Έντονες και ευχάριστες συγκινήσεις, στιγμές ψυχικού μεγαλείου και ανάτασης βίωσαν οι Σκαμνιώτες στα μέσα του 15Αύγουστου στο Σκαμνό. Οι θρησκευτικές μας ακολουθίες, τα όντως εντυπωσιακά έργα και οι δραστηριότητες του Συλλόγου, η ετήσια εκδρομή με την καθολική συμμετοχή, ήταν μόνον μερικές από τις ωραίες αφορμές που προσφέρθηκαν στον καθένα μας σαν ευκαιρίες να κοινωνήσουμε ανώτερων εμπειριών που μας βγάζουν από την καθημερινή μιζέρια και ματαιότητα, να σταματήσουμε το καθημερινό τρεχαλητό της ρουτίνας και να κάνουμε ένα απολογισμό κοιτάζοντας προς τα πίσω, να ξαναδούμε με νηφαλιότητα τα βήματα και την εξέλιξή μας σαν άτομα, σαν τοπική κοινωνία.
Και ενώ όλα αυτά παρατηρούσε κανείς και με χαρά διαπίστωνε ότι κάτι αλλάζει προς το καλύτερο στην μικρή μας κοινωνία, πάντα θετικότερα, πάντα προς ανώτερους στόχους, χρόνο με το χρόνο, ακόμη ένα βήμα πιο μπροστά, από το νου του υπογράφοντα έρχεται και ξανάρχεται αυτός ο φοβερός όρος «κατσικοκλέφτες» που μου είχε καρφωθεί στο νου και την καρδιά από την τρυφερή παιδική κιόλας ηλικία κάπου στη δεκαετία του ’50. Ήταν μία βαριά μομφή για τα τόπια μας και μας έπληττε όλους ανεξαίρετα.
Λίγη σημασία έχει το πώς και το γιατί: Από τους πλέον άπορους μεταξύ των απόρων ο πατέρας μου με μισή ντουζίνα παιδιά, όπως οι περισσότερες οικογένειες τότε, παίρνει των ομματιών του και τρέχει να βρει τρόπο επείγουσας εισαγωγής της ταλαίπωρης μάνας μου για εγχείρηση σε νοσοκομείο της Αθήνας.
[κάθε είδους χειρονακτική δουλειά, κυνηγώντας το μετρακάματο, έκανε ο πατέραςμου, που εκ παραλλήλου ήταν και ο κουρέας στο Σκαμνό. Μία τέχνη που την έμαθε στη φυλακή, όπου τον έστειλαν οι Ιταλοί γιατι ήταν μέλος του ΕΑΜ]
Τα πράγματα στην υγεία δεν είναι της ώρας να εξηγήσω αν τότε ήταν καλύτερα ή χειρότερα από το σήμερα. Σίγουρο είναι ότι κάποιος πολιτευτής έπρεπε να μεσολαβήσει για την εισαγωγή της ασθενούς στο Νοσοκομείο για άμεση εγχείριση, στο Αλεξάνδρα, αν θυμάμαι καλά. Μεταπολεμική περίοδος και για τον πατέρα μου που προέρχονταν από το χώρο του ΕΑΜ οι πόρτες ήταν όλες κλειστές, γι αυτό κι επιστρατεύθηκε ένας κουμπάρος στην Αθήνα που είχε φιλικές σχέσεις με έναν βουλευτή Ευβοίας. Αν δεν κάνω λάθος, Βλαχοθανάσης ήταν το όνομά του και σύμφωνα με τις λεπτομερείς αφηγήσεις του πατέρα μου –μετά την οικογενειακή περιπέτεια- που λίγο πολύ περιέγραφαν ένα είδος έπους της οικογένειας, είχε ένα περίεργο παρουσιαστικό, κάπως άγριος που στην πρώτη γνωριμία / σύσταση του κουμπάρου, ο Βουλευτής έριξε τη μεγάλη μομφή.
-Από δω κ. Βουλευτά ο Κουμπάρος μου Νίκος Αποστολόπουλος από το Σκαμνό, ορεινό χωριό της Φθιώτιδας, στη Γέφυρα της Παπαδιάς!
-Καλά κατάλαβα! Καν’ ‘νας κατσικοκλέφτης θα’ ναι!
Ο Βουλευτής, θεός σχωρέστον, νομίζω δεν ζει πια, υπήρξε αποτελεσματικός αφού εισήγαγε τη μάνα μου στο Νοσοκομείο. Ο ίδιος πήγε κιόλας στη συνέχεια και την επισκέφθηκε προσωπικά!
Στην παιδική ψυχή η αφήγηση του πατέρα ήταν καταλυτική και ιδιαίτερα πειστική, αφού η κατηγορία δεν ήρθε από κάποιον ανισόρροπο, εμπαθή κλπ που απλά ήθελε να μας προσβάλλει, αλλά από έναν άνθρωπο που έδειξε ότι είχε πράγματι ψυχικά χαρίσματα, άρα και η μομφή «κατσικοκλέφτες», είχε κάποια βάση. Ο βουλευτής αυτός που δεν γνωρίζω καν σε ποια παράταξη ανήκε –και ας θεωρηθεί αυτή η αναφορά ένα μνημόσυνο γι αυτόν- είχε αποδεδειγμένα υπόβαθρο ηθικής αφού όντας βουλευτής ενός άλλου Νομού δεν περίμενε καν κάποια ψήφο από μας ή οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα!
Τα χρόνια περνούσαν και η επαφή με το θρανίο και το διάβασμα, αλλά κυρίως με τη βοήθεια του πανδαμάτορα χρόνου, το εσώψυχο αυτό σύμπλεγμα ενοχής και κατωτερότητας άρχισε να υποχωρεί μέχρι που στη δεκαετία του ’70 το σύνδρομο επανήλθε ξαφνικά με αφορμή ένα άλλο τυχαίο περιστατικό και μάλιστα δριμύτερα.
Στο χωριό με έναν μακαρίτη εδώ και χρόνια θείο μου, από τους πλέον αγαπητούς και σεβαστούς, όχι μόνον σ εμένα και στην οικογένειά μου, αλλά θαρρώ σ’ ολόκληρο το χωριό και καθώς σε ταβέρνα κοντινού χωριού τρώμε και πίνουμε ένα κρασί, ο θείος μου με εντυπωσιακές αφηγήσεις με μεταφέρει σε παλιότερες περιόδους πριν από τη γέννησή μου μια που εγώ γεννήθηκα μετά τον πόλεμο. Ίσως και με κάποια δόση έπαρσης αυτός ο υπέροχος άνθρωπος αναφερόταν στα κατορθώματα ζωοκλοπών των συγχωριανών, χωρίς να εξαιρεί και τον εαυτό του στο κλέψιμο των κατσικιών. Αναφέρεται και στις επιδόσεις κάποιας συγχωριανής. «Μεγάλο ταλέντο», διευκρινίζει. Ατέλειωτα τα κοπάδια που περνούν μέσα από το Σκαμνό και οδηγούνται στα χειμαδιά. Να σκεφθείς, εξηγεί, ότι ο βοσκός που είναι στην αρχή του κοπαδιού ευρίσκεται στο σπίτι του Ταξιάρχη και ο άλλος βοσκός στο τέλος, στο άλλο άκρο του χωριού, στο σπίτι του Σκαρή. Η επιδέξια κατσικοκλέφτρα, κάπου στη μέση του κοπαδιού εντοπίζει το ζώο της προτίμησής της στην άκρη του δρόμου, το αρπάζει και το δένει στον αυλόγυρο, αφού όμως του δέσει ένα περιλαίμιο / χαϊμαλί, στοιχείο που μπερδεύει και τους ιδιοκτήτες βοσκούς αφού θεωρούν το ζώο οικόσιτο, «μανάρι», κατά την έκφραση του αφηγητή, μακαρίτη θείου μου.
Εγώ, μαζί με τον τάδε και δείνα, συνεχίζει η αφήγηση, προτιμούσαμε άλλη μέθοδο. Κρυβόμασταν στο Βαθύρεμα, κάτω από το γεφύρι και σαν είχε φθάσει το κοπάδι περίπου στη μέση, αρπάζαμε ξαφνικά ένα ζώο από κάτω και «χράπ!» το κατεβάζαμε κάτω από το γεφύρι μέχρι που απομακρυνόταν ολόκληρο το κοπάδι και οι βοσκοί!
Για μία ακόμη φορά είχα ακλόνητα στοιχεία μπροστά μου για το ποιόν μας: Κατσικοκλέφτες με πατέντα!
Δεν μπορώ να πω ότι και σήμερα ακόμη έχω ξεπεράσει το βάρος αυτής της ενοχής και κατηγορίας που αφορά τα τόπια μας και σίγουρα το Σκαμνό.
Οι διάφορες ερμηνείες που δίνονται μόνον σχετική επούλωση στο τραύμα μπορεί να επιφέρουν. Οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας επί Τουρκοκρατίας κλέβοντας όχι μόνον εξασφάλιζαν τα προς το ζειν, αλλά το δίχως άλλο, έφθειραν και τον κατακτητή. Δεν είναι άστοχο ότι οι κλέφτες εξομοιώθηκαν προς τους αρματολούς και τους γενναίους πολεμιστές και πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Το πρόβλημα είναι ότι η συνήθεια της ζωοκλοπής κράτησε πολλές δεκαετίες μετά τον ξεσηκωμό του 1821 και την απελευθέρωση του Γένους από το ζυγό. Το ίδιο δεν μπορεί να προβληθούν ενστάσεις κατά της δράσης στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής με τις δολιοφθορές σε βάρος των δυνάμεων κατοχής, με τους ριψοκίνδυνους συμπατριώτες μας τους σαλταδόρους κλπ που εξύμνησαν ακόμη και κάποια ρεμπέτικα λαϊκά τραγούδια.
Σήμερα έχουμε ακόμη φαινόμενα ζωοκλοπών θαρρώ μόνον στην Κρήτη. Εκεί το πρόβλημα δεν λέει να εξαλειφθεί, ενώ στα δικά μας τα μέρη δεν έχουμε πλέον τέτοια φαινόμενα. Τόσο στο Σκαμνό, όσο και στην ευρύτερη περιοχή έχουμε σημάδια καλής κοινωνικής εξέλιξης προς αυτή την κατεύθυνση. Και δεν είναι μόνον αυτό. Βιώσαμε και σημάδια ακόμη μεγαλύτερης προόδου, όταν τα σπίτια μας έμειναν σχεδόν πάντα ανοιχτά και ξεκλείδωτα χωρίς κανένα φόβο. Και αν αυτή η τελευταία κατάσταση έχει ανατραπεί, οφείλουμε να παραδεχθούμε, χωρίς ίχνος ρατσισμού, αυτό οφείλεται στους οικονομικούς μετανάστες από διάφορες χώρες του καταρρεύσαντος ανατολικού συνασπισμού και κυρίως από την Αλβανία. Η κοινωνία του Σκαμνού, όπως υποθέτουμε λίγο πολύ και άλλες τοπικές κοινωνίες, επιδίδονται σε έργα δημιουργικά και αποδεκτά από την κοινωνία, όπως καλή ώρα οι εντυπωσιακές δραστηριότητες του πολιτιστικού μας Συλλόγου.
Να υποθέσουμε ότι οι «κατσικοκλέφτες» ανήκουν πλέον στην απώτερη Ιστορία;
Μήπως και θα πρέπει να το ξανασκεφθούμε; Πόσοι και πόσοι ακόμη και σήμερα βάζουν σαν κύριο στόχο ζωής να αποκομίσουν οφέλη χωρίς θυσία; Να βολευτούν σε βάρος των άλλων; Να εξασφαλίσουν μέλι στα δάχτυλά τους κυρίως από τον κρατικό κορβανά ή εκμεταλλευόμενοι κατά τρόπο ανέντιμο τη θέση τους που αντί να υπηρετούν τον πολίτη, τον δυναστεύουν. Πόσο μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για την πρόοδο που συντελέσθηκε; Πολύ φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω να δώσω απάντηση. Το μόνο που θα έλεγα, αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ελαφρύνει τη θέση μας, είναι το οι σύγχρονοι «κατσικοκλέφτες» δεν είναι μόνον στο Σκαμνό, αλλά κατακλύζουν την Ελληνική Κοινωνία. Δεν δρουν απλά και μόνο για λόγους βιοπορισμού, αλλά κλέβουν από ..χόμπι και κατ επάγγελμα σύμφωνα με την δικαστική ορολογία! Οι επίσημες μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνουν τα πρωτεία στη χώρα μας όσον αφορά τη διαφθορά στο δημόσιο βίο μας. Έχουμε ξεπεράσει τους Ιταλούς, τους περιβόητους μαφιόζους!
Χορτάσαμε από θούρια εθνικοφροσύνης επί δεκαετίες μετά τον εμφύλιο με αποκορύφωμα την επάρατη δικτατορία. Οι βολεμένοι είχαν τον πρώτο λόγο και μοίραζαν την πίττα! Ήταν ο καβγάς για το ..πάπλωμα! Ξεχείλισε η αγανάκτηση του λαού και αποτυπώθηκε το 1981 με τη μαγική τότε λέξη: «αλλαγή». Αλλά τι κρίμα! Την «αλλαγή» την αντιλαμβάνονταν ο καθένας και ιδίως αυτοί που την πρωτοεπαγγέλθηκαν, στα μέτρα τους και όχι όπως θα περίμενε κανείς μέσα σε συνθήκες κράτους δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης. Για να φθάσουμε με την κορύφωση της δυσαρέσκειας και πάλι στη λέξη «εκσυγχρονισμός» που οριοθετούσε με σαφήνεια τη νέα γραμμή, την αποστασιοποίηση και την απαγκίστρωση από τα νέα φαινόμενα διαφθοράς που ταλάνιζαν τον τόπο και εμπόδιζαν την προκοπή του.
Είναι ιδιαίτερα λυπηρό, αλλά προκύπτει με σαφήνεια, ότι και η νέα αυτή γραμμή δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη ζοφερή κατάσταση. Σε πολλούς τομείς του δημόσιου βίου παρατηρούνται συμπτώματα σήψης που αναγνωρίζουν ακόμη και κυβερνητικά στελέχη. Οι ελπίδες μας συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, αλλά κι αυτός φαίνεται ότι κιότεψε μπροστά στη χιονοστιβάδα. Αντέδρασε με οξύτητα στο βουλευτή της δικής του παράταξης που εξέφρασε την ανησυχία του για το μεγάλο αυτό πρόβλημα και τον αποπήρε με βάναυσο τρόπο, παπαπέμποντάς τον στον Εισαγγελέα για να πει τα παράπονά του. Έτσι λοιπόν κρύφθηκε πίσω από το δάχτυλό του. Ο απλός κοσμάκης όμως δεν περιμένει να του το πει κάποιος εισαγγελέας με ποιες συνθήκες υποχρεώθηκε να δώσει το φάκελο στο «δωρεάν σύστημα υγείας» για να σώσει τον άνθρωπό του. Ο ευθύς συντοπίτης μας Υπουργός Υγείας είχε τουλάχιστον την ειλικρίνεια και εντιμότητα ώστε να παραδεχθεί την ύπαρξη της σαπίλας, αλλά και να αναγνωρίσει ότι «δύσκολα πολεμιέται» το δίκτυο της διαφθοράς. Ο απλός κοσμάκης το γνωρίζει χωρίς την παρέμβαση του εισαγγελέα από την καθημερινή του επαφή με την απαράδεκτη κρατική μηχανή και τους περιβόητους οργανισμούς «κοινής ωφέλειας» που τον ταλαιπωρούν και τον καταδυναστεύουν.
Ο συνετός πολίτης αυτής της χώρας δεν περιμένει θαύματα από καμία κυβέρνηση, αλλά προβληματίζεται όταν βλέπει ότι κατατίθενται τα όπλα από αυτούς που τάχθηκαν να υπερασπισθούν τις Θερμοπύλες. Όταν ο προηγούμενος πρωθυπουργός της ίδιας παράταξης έδωσε το μέτρο του «δώρου προς τον εαυτό του» που θα μπορούσε να δώσει ένας υψηλά ιστάμενος κρατικός λειτουργός, θα περιμέναμε, από τον σημερινό πρωθυπουργό, έστω φραστικά, να αποδοκιμάσει τέτοιες συμπεριφορές και να διακηρύξει προς κάθε κατεύθυνση ότι έχει ανοίξει πόλεμο απέναντι σε κάθε μορφής σαπίλα. Μα, θα πει κανείς, με τα λόγια και τις ευχές μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά στο δημόσιο βίο; Βεβαίως! Πιστεύουμε ότι αυτό έχει τεράστια σημασία. Να φέρουμε ένα μικρό παράδειγμα:
Μόλις πέρυσι είχαμε τη τύχη να ορισθεί η Θεσσαλονίκη μας, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Την ευθύνη είχε ένα από τα πλέον προβεβλημένα κυβερνητικά στελέχη: Ο σημερινός Υπουργός Ανάπτυξης. Η διοργάνωση κυμάνθηκε στα επίπεδα της μετριότητας μέχρι και της αποτυχίας. Αν δεν υπήρχαν και οι θησαυροί του Αγίου Όρους θα μιλούσαμε καθαρά για φιάσκο. Χρήματα διατέθηκαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό που είδαμε όλοι μας και, ως συνήθως, μετά το πέρας της διοργάνωσης επενέβησαν οι εισαγγελείς. Δυσάρεστη οπωσδήποτε η εξέλιξη. Θλιβερή η εικόνα που δώσαμε προς τα έξω. Το χειρότερο είναι ότι δεν είδαμε μία ελάχιστη εκδήλωση ευθιξίας από τον καθ ύλην αρμόδιο Υπουργό για την κακή εκτέλεση της εντολής που έδωσε σε ανθρώπους της επιλογής του. Ο κοσμάκης έχει βαρεθεί να ακούει «νομικούρες» περίτεχνες και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Πανεπιστημιακό Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου που είναι και δεινός ρήτορας. «Δεν αναμειγνυόμαστε στο έργο της δικαιοσύνης» είναι η μόνιμη δικαιολογία. Ε, όχι κ. Υπουργέ! Χωρίς να αναμιγνύεστε στο έργο της Δικαιοσύνης, θα περιμέναμε μία κατάλληλη δήλωσή σας και οριοθέτηση των ευθυνών σας. Ότι αποδοκιμάζετε απερίφραστα κάθε μορφής κακοδιαχείριση κρατικών ή κοινοτικών πόρων και θα παρακολουθήσετε με προσωπικό ενδιαφέρον την πορεία της υπόθεσης, θα υποστηρίξετε την δικαστική διερεύνησή της, θα θεωρήσετε προσωπική προσβολή κάθε περίπτωση κακοδιαχείρισης από οποιονδήποτε εντολοδόχο σας. Θα εξαντλήσετε το ενδιαφέρον σας για τον κολασμό ανεπίτρεπτων κακοδιαχειρίσεων, ως εάν η οικονομική βλάβη έπληττε την δική σας τσέπη! Έτσι οι ψηφοφόροι σας θα σας κρίνουν διαφορετικά.
Έχουν ιδιαίτερη σημασία αυτές εδώ οι σκέψεις που παίρνουν το ερέθισμα από τους … «κατσικοκλέφτες» της περιοχής μας, γιατί μεγάλες μάζες του ελληνικού λαού συμφωνούν μεν στον πρώτιστο στόχο που είναι η είσοδός μας στην Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, αλλά όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι τα βάρη δεν κατανέμονται δίκαια! Όσο δεν καταπολεμάται η διαφθορά, τόσο περισσότερη και σκληρότερη είναι η αδικία σε βάρος των υγιών στρωμάτων του λαού μας. Ακόμη σκέφτεται κανείς και τρομάζει με τα τρέχοντα φαινόμενα, τι θα συμβεί επί παραδείγματι, με την κορυφαία διοργάνωση της Ολυμπιάδας του 2004. Εκεί η χώρα μας, είτε το θέλουμε, είτε όχι, θα μπει κάτω από τους τεράστιους προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας. Κάθε τι το καλό που θα προβληθεί ανά την υφήλιο θα κεφαλαιοποιηθεί και θα εξαργυρωθεί από το σύνολο του Ελληνικού Τουρισμού για πολλά χρόνια μετά τη διοργάνωση. Κάθε τι το αρνητικό θα τραυματίσει καίρια την ισχυρότερη βιομηχανία που διαθέτουμε: Τον τουρισμό!
Ξεκινώντας από το Σκαμνό, ας διώξουμε του Κατσικοκλέφτες, όπου κι αν βρίσκονται! Να μιμηθούμε αυτόν τον μακαρίτη βουλευτή της Εύβοιας κάνοντας το καλό προς το συνάνθρωπο, χωρίς να περιμένουμε κανένα αντάλλαγμα! «Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό», ας είναι το σύνθημά μας.
Γεώργιος Αποστολόπουλος / ΦτΣ Νο 50 Ιούλιος – Αύγουστος 1999