Γεωργίου Λ. Αστρακά
Ασχολούμενοι με την ιστορία του χωριού μας καταφεύγουμε στη στοματική παράδοση, αλλά επισημαίνεται πως αυτή μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Έχει αρκετά ψήγματα αλήθειας που μας επιτρέπουν, ύστερα από συνδυαστικές αναφορές στις γραπτές πηγές, να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα, που θα μας διευκολύνουν να συνθέσουμε πληρέστερα την ιστορική εικόνα του χωριού μας.
Από δω και στο εξής θα ασχοληθούμε με τις γραπτές πηγές, που ευτυχώς, αν και είναι ευάριθμες, εντούτοις μας επιτρέπουν να βαδίσουμε με κάποια σιγουριά στην οδό του παρελθόντος για να ερευνήσουμε και να εξιχνιάσουμε την ιστορία του Σκαμνού, που είναι αρκετά μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα.
Το 1208 μ.Χ. ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ, που ασκούσε ταυτοχρόνως καθήκοντα αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας και Καίσαρος όλων των Φράγκων, εξέδωσε διαταγή (Αποστολικό Σιγίλιο), η οποία απευθύνετο προς τον καθολικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ονόματι Βεράρδον. Με τη διαταγή αυτή παραχωρούσε ως κτήματα στην Αρχιεπισκοπή των Αθηνών για τη συντήρησή της αρκετά χωριά από την Αττική, τη Βοιωτία και τη Νότια Εύβοια. Το μόνο χωριό που παραχωρούσε από την περιοχή της σημερινής Φθιώτιδος, ήταν ο Προκοβενίκος. Την πληροφορία αυτή πρώτος την αναφέρει ο γιατρός και αρχαιολόγος Τάσος Νερούτσος στο βιβλίο του «Χριστιανικαί Αθήναι» που εκδόθηκε το 1892 από την ιστορική και εθνολογική εταιρεία της Ελλάδος. Ο Νερούτσος τη σχετική είδηση την άντλησε από «Τα έργα του Ιννοκεντίου» (Acta Innocentii) σελίδα 126, όπου είναι καταχωρημένη σε λατινική γλώσσα η διαταγή του Πάπα.
[Τάσος Νερούτσος 1826-1892]
Κατόπιν, από το Νερούτσο, πήραν την πληροφορία τόσο ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Βορτσέλας, που την αναφέρει στο πολυσπούδαστο και υπέροχο βιβλίο του «Φθιώτις», όσο επίσης και ο Γυμνασιάρχης και σπουδαίος συγγραφέας Χρήστος Ενισλείδης, που και αυτός την αναφέρει στο βιβλίο του «Αμφίκλεια». Η πρώτη λοιπόν γραπτή πηγή στην οποία το χωριό μας ονομαστί, είναι το σιγίλιο του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ΄, που εκδόθηκε το 1208 μ.Χ. Έτσι από τη διαταγή αυτή, πέρα από κάθε αμφιβολία και αμφισβήτηση, εξάγονται τα εξής στοιχεία:
Πρώτον, το χωριό με το όνομα Προκοβενίκος υπάρχει στα 1208. ήτοι πριν από οκτώ αιώνες.
Δεύτερον, το χωρίο μόνον από την περιοχή της σημερινής Φθιώτιδος, παραχωρείται στη λατινική Αρχιεπισκοπή των Αθηνών, ως κτήμα για τη συντήρησή της, που σημαίνει, ότι έχει οικονομική δυνατότητα και επιφάνεια για ένα τέτοιο σκοπό.
Και τρίτον το χωριό ονομάζεται Προκοβενίκος, ονομασία που διατήρησε ως το 1927, που μετονομάστηκε σε Σκαμνός, στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής, που εφαρμόστηκε για να απαλλαγεί η χώρα από τα ξένα τοπωνύμια, που εκμεταλλεύονταν εις βάρος μας οι Σλάβοι και οι λοιποί εχθροί του Ελληνισμού.
Με βάση τα δεδομένα αυτά θα επεκτείνουμε την έρευνά μας εφαρμόζοντας κατά το δυνατόν, όλες τις εν χρήσει μεθόδους της ιστορικής επιστήμης, για να μπορέσουμε να αχθούμε, ει δυνατόν, και ως τους χρόνους της αρχικής οικήσεως του Προκοβενίκου. Προκαταβολικά πρέπει να πούμε, πως από δω και πέρα το έργο μας θα είναι αρκετά δύσκολο και υπάρχει και ο κίνδυνος να κάνουμε και λάθη, γιατί η πορεία θα γίνει με εμπόδια. Όμως και παρά τον κίνδυνο αυτό, εμείς θα επιχειρήσουμε την έρευνα και ίσως η μελέτη μας να γίνει αφορμή για να ακουστούν και άλλες απόψεις, που μπορεί να συμβάλλουν στη σφαιρικότερη αντιμετώπιση του θέματος.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το όνομα Προκοβενίκος.
Τούτο κατά τον Γερμανό Γλωσσολόγο Max Vasmer, που ήταν ειδικός σε θέματα σλαβικών και βυζαντινών σπουδών, είναι σλάβικο και ετυμολογικά συγγενεύει προς το βουλγαρικό Prokopanik, που μεταφραζόμενο, θα πει: Προκοπέϊκο, ήτοι το αναφερόμενο στον Προκόπη ή στους Προκόπηδες. Τη γνώμη αυτή τη διατυπώνει ο Vasmer στο βιβλίο του «οι Σλάβοι στην Ελλάδα (Die Slaven in Griechenland). Την ίδια άποψη με τον Vasmer υιοθετούν επίσης και οι Γερμανοί ερευνητές Johannes Koder και Friedrich Hild στο βιβλίο τους «Χάρτης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ελλάδα και Θεσσαλία (Tabula Imperii Byzantini Hellas und Thessalia).
Ώστε κατά τη γνώμη των υπόψη ερευνητών, το όνομα του χωριού μας, Προκοβενίκος, είναι σλαβικό1 και κατ’ ανάγκη τούτο δόθηκε από τους πρώτους οικήτορες, που πρέπει να ήταν Σλάβοι, γιατί είναι αυτονόητο, πως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατό να δοθεί σλαβική ονομασία στον οικισμό από τους γηγενείς Έλληνες. Αναποτρέπτως η θέση και η άποψη αυτή μας εξαναγκάζει να δούμε το θέμα ευρύτερα και να εξετάσουμε, αν πράγματι έγινε κάθοδος Σλάβων στην περιοχή αυτή και πότε.
Από τη γλωσσολογική μελέτη και εξέταση του ονόματος Προκοβενίκος, προέκυψε πως τούτο δόθηκε από Σλάβους επήλυδες, που ήρθαν ως γεωργοκτηνοτρόφοι την εποχή των ειρηνικών ή και πολεμικών μεταναστεύσεων των σλαβικών φύλων από Βορρά προς Νότο. Το θέμα της καθόδου των φύλων τούτων στο ελλαδικό χώρο , έχει εξετασθεί ως τώρα από πολλούς ειδικούς επιστήμονες, ντόπιους και ξένους, και σχετικώς έχουν διατυπωθεί θεωρίες με κορυφαίο και προεξάρχοντα τον ανθέλληνα Γερμανό ιστορικό Fallmerayer, που υποστήριξε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, πως οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι Σλάβων κι ότι ουδεμία συνέχεια βιολογική, φυλετική και εθνολογική έχουν προς τους αρχαίους Έλληνες.
Στη μελέτη αυτή δεν πρόκειται να εξετάσουμε τους ισχυρισμούς του Fallmerayer, διότι άλλος είναι ο σκοπός μας. Άλλωστε αυτή την ανθελληνική θεωρία την ανέτρεψαν και κυριολεκτικά την κονιορτοποίησαν έλληνες και ξένοι ιστορικοί, ως επιστημονικών ανέρειστη και ιστορικώς αβάσιμη με πρώτους και καλλίτερους τον εθνικό ιστορικό μας, τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, τον καθηγητή Δ. Ζακυνθυνό και από τους ξένους, τους Γερμανούς K. Hop και G. Hertz. Το ζήτημα της καθόδου των Σλάβων στην Ελλάδα κατά τρόπο επιστημονικώς άψογο το έχει κατά τη γνώμη μου, ως τώρα αναπτύξει ο ιστορικός και ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Απόστολος Βακαλόπουλος στο πολύκροτο και μνημειώδες έργο του «Ιστορία του νέου Ελληνισμού».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Βακαλόπουλο η κάθοδος των Σλάβων άρχισε στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. και συνεχίστηκε ως τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι λόγοι που ώθησαν τους Σλάβους να κατέλθουν προς νότο, ήταν κυρίως η ανεύρεση τόπων με ήπιο κλίμα για να μπορέσουν ανετότερα να αναπτύξουν την κτηνοτροφία με την οποία κατά κύριο λόγο ασχολούνταν και από την οποία εξοικονομούσαν τα απαραίτητα προς το ζην.
Εκτός αυτού την κάθοδό τους διευκόλυνε και το γεγονός, ότι τα πρώτα χρόνια το βυζαντινό κράτος ανεχόταν την εγκατάσταση των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο, επειδή τούτος ήταν αραιοκατοικημένος εξ αιτίας της μειώσεως των γηγενών πληθυσμών από τον καταστρεπτικό λοιμό, που έπληξε την αυτοκρατορία το 746 μ.Χ. και προξένησε μεγάλη και εκτεταμένη φθορά στους κατοίκους των ελληνικών χωρών. Οι πρώτοι Σλάβοι λοιπόν, αποκλειστικά γεωργοκτηνοτρόφοι, κατήλθαν ειρηνικά στη χώρα μας, αλλά τους επόμενους αιώνες την ειρηνική κάθοδό τους διαδέχτηκαν πολεμικές εισβολές οι οποίες προξένησαν αρκετές φθορές στο βυζαντικό κράτος και γι’ αυτές εκτεταμένος λόγος γίνεται στα οικεία κεφάλαια της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Οι Σλάβοι, στους οποίους ποσοτικά υπερτερούσαν τα φύλα, που κατοικούσαν στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας, , έφτασαν ως την Πελοπόννησο και μάλιστα ως τη Μεσσηνία και τη Μάνη, δηλαδή ως τις νότιες εσχατιές της χώρας. Όπως έχει αποδειχθεί από την ως τώρα ιστορική έρευνα, οι έποικοι αυτοί πληθυσμιακώς δεν ήταν υπέρτεροι των γηγενών, ούτε επίσης υπερτερούσαν πολιτιστικώς και έτσι πολύ σύντομα και καθολικά αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα ο εξελληνισμός τους να είναι από κάθε άποψη πλήρης και καθολικός. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο Max Vasmer, που αναφέραμε παραπάνω, τα μόνα κατάλοιπά τους είναι όλο κι όλο 273 λέξεις, που ως επί το πλείστον είναι ουσιαστικά και αναφέρονται στον κτηνοτροφικό και αγροτικό βίο.