμβάνεται τον εμπαιγμό. Ίσως και δεν τον πολυ-νοιάζει. Σημασία έχει για τον εκμαυλισμένο συμπολίτη, να πάει στο πολιτικό γραφείο του πολιτευτή και να ζητήσει ένα ρουσφέτι που σε κάθε περίπτωση δυναμιτίζει την προοπτική θετικής πορείας του τόπου μας. Ο λόγος γίνεται για αθέμιτη νομή της εξουσίας του πολιτευτή σε βάρος της κοινωνίας. Ακούγεται μία οικογένεια πολιτικών –γιατί ενδημεί στην πατρίδα μας, ως γνωστόν και αυτό το φρούτο της δυναστείας των πολιτικών, των βαρώνων, ή τα τζάκια, όπως αποκαλούνται, σε ένα είδος πρακτικής που δεν τιμά τη χώρα μας-, που έχουν συνάψει κουμπαριές σε απίστευτο αριθμό που φθάνει σε μερικές χιλιάδες!
Ο εκφυλισμός του θεσμού της κουμπαριάς έλαβε επ’ εσχάτων δραματικές διαστάσεις, καθώς διάφοροι κουμπάροι, πολιτικοί φίλοι των στελεχών της κυβερνώσας παράταξης, εμφανίζονται πρωταγωνιστές σε θρασύτατα σκάνδαλα και φαινόμενα βαθύτατης διαφθοράς και σήψης στο δημόσιο τομέα. Τούτο, βασίμως προκαλεί την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών, που δείχνουν να εκφράζουν την αποδοκιμασία τους αποστασιοποιούμενοι και από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα που εναλλάξ ασκούν εξουσία. Αυτό ήδη απεικονίζεται στην δημοσκοπήσεις. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και η άλλη μεγάλη παράταξη δεν πείθει τους Έλληνες πολίτες, αφού η κοινωνία δεν έχει πεισθεί ότι κομίζει κάτι καλύτερο.
Μέγα πρόβλημα, και ίσως το Νο 1 ζήτημα για την πατρίδα μας, αυτό της διαφθοράς στο δημόσιο βίο που φαίνεται να έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, όταν ένας μεγάλος πολιτικός ηγέτης, -ήδη μακαρίτης- επεχείρησε τον αδιανόητο διαχωρισμό μεταξύ δώρου στον εαυτό μας και μίζας. Από κει και πέρα άρχισαν όλοι οι κρατικοί λειτουργοί, από τα πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη μέχρι τον κατώτερο δημόσιο υπάλληλο, να διερωτάται και να προσδιορίζει ο καθένας για τον εαυτό του το δώρο που του αρμόζει και φυσικά πάντοτε σε βάρος του Δημοσίου και της κοινωνίας. Σ’ αυτή τη σκοτεινή διαδικασία, της λαμογιάς χωρίς μέτρα και σταθμά, είχαν τη σθεναρή πεποίθηση, ότι «κάτι καλύτερο από μας ξέρει ο μεγάλος αρχηγός!».
Τόσο πολύ ξέφυγε το πράγμα με τη λαίλαπα της διαφθοράς που ο αρχηγός της ΝΔ και σημερινός πρωθυπουργός, πολύ σωστά ανέδειξε προ ετών σε πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα αυτό και υποσχέθηκε πόλεμο κατά της διαφθοράς και μάλιστα με μηδενική ανοχή και ταυτόχρονη ανάδειξη της αξιοκρατίας. Πολύ σωστά επίσης, επεσήμανε το συνεπακόλουθο της διαφθοράς, δηλαδή την αποσάθρωση της δημόσιας διοίκησης και δεσμεύθηκε για την επανίδρυση του κράτους, όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε. Εντυπωσιακή η απήχηση στο εκλογικό σώμα και γενναία η στήριξη του νέου πολιτικού ηγέτη, αλλά στην πορεία φάνηκε ότι η σημαία αυτή, κατά της διαφθοράς υπεστάλη ενωρίς, κάτω από το βάρος της πληθώρας των φαινομένων σήψης που έδειξαν ότι τη θέση της επαγγελθείσας αξιοκρατίας έλαβαν οι κουμπαριές της αθλιότητας. Ο λαός στη γωνία είδε ότι δεν συντελέσθηκε παρά μία τρύπα στο νερό! Περάσαμε απλά και μόνο από τα λαμόγια στους κουμπάρους.
Δομημένα ομόλογα
Είναι ίσως από τις λίγες περιπτώσεις στην δημόσια συζήτηση που το θέμα αναπτύχθηκε τόσο πολύ, αλλά –από την άλλη πλευρά- τόσο λίγο κατανοήθηκε. Ακόμη και οικονομολόγοι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι που για πολλές ώρες εμφανίσθηκαν στα ΜΜΕ, φοβούμαστε, δεν μπόρεσαν να διαφωτίσουν με απλά λόγια τον κοινό θνητό συμπολίτη, τι συμβαίνει με το πολύκροτο αυτό ζήτημα που –ορθώς- έλαβε τεράστιες πολιτικές διαστάσεις.
Χωρίς να μακρηγορούμε, στον περιορισμένο χώρο της ΦτΣ, λέμε ότι τα ομόλογα είναι ένα είδος δανεισμού, όπου ο δανειζόμενος (επιχείρηση, οργανισμός ή και κράτος) ομολογεί, αναγνωρίζει την οφειλή του να πληρώσει –αποπληρώσει- ένα συγκεκριμένο ποσό, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία κάτω από συγκεκριμένους όρους. Το βασικό στοιχείο εδώ, είναι ότι το δάνειο ανέρχεται σε σχετικά μεγάλο ποσό, αλλά οι –ομολογιούχοι- δανειστές μπορεί να είναι πολλοί που συμμετέχουν με λίγες ή περισσότερες ομολογίες δηλαδή ακόμη και με μικρά ποσά. Το ομόλογο / ομολογία είναι ο τίτλος στον οποίο ενσωματώνονται τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, κάτι σαν τα χαρτονομίσματα που στη γλώσσα των ειδικών λογίζονται ως τίτλοι γραμματίων πληρωτέων επί τη εμφανίσει. Στην πορεία, ωστόσο και με την πρόοδο της τεχνολογίας, αποϋλοποιήθηκαν οι τίτλοι και η όλη διαχείρισή τους γίνεται με ή και με ηλεκτρονικά μέσα. Δεν αποστερούνται του δικαιώματος οι επιχειρήσεις να εμφανισθούν ως δανειστές, αναλαμβάνοντας μέρος του ομολογιακού δανείου, καμιά φορά και μεγάλα πακέτα. Τούτο γίνεται από εξειδικευμένους χρηματοπιστωτικούς οίκους, όπως τράπεζες, αλλά και άλλους σχετικούς φορείς, επενδυτικά funds, όπως αυτοί που ακούγονται το τελευταίο διάστημα με τις επίμαχες υποθέσεις, J.P. Morgan, Morgan-Stanley, North Asset Management κλπ.
Στις ανώνυμες εταιρείες ξεκίνησε αυτός ο τρόπος δανεισμού –εταιρικά ομόλογα- συνοδευόμενος από ειδικούς όρους εξόφλησης μέσα από το δικαίωμα μετατροπής της οφειλής συνολικά ή εν μέρει σε μετοχές ή άλλα προνόμια. Ο σχετικός νόμος έχει τροποποιηθεί και σήμερα μπορεί μία απλή ανώνυμη εταιρεία να συνάψει ένα καθαρά δανειστικό ομολογιακό δάνειο μέσω του οποίου αποπληρώνει το τίμημα με μόνη την καταβολή τόκων. Προκειμένου περί του δημοσίου, ο λόγος γίνεται περί ενός τρόπου δανεισμού και μόνον, όπου συνομολογείται η αποπληρωμή του δανείου με τόκους. Επειδή όμως οι πράξεις αυτές –swaps- για μεγάλες επενδύσεις ή για κρατικό δανεισμό είναι κατά κανόνα μακροπρόθεσμες, δεκαετία, εικοσαετία, κττ, ανακύπτει ένα ζήτημα προσδιορισμού του επιτοκίου το οποίο είναι φυσικό να μην μπορεί εύκολα να προσδιορισθεί ως συνακόλουθο μίας σύνθετης πρόβλεψης μακροοικονομικών εξελίξεων δηλαδή μεταβαλλόμενων παραμέτρων, που από τη φύση τους όσο εκτείνονται σε μάκρος χρόνου, τόσο ασταθείς εκτιμήσεις γίνονται, εκφυλιζόμενες σε ουτοπία. Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια αυτά, απευθύνονται όταν είναι μεγάλα, στη διεθνή αγορά, και αυτομάτως υπεισέρχεται στο ζήτημα και ο παράγων νόμισμα που υπόκειται, όπως είναι φυσικό, σε κυμάνσεις τις οποίες και πάλι δυσκολεύεται κανείς να προβλέψει με ασφάλεια και πολύ περισσότερο όταν αυτές οι εκτιμήσεις προχωρούν σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Κάτω από αυτόν τον προβληματισμό ξεφεύγουμε από την κλασσική προσέγγιση του σταθερού επιτοκίου προκειμένου να επιμερισθούν οι κίνδυνοι μεταξύ δανειστού και δανειζομένου. Τούτο οδηγεί στην σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου, κάθε φορά επιτοκίου, επί τη βάσει των εξελίξεων διαφόρων μεγεθών, που δομούν τους όρους του ομολόγου. Είναι γνωστή στο ευρύ κοινό, ως έννοια, η λήψη δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπου η τράπεζα μετακυλύει στον δανειζόμενο τους κινδύνους από την μεταβολή του κεντρικού επιτοκίου (Euribor) ή των μεταβολών ενός άλλου νομίσματος. Οι κίνδυνοι από ανάληψη τέτοιων κινδύνων, ακόμη και από πιστωτικά ιδρύματα, είναι τόσο μεγάλοι που προσφεύγουν σε ειδικούς οργανισμούς διασφάλισης / κάλυψής των (hedging / hedge funds). Από το σημείο αυτό απορρέει η αστάθεια και αβεβαιότητα που περιορίζεται –χωρίς να απαλείφεται- με κατάλληλες μελέτες που σε κάθε περίπτωση δεν αποκλείουν την περίπτωση απόκλισης, αφού στηρίζονται σε υποθέσεις και προχωρούν με διάφορα μαθηματικά υποδείγματα σε σενάρια / στοιχήματα.
Το ερώτημα που έχουμε ως Έλληνες ασφαλισμένοι να απαντήσουμε, μέσα από τον ορυμαγδό της ασαφούς υπερπληροφόρησης που μας κατακεραυνώνει όλο το τελευταίο διάστημα, είναι τι ακριβώς συμβαίνει με τα χρήματα των ταμείων που επενδύθηκαν σε σύνθετα δομημένα ομόλογα που σχετίζονται με αστάθεια και αβεβαιότητα.
Εν πρώτοις αμφισβητείται το δικαίωμα των ασφαλιστικών ταμείων να επενδύουν ποσά σε ομόλογα που περικλείουν ρίσκο και αβεβαιότητα. Σχετική ρύθμιση από την προηγούμενη κυβέρνηση έδωσε το δικαίωμα στα ταμεία να επενδύουν ποσοστό 23% των πόρων των σε μετοχές, που επίσης περιλαμβάνουν ρίσκο, πάντως όχι σε δομημένα ομόλογα. Οι ζημιές που υπέστησαν τα ταμεία με τις φούσκες του χρηματιστηρίου το 1999-2000 ήταν τεράστιες, ενώ μερικοί τίτλοι που αποκτήθηκαν, εμφάνισαν στη συνέχεια ανάκαμψη και υπερκέρασαν τις ζημίες των ταμείων, καταλείποντας κέρδη, ακόμη και θεαματικά σε μερικές περιπτώσεις. Κατά τούτο ελέγχονται οι διοικήσεις των ταμείων που με τη σειρά τους μεταφέρουν τις ευθύνες –τουλάχιστον μερικοί εξ αυτών- σε κυβερνητικά στελέχη. Από την πλευρά των κυβερνητικών στελεχών φαίνονται ενέργειες σκόπιμες που αδρανοποίησαν μία αρμόδια συμβουλευτική επιτροπή στην Τράπεζα της Ελλάδος και τοποθέτησαν έναν «ειδικό» γραμματέα στο αρμόδιο Υπουργείο, από το χώρο των κουμπάρων (κουμπάρους εννοούμε τις κλίκες των οικονομικών συμφερόντων που δρουν αθέμιτα σε βάρος τρίτων και κυρίως σε βάρος του Δημοσίου και της ευρύτερης κοινωνίας), να εποπτεύει αυτή τη λειτουργία. Έβαλαν δηλαδή, όπως θα λέγαμε στη Ρούμελη, το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
Το ζήτημα που φαίνεται ότι πρέπει να απαντηθεί είναι –σε τελευταία ανάλυση- αν τα ασφαλιστικά ταμεία πρέπει να ρισκάρουν τα χρήματά τους σε τοποθετήσεις που περιλαμβάνουν κινδύνους. Αν ναι, σε ποια έκταση των χρημάτων τους και κάτω από ποια κατάσταση ρευστότητας και αντοχής του ταμείου, αλλά και σε ποια συγκεκριμένη διαβάθμιση ρίσκου διότι και αυτό είναι ένα μείζον θέμα. Η απάντηση δεν είναι απλή.
Το πρόβλημα, όμως, γίνεται πολύ ποιο δύσκολο και σοβαρό, όταν στις διοικήσεις των ταμείων διορίζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ανίδεοι (Αλογοσκούφης, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει την ευθύνη αυτών που τους διόρισαν) κομματικοί φίλοι (δολιοφθορείς κατά την J.P. Morgan) που όχι μόνον δεν είναι ικανοί -ή δεν τους δίνεται η δυνατότητα από το θεσμικό πλαίσιο, όπερ το αυτό- να κάνουν σωστές αξιολογήσεις ή έστω να προσλάβουν ικανούς συμβούλους, αλλά κινούνται σε σκοτεινές ενέργειες μέσα από ύποπτους διαδρόμους, που κατέληξαν σε ωμή και ξεδιάντροπη διασπάθιση των χρημάτων των ασφαλισμένων με τις τεράστιες προμήθειες σε εξωχώριες / υπεράκτιες εταιρείες, off shore companies, (εταιρείες που η διεθνής εμπορική πρακτική δέχεται να μην αποκαλύπτονται οι πραγματικοί εταίροι), σε βαλίτσες κττ. Και ο νοών, νοείτο.
Ασφαλώς και η διαχείριση τέτοιων θεμάτων απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, αλλά πολύ περισσότερο απαιτεί ήθος, που φαίνεται ότι εξέλιπε. Στο δημοτικό σχολείο μάθαμε όλοι μας ότι οι τόκοι κεφαλαίου συναρτώνται από το χρόνο. Το να δώσεις ένα ποσό και να το ξαναπάρεις ύστερα από 25 χρόνια είναι ένα θέμα για μελέτη. Η ονομαστική (face value) αξία του ομολόγου δείχνει το ποσό που θα πάρεις μετά από 25 χρόνια. Καλείσαι να δεις ποια είναι η σημερινή αξία (net preset value) αυτού του τίτλου. Να συνεκτιμήσεις τους τόκους που σου δίνουν και αν η απόδοση κρίνεται ικανοποιητική. Μεγάλες και προσδιορισμένες αποδόσεις τα 2-3 πρώτα χρόνια και ύστερα σχεδόν τίποτα! Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος εστιάζεται στο ομόλογο των 280 εκ Ευρώ, που τα ασφαλιστικά ταμεία αγόρασαν στην ονομαστική τους αξία (100), τη στιγμή που το ίδιο ομόλογο η J.P. Morgan αποτίμησε και αγόρασε σε αξία 88. Τρικ που απευθύνονται σε αφελείς ή συνειδητά εμπλεκόμενους σε δόλιες εγκληματικές πράξεις, σε βάρος αυτού που ονομάζουμε το λάδι της Εκκλησίας, την κοινωνική ασφάλιση. Μία ρήτρα διασφάλισης που είδα σε ένα τίτλου κάποιου ταμείου, έλεγε ότι στο τέλος της 25ετίας θα εκκαθαριστεί η πράξη με βάση ένα συνολικό επιτόκιο 50% δηλαδή με μέσο επιτόκιο 2% το χρόνο!
Για μας, τους απλούς πολίτες, τους ασφαλισμένους, το μείζον πρόβλημα ξεκινάει από την θεσμοθέτηση ήδη από την μεταπολεμική περίοδο στη χώρα μας, ενός πλαισίου όπου οι διοικήσεις των ταμείων διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση (δηλαδή κάποιοι άσχετοι με το αντικείμενο κομματικοί φίλοι), και αγνοούνται ωθούμενοι στη γωνία οι πραγματικοί εμπλεκόμενοι και ενδιαφερόμενοι που, στο κάτω –κάτω, είναι αυτοί που πλήρωσαν και νοιάζονται για τα χρήματά τους, δηλαδή οι ασφαλισμένοι. Η κάλυψη κάποιων απωλειών από τον κρατικό προϋπολογισμό –δηλαδή απ’ όλους τους Έλληνες φορολογούμενους- και όχι από τους υπόλογους κλέφτες και λωποδύτες, πόρω απέχει από το να θεωρηθεί ικανοποιητική πράξη της κυβέρνησης ανταποκρινόμενη στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Κατά τούτο έχει απολύτως δίκαιο το ΚΚΕ που ανατρέχει μέχρι και το 1950 και όλες αυτές τις δεκαετίες κατά τις οποίες το Ελληνικό Κράτος υποχρέωνε τα ασφαλιστικά ταμεία να προβαίνουν σε υποχρεωτικές καταθέσεις των διαθεσίμων τους στην κεντρική τράπεζα –Ελλάδος- ατόκως ή με ευτελή επιτόκια που πάντοτε υπολείπονταν των αντίστοιχων επιτοκίων της αγοράς! Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο των λεγόμενων μέτρων οικονομικής και περιφερειακής ανάπτυξης, θεσμοθετήθηκε με νόμους του κράτους η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προκειμένου περί επιχειρηματικής δραστηριότητας και επενδύσεων σε μερικές περιοχές της χώρας, ενώ οι θιγόμενοι – ασφαλισμένοι- υποτίθεται θα είχαν άθικτη την υγειονομική των περίθαλψη και την ασφαλιστική των κάλυψη για σύνταξη στο γήρας. Φαντάσθηκαν δηλαδή οι υπόψη ιθύνοντες, ότι είχαν ανακαλύψει τη συνταγή να φτιάχνεις ομελέτα, χωρίς αυγά! Είναι και αυτά μερικά μέτρα τριτοκοσμικού τύπου που μαρτυρούν την έλλειψη σοβαρότητας και κοινωνικής ευαισθησίας, δυστυχώς, των κυβερνήσεων κατά καιρούς σ’ αυτή τη χώρα. Τα χάλια της υγειονομικής περίθαλψης και τον μεγάλο κίνδυνο κατάρρευσης του ασφαλιστικού μας συστήματος με τρομερές κοινωνικές διαστάσεις, όλοι τα βλέπουμε καθημερινά, εκτός από τους πολιτικούς των δύο μεγάλων κομμάτων που σε μία αγαστή, σιωπηρή σύμπλευση, -στρουθοκαμηλίζοντας-το έχουν εξαιρέσει από το θεματολόγιό τους, προσβάλλοντας τη νοημοσύνη των πολιτών.
Πρυτάνεις στη φυλακή!
Δημήτρη Μπράνη
Η δικαιοσύνη δικάζει αδέκαστα
Η Δικαιοσύνη, συνταγματική εξουσία, αρχή του Κράτους ανεξάρτητη, δικάζει αδέκαστα. Δικάζει αντικειμενικά και αμερόληπτα. Δεν εξετάζει τα αξιώματα, την καταγωγή ή τον πλούτο των κατηγορουμένων. Δικάζει και καταδικάζει, βάσει του κατηγορητηρίου.
Βάσει του κατηγορητηρίου δίκασε και καταδίκασε και τους πρυτάνεις και τους αντιπρυτάνεις, καθώς και τους διοικητικούς υπαλλήλους του Παντείου Πανεπιστημίου, που διέπραξαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης 8 εκ. Ευρώ, χρημάτων του Ελληνικού Δημοσίου, χρημάτων κατά βάσιν των φορολογουμένων Ελλήνων και Ελληνίδων. Σημειωτέον, ότι τα χρήματα αυτά τα «επένδυσαν» σε βίλες πολυτελείς και αυτοκίνητα πανάκριβα.
Το αδίκημα της υπεξαίρεσης χρημάτων του Ελληνικού Δημοσίου συνιστά κακούργημα και δικάζεται κατ’ ευθείαν από το Εφετείο, χωρίς προηγουμένως να έχει δικαστεί από το Πρωτοδικείο. Θεωρείται «κλοπή διακεκριμένη» και εισάγεται κατ’ ευθείαν στο Εφετείο.
Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης κατά των παραβατών του Νόμου. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι. Ένας καταδικάστηκε δις σε ισόβια και σε 16 χρόνια φυλάκισης, και όλοι οι άλλοι σε πολυετείς φυλακίσεις. Ήταν η μακρότερη δίκη, που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, η μακρότερη στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, διαρκείας ενός έτους και επτά μηνών!
Το αδίκημα της υπεξαίρεσης έλαβε χώρα κατά τη χρονική περίοδο 1992-1998. Πρέπει δε εδώ να σημειωθεί χάριν της ιστορίας και της αλήθειας, ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η διαφθορά στην Ελλάδα είχε φθάσει στο Ζενίθ. Και όταν αποκαλύφθηκε, βούιξε ο τόπος, βούιξε το Πανελλήνιο! ‘Έγιναν επίορκοι δικαστές και νομικοί. Έγιναν επίορκοι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Έγιναν σκάνδαλα όλων των ειδών: δικαστικά, νομικά, εκκλησιαστικά, ηθικά, οικονομικά. Όλοι, βέβαια, οι επίορκοι παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη και όλοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Άλλοι απ’ αυτούς απολύθηκαν από τις θέσεις που κατείχαν και άλλοι φυλακίστηκαν.
Είπαν μερικοί και μερίδα του Ελληνικού Τύπου έγραψε, ότι οι ποινές, που επεβλήθησαν στους ανωτέρω, καταχραστές των χρημάτων του Ελληνικού Δημοσίου, ήταν ακραίες και εξοντωτικές. Οι ποινές ήταν δίκαιες – δικαιότατες και ανάλογες του βάρους και του μεγέθους της πράξεως, που διέπραξαν. Άρμοζαν και τα ισόβια και οι πολυετείς φυλακίσεις!
Απογευματινή, επίσης, εφημερίδα του Αθηναϊκού Τύπου έγραψε, ότι «ο Κορυδαλλός δεν κάνει για τους πρυτάνεις». Η Δικαιοσύνη, όπως και προελέχθη, δικάζει αδέκαστα, αντικειμενικά και αμερόληπτα. Δεν έχει δύο ζυγαριές. Μία έχει και σ’ αυτή ζυγίζει όλα τα αδικήματα, απ’ όπου αυτά και αν προέρχονται. Υπεράνω όλων είναι οι Νόμοι και το Σύνταγμα του Κράτους. Κι αυτό είναι Δικαιοσύνη. Κι αυτό είναι Δημοκρατία. Αυτό είναι ισοπολιτεία!
Τα Πανεπιστήμια πρέπει να είναι καθαρά και πεντακάθαρα, σαν τον Ήλιο και φάροι φωτεινοί του νου και της ψυχής. Να διδάσκουν το ήθος και το δίκαιο.
Σύνταξη:
Προσυπογράφουμε το σχόλιο του κ. Δ. Μπράνη στο σύνολό του. Η απόφαση, αν και εκδόθηκε από το Εφετείο, δεν παύει να είναι μία απόφαση σε πρώτο βαθμό που θα συζητηθεί και πάλι σε δεύτερο βαθμό. Ως εκ τούτου δεν έχει τελεσιδικήσει. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση αυτή στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα με πολλούς παραλήπτες. Ο λόγος γίνεται για τους ανθρώπους του πνεύματος, την αφρόκρεμα των συμπολιτών μας, από τους οποίους περιμένει κανείς να δείξουν το δρόμο για μία καλύτερη κοινωνία. Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο θεραπεύονται οι πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες. Από κει προέρχεται ό,τι καλύτερο μπορούμε να διαθέσουμε σε έμψυχο δυναμικό για τη στελέχωση της παραπαίουσας δημόσιας διοίκησης του τόπου μας. Τι να σκεφθεί, λοιπόν κανείς και τι να υποθέσει; Να δούμε και να εξετάσουμε, επίσης, την μεγάλη λίστα των κορυφαίων πολιτικών –από τα τρία κόμματα της Βουλής, πλην ενός- και λοιπών ονομαστών πανεπιστημιακών που σε μία ατέλειωτη λιτανεία έσπευσαν να υπερασπισθούν χωρίς ίχνος ντροπής και αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, ως μάρτυρες, τους αισχρούς λωποδύτες; Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση δεν εξαγνίζει και δεν απαλείφει τα ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη σε σχέση με τη δικαιοσύνη και τα οποία κάθε τρεις και λίγο απασχολούν και προβληματίζουν την κοινή γνώμη.