Μάνα, μητέρα, μαμά

FtS105

της Κικής Ταγκαλάκη

Φίλες και φίλοι αυτές οι τρεις παράλληλες ιστορίες που θα διαβάσετε παρακάτω τις έγραψα με πολλή αγάπη και ιδιαίτερη συγκίνηση και αναφέρονται στους στυλοβάτες όλων των κοινωνιών που είναι οι Μάνες ( οι γυναίκες του χωριού ), οι Μητέρες ( που είναι οι γυναίκες της μεσαίας κοινωνικής τάξης ) και οι Μαμάδες ( που είναι οι γυναίκες της πόλης).

 

Θέλω δε να πιστεύω ότι όταν, αυτές τις ιστορίες, τις διαβάσουμε στο τέλος θα μείνει μέσα, στο μυαλό μας και στην ψυχή μας Αγάπη, Συγκίνηση, Ευγνωμοσύνη, Σεβασμός και ίσως η πιο γλυκιά ανάμνηση γι’ αυτές τις μάνες που μας έφεραν στο κόσμο.

Σ’ αγαπώ μάνα – μητέρα – μαμά.

***

Μάνα

Η Αρχοντούλα γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη πλαγιά του Ταϋγέτου.

Το πρωί αγνάντευε τον Ήλιο στην Ανατολή από το παράθυρο της και το απόγευμα τη Δύση από τη κουζίνα.

Πέντε γιους έκανε η μάνα της, η κυρά Γεωργία και περίμενε την κόρη και ήρθε η Αρχοντούλα, όμορφο, μελαχρινό μωρό. Ο πατέρας κέρασε όλους τους χωριανούς στο καφενείο που ήταν και το μπακάλικο και το τηλεφωνείο του χωριού. Ενωμένοι άνθρωποι αγαπημένοι στη χαρά και στη θλίψη, στο χορό και στο πόνο, ο ένας να τρέχει να βοηθήσει τον άλλο, παράδειγμα στα γύρω χωριά.

Το σπίτι του Παναγιώτη και της Γεωργίας νοικοκυρεμένο, χαρούμενο, γεμάτο από τις φωνές των παιδιών. Ο κυρ Παναγιώτης έτρεχε όλη μέρα στα πρόβατα, είχε το μεγαλύτερο κοπάδι της περιοχής. Και η κυρά Γεωργία έτρεχε να τα βγάζει πέρα με το σπίτι και τα 6 της παιδιά.

Ποτέ δεν κουράστηκε, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, μεγάλωνε τα παιδιά της με πολλή αγάπη, τα έμαθε το πρωί να κάνουν τη προσευχή τους, να κάνουν το σταυρό τους, να τρώνε το ζυμωτό ψωμί με το γάλα από τα πρόβατα τους και να ξεκινούν για το σχολείο τους. Το σχολείο τους ήταν στην άκρη του χωριού, εκείνη κάθε πρωί πήγαινε μαζί τους μέχρι τη πόρτα του χαιρέταγε το δάσκαλο και έφευγε. Γύρναγε στο σπίτι κοίταγε την ανατολή έλεγε Δόξα σοι ο Θεός και ξεκινούσε για τον αγώνα της ημέρας, να πλύνει, να μαγειρέψει, να ζυμώσει, να καθαρίσει, να πάρει το ζεστό φαΐ να το πάει στον άντρα της, να γυρίσει να περιμένει τα παιδιά της να τα δει να έρχονται και να λέει σε ευχαριστώ Παναγία μου.

Η κυρά Γεωργία δεν έμαθε γράμματα πολλά πήγε μέχρι τη τρίτη Δημοτικού γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα και ειδικά για τα κορίτσια στα χωριά εκείνα να χρόνια. Όμως αυτό δεν την εμπόδισε να κάθεται δίπλα στα παιδιά της, να τα διαβάζει, να τα βάζει να της λένε πολλές φορές τα μαθήματα μέχρι που η γλώσσα τους έτρεχε. Τα παιδιά μέχρι που μεγάλωσαν πολύ δεν είχαν καταλάβει ότι η μάνα τους ήξερε πολύ λίγα γράμματα.

Κάποια στιγμή όμως, οι καλές μέρες πέρασαν και ήρθε ο θάνατος, ο κυρ Παναγιώτης προσπαθώντας να σώσει ένα πρόβατο που είχε πέσει από το βράχο έπεσε και αυτός και σκοτώθηκε. Τα νέα βρήκαν τη κυρά Γεωργία που ετοίμαζε την χορτόπιτα για το βραδυνό τους φαγητό. Της ήρθαν τα κακά μαντάτα και η κυρά Γεωργία έμεινε αποσβωλεμένη. Χάθηκε, έκλαψε, χτυπήθηκε, φώναξε αλλά είχε έξι παιδιά να μεγαλώσει. Φόρεσε την μαύρη μαντίλα, σκούπισε τα μάτια, έσφιξε τα δόντια και έγινε εκτός από μάνα και πατέρας, έτρεχε στα πρόβατα, στο σπίτι, στα παιδιά και τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν και η κυρά Γεωργία έμενε όρθια, με σφιγμένη μαντήλα, με ψυχή γεμάτη, αγάπη για τα παιδιά της και πόνο για τον Παναγιώτη της που έφυγε γρήγορα και άδικα. Τις ώρες που ξεκουραζόταν, κουβέντιαζε μαζί του.

Του έλεγε για τα παιδιά τους για την πρόοδο τους, για την αγάπη που είχαν για το σχολείο τους.

Τα παιδιά ένα – ένα μεγάλωσαν, έφευγαν για την Αθήνα, για τις σπουδές τους πρώτα, για το στρατό μετά.

Κάθε φορά η κυρά Γεωργία που έδινε ένα παιδί της στη πατρίδα να υπηρετήσει τη θητεία του, ήταν περήφανη, γι’ αυτό, τα χαιρετούσε και τους έλεγε: να φροντίζετε για τη πατρίδα σας και να είστε υπερήφανοι για αυτήν.

Και τα χρόνια κυλούσαν σαν το νερό στο μύλο.

Οι γιοί ο Κώστας, ο Νικόλας, ο Παύλος, ο Κοσμάς, ο Αργύρης έγιναν με τη βοήθεια του Θεού και της μάνας επιστήμονες.

• Ο Κώστας έγινε πολιτικός μηχανικός
• Ο Νικόλας έγινε Θεολόγος
• Ο Παύλος έγινε Δικηγόρος
• Ο Κοσμάς έγινε Μαθηματικός
• Ο Αργύρης Γιατρός

Η Αρχοντούλα το στερνοπαίδι της κυρά Γεωργίας τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο και δεν ήθελε να σπουδάσει, παντρεύτηκε ένα συγχωριανό της, το Θανάση που τον αγαπούσε από μικρό κορίτσι.

Η κυρά Γεωργία έκανε τα πάντα για τη κόρη της, της έδωσε προίκα, σπίτι, χωράφι, πρόβατα. Όμως ο Θανάσης δεν ήθελε το χωριό και κάποια μέρα την πήρε την Αρχοντούλα και έφυγαν για το Καναδά.

Και η κυρά Γεωργία έχασε ένα μέρος της ψυχής της και της ζωής της. Συνέχισε όμως να φροντίζει τα μεγάλα πλέον παιδιά της κάνοντας τα ίδια πράγματα, που είχε μάθει σε όλη της τη ζωή.

Και ήρθε η ώρα που οι γιοι της παντρεύτηκαν, πήγαν στα σπίτια τους έκαναν τις δικές τους οικογένειες.

Οι νύφες όλες πήγαιναν στο χωριό την αγκάλιαζαν, της φιλούσαν το χέρι, της πήγαιναν δώρα και έφευγαν. Οι γιοί της, της έλεγαν:

-Μάνα πρέπει να έρθεις στην Αθήνα και εκείνη έλεγε:

-Να είστε καλά, εγώ θα μείνω εδώ, στο σπίτι μου, εδώ που έζησα με τον πατέρα σας και γέννησα και μεγάλωσα εσάς, εδώ είναι οι ρίζες μου η ζωή μου, όταν χρειασθεί και δεν μπορώ να ζήσω άλλο εδώ, θα έρθω.

Και τα χρόνια έφευγαν και τα γράμματα από τον Καναδά έρχονταν. Η Αρχοντούλα όμως δεν ερχόταν στο χωριό. Και η μάνα περίμενε τα γράμματα και τα τηλεφωνήματα από τους γιούς.

Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα τα πρώτα χρόνια έρχονταν οι γιοί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους στο χωριό και το σπίτι γέμιζε από τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και των εγγονών της.
Και κυρά Γεωργία άρχισε να γέρνει. Η πλάτη πονούσε, τα πόδια πονούσαν και η Αρχοντούλα δεν φαινόταν πουθενά και η μάνα τη ζητούσε. Και όλοι έλεγαν ότι η Αρχοντούλα θα έρθει από τον Καναδά του χρόνου, έχουν ανοίξει μια επιχείρηση και δεν μπορούν να την αφήσουν φέτος. Αλλά η Αρχοντούλα έφυγε από τη ζωή, γεννώντας το πρώτο της και μοναδικό της παιδί.

Αυτό όμως, της το έκρυψαν, δεν της το είπαν ποτέ.

Η κυρά Γεωργία, κάποια μέρα κατάλαβε ότι δεν μπορεί άλλο να ζήσει μόνη της, γέρασε πολύ, έφθασε τα 87, τα μάτια θόλωσαν, τα χέρια και τα πόδια πονούσαν, ήθελε βοήθεια για τις δουλειές του σπιτιού, για το φαγητό, ήθελε συντροφιά, σιγουριά. Τότε αποφάσισε να πει στους γιους της:

-Πάρτε με στην Αθήνα!

Τότε άρχισε το πανηγύρι, καμιά νύφη δεν ήθελε τη χωριάτισσα πεθερά στο σπίτι της, δεν χωρούσε πουθενά, όλες είχαν τη δικαιολογία στο στόμα.

Η μάνα έχει μάθει αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει στα σπίτια τους.

Η μικρότερη, η Άρτεμις, η γυναίκα του Αργύρη είπε να τη πάρει στο σπίτι της, γιατί ήταν πιο προσγειωμένη από τις άλλες και την πήρε.

Άρχισε όμως να γκρινιάζει : η μάνα δεν ξέρει να φάει, ρουφάει τη σούπα, δεν μπορώ να την ακούω, δεν μπορώ να τη βλέπω με τη μαντήλα, πρέπει να κόψει την κοτσίδα γιατί τα μαλλιά της πέφτουν και γεμίζει το σπίτι τρίχες, μιλάει χωριάτικα δεν θέλω να μάθουν τα παιδιά να μιλούν έτσι. Η μάνα σου δεν κάνει για την Αθήνα και για το σπίτι μας.

Πρέπει να την πάμε κάπου να τη φροντίζουν και να έχει παρέα ανθρώπους της ηλικίας της. Τώρα έχουμε και εμείς οικογένεια, ανάγκες και προβλήματα και θα φάμε τα τελευταία χρόνια που θα μας χαρίσει ο Θεός φροντίζοντας τη μάνα, αφού εκεί που θα τη πάμε δεν θα της λείπει τίποτα. Ο Αργύρης αντέδρασε, φώναξε, μάζεψε τα αδέλφια του και προσπάθησαν να βρουν και βρήκαν την πιο αναίμακτη λύση για αυτούς και τις γυναίκες τους και όχι για τη μάνα τους.

Και έτσι η κυρά Γεωργία βρέθηκε στον οίκο ευγηρίας, κοινώς Γηροκομείο – και κατά τη γνώμη μου η Αποθήκη ψυχών – . Εκεί της έκοψαν τα μαλλιά για να την χτενίζουν καλύτερα και όλα τα δέχτηκε χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς παράπονα, χωρίς κλάματα. Η Ιώβειος υπομονή που τη συντρόφευε σε όλη της τη ζωή την συντρόφευε και τώρα.

Και έζησε! έζησε με αναμνήσεις, με τα χαμόγελα των παιδιών της, τη μπάσα φωνή του άντρα της του Παναγιώτη, με την αγάπη και τη νοσταλγία να δει την κόρη της την Αρχοντούλα, που είχε καταλάβει πια, ότι η κόρη της είχε φύγει από τη ζωή.

Στις επισκέψεις των γιων της και των εγγονών της, κάποια φορά είπε στο γιο της το Νικόλα: ξέρω ότι η Αρχοντούλα έφυγε και ας μου το κρύψατε.

Τις νύφες της στα 5 χρόνια που έζησε στο γηροκομείο δεν θέλησε να τις δει ποτέ, ήταν όρος στους γιους της.

Και όταν χτύπησαν οι καμπάνες της Αναστάσεως κάποιο Πάσχα, η κυρά Γεωργία την ώρα που άκουγε το Χριστός Ανέστη έπιασε το στήθος της, ένας πόνος, δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Έφυγε, έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό, στο τέλος του Δρόμου ήταν ο Παναγιώτης της και η Αρχοντούλα της άπλωσε τα χέρια και τους αγκάλιασε.

Η Διεύθυνση του Γηροκομείου ειδοποίησε τον Αργύρη που βρέθηκε στην Αθήνα. Όλοι οι άλλοι είχαν πάει διακοπές στο εξωτερικό. Άργησαν να έρθουν.
Η κυρά Γεωργία μπήκε στο ψυγείο μια εβδομάδα. Η κηδεία έγινε στο χωριό. Όλοι οι γιοι συντετριμμένοι χαιρέτησαν την μάνα τους, μόνοι τους, χωρίς τις γυναίκες τους και εκεί κάτω από τον Ταΰγετο σκέφτηκαν, έκλαψαν και κατάλαβαν, ότι όλα αυτά τα χρόνια είχαν χάσει την ανθρωπιά τους και ντράπηκαν, ντράπηκαν πολύ, γιατί παρά το ότι είχαν γίνει επιστήμονες δεν είχαν γίνει σωστοί άνθρωποι και σωστοί άντρες, αγκαλιάστηκαν και ψιθύρισαν.. Συγνώμη Μάνα!

Μα ήταν πια αργά !

***

Μητέρα

Από τη Σμύρνη βρέθηκαν στον Πειραιά οι γονείς της Σμαραγδής, τότε που έγινε ο μεγάλος χαμός των Ελλήνων. Άφησαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και κατάφεραν να σώσουν μόνο τις ζωές τους. Πρόσφυγες στον Πειραιά, προσπάθησαν να ζήσουν. Να ζήσουν σε μια Ελλάδα που είχε 5.000.000 κατοίκους και ήρθαν περίπου 1.400.000. Οι ντόπιοι δεν τους είδαν με καλό μάτι, γιατί οι δουλειές ήταν λίγες και όλοι προσπαθούσαν να δουλέψουν για να ζήσουν.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, όλοι οι πρόσφυγες επειδή ήταν έξυπνοι δουλευταράδες και καλοί άνθρωποι, έφτιαξαν πάλι τα νοικοκυριά τους, στις παράγκες στους συνοικισμούς και αργότερα σε πεντακάθαρα μικρά σπιτάκια, με σειρά, με αγάπη και υπομονή. Σ’ ένα από αυτά γεννήθηκε η Σμαραγδή, ήταν το μονάκριβο παιδί του Λευτέρη και της Άννας. Η Άννα είχε φτάσει στα 35 όταν γέννησε τη Σμαραγδή.

Όταν ήρθε η Σμαραγδή στο κόσμο, ο πατέρας της ο Λευτέρης δούλευε στο καπνεργοστάσιο, είχε βραδυνή βάρδια, τη μάνα της την ξεγέννησε η Ανέστω, μεγάλη μαμή στη Σμύρνη που η προσφυγιά την έριξε στη Δραπετσώνα εκεί που είχαν πάει και οι γονείς της Σμαραγδής.

-Όμορφη κόρη ψηλή και δεμένη, θα γίνει λεβεντόκορμη Άννα μου » της είπε η μαμή η Ανέστω.

-Καλή τύχη να χει Ανέστω μου της είπε η Άννα και να μην τραβήξει αυτά που περάσαμε εμείς. Δόξα τω Θεώ να λες τώρα πια, είπε η Ανέστω.

Πήρε τα χρήματα που της έδωσε η Άννα, τα έβαλε στη τσάντα της και έφυγε. Ο Λευτέρης ήρθε το πρωί από τη δουλειά και βρήκε τη γυναίκα του να κρατάει αγκαλιά τη κόρη τους. Τρελάθηκε από τη χαρά φίλησε και τις δύο και είπε:

-Είμαι πολύ ευτυχισμένος, τώρα πια θα έχω δύο να με περιμένουν στο σπίτι μας θα κάνω ό,τι μπορώ για σας. Στη κόρη μας θέλω να δώσουμε το όνομα της αδελφής μου, της Σμαραγδής που χάθηκε στο μεγάλο χαλασμό.

– Όπως θέλεις Λευτέρη μου, είπε η Άννα.

Η Σμαραγδή έγινε ένα όμορφο μωρό και αργότερα ένα χαριτωμένο κορίτσι, στα 15 της χρόνια που την έχανες που την έβρισκες στη θάλασσα, περνούσε την Πυροσβεστική και έφτανε στο λιμάνι. Από το βράχο της Δραπετσώνας, πίσω από το Μπακάλικο του Γαβρίλου αγνάντευε το πέλαγος και προσπαθούσε να δει, μες στα όνειρά της, τις χαμένες πατρίδες αυτές τις πατρίδες που κάθε βράδυ της έλεγε η μάνα της, σαν παραμύθι. Με το σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, ήθελε να ράβει, να ράβει φορέματα, να ράβει μπλούζες, φούστες, παλτά. Και έτσι έγινε μοδίστρα πήγε στο μοδιστράδικο της Ζαμπέτας, μεγάλη μοδίστρα από τη Σμύρνη, «Το ατελιέ της» πια ήταν η παράγκα που ζούσε και έραβε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τα βγάζει πέρα.

Η Σμαραγδή ήταν καλή μαθήτρια άρχισε από τα καρικώματα και μέσα σε δύο χρόνια έραβε ολόκληρο φόρεμα, σε τρία χρόνια έραβε τα πάντα, παλτά, ταγέρ, όλα με μεγάλη επιτυχία.

Στα είκοσι δύο της χρόνια, είχε κάνει ένα μικρό δωμάτιο στο μικρό σπιτάκι τους «ατελιέ». Δούλευε με μεγάλη υπομονή και πάνω από όλα με μεράκι. Όλες οι γυναίκες της Δραπετσώνας και των γύρω (περιοχών) θέλανε να τους ράψει η Σμαραγδή. Και η Σμαραγδή δούλευε, δούλευε, συνέχεια. Τα χρόνια περνούσαν έφθασε 30 χρόνων. Η Άννα, η μάνα της, αρρώστησε, δύο χρόνια κράτησε η αρρώστια της και η Σμαραγδή έτρεχε να προλάβει το σπίτι τη μάνα της τον πατέρα της και τη δουλειά.

Και η μάνα της αναπαύθηκε και η Σμαραγδή έγινε 32 χρονών. Τα προξενιά πήγαιναν και έρχονταν και η Σμαραγδή δούλευε συνέχεια, είχε να κοιτάξει τον πατέρα της, που είχε γεράσει και ο χαμός της γυναίκας του, της Άννας, τον είχε μαραζώσει. Όταν η Σμαραγδή έγινε 35 χρονών ο κυρ Λευτέρης ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή και αυτός. Η Σμαραγδή έμεινε μόνη της, τα προξενιά έρχονταν συνέχεια και τότε της έκαναν προξενιό τον Κωσταντή, ένα λεβέντη μέχρι εκεί πάνω.

Μόλις τον είδε η Σμαραγδή, ένιωσε ένα γλυκό σφίξιμο στην καρδιά, μια ταχυπαλμία, το πρόσωπό της φούντωσε, κοκκίνισε και είπε το ΝΑΙ. Ερωτεύτηκε τον Κωσταντή και τον παντρεύτηκε χωρίς να σκεφτεί τίποτα. Ο Κωσταντής ήταν ναυτικός τρίτος μηχανικός στα καράβια. Μετά το γάμο ο Κωσταντής έμεινε ξέμπαρκος 6 μήνες, ζούσανε ευτυχισμένοι και η Σμαραγδή σ’ αυτό το διάστημα έμεινε έγκυος, όταν το έμαθε ο άντρας της χόρευε συνέχεια από τη χαρά του. Ήταν πέντε μηνών έγκυος η Σμαραγδή όταν μπάρκαρε πάλι ο Κωσταντής. Κλάματα, φωνές, παρακλήσεις, δεν μπορούσαν να κρατήσουν τον Κωσταντή μακριά από τη θάλασσα.

-Σμαραγδή μου θα έρθω σε 3-4 μήνες για να βρω κανένα ποστάλι να είμαι κοντά σου και κοντά στο παιδί μας, της έλεγε.

Και η Σμαραγδή τον ξεπροβόδισε στο λιμάνι. Εκεί όρθια λεβεντόκορμη, σαν δωρική κολώνα, τον φίλησε τον χαιρέτισε και του είπε: εμείς θα είμαστε εδώ και θα σε περιμένουμε, γύρισε γρήγορα να δεις και το παιδί μας που θα έρθει στον κόσμο.

Και ο Κωσταντής δεν γύρισε ποτέ και η Σμαραγδή γέννησε το γιο του, μόνη της, στο νοσοκομείο πήγε μόνη της, το παιδί της το πήρε στην αγκαλιά της μόνη της και γύρισε στο σπίτι τους μόνη της. Όλη μέρα δούλευε και μεγάλωνε το γιο της, του έμαθε να αγαπάει και να περιμένει τον πατέρα του. Και τα χρόνια κυλούσαν, έφευγαν το γιο της τον έβγαλε Κωσταντή, του έδωσε το όνομα του πατέρα του. Και ο Κωσταντής μεγάλωνε, μεγάλωνε, ψήλωνε, ήταν πολύ όμορφο παλικάρι, καλό παιδί και καλός μαθητής. Η Σμαραγδή δούλευε μέρα-νύχτα για να μη του λείψει τίποτα. Ήταν μια πασίγνωστη μοδίστρα.

Έβγαλε αρκετά χρήματα, αγόρασε ένα οικόπεδο στο Φάληρο, έκτισε ένα ωραίο σπίτι και έμενε με το γιο της και δούλευε συνέχεια. Περίμενε ακόμη τον Κωσταντή όμως στο πρώτο ταξίδι βγήκε στην Ισπανία γνώρισε μια Σπανιόλα και έμεινε εκεί για πάντα. Και ο γιος μεγάλωνε και της έλεγε: Μητέρα σ’ αγαπώ πάρα πολύ και σε σέβομαι, σέβομαι όλον αυτόν τον αγώνα που δίνεις όλα αυτά τα χρόνια για να με μεγαλώσεις να φτιάξεις αυτό το ωραίο σπίτι που ζούμε, να μου προσφέρεις όλα αυτά και για σένα να μην κάνεις τίποτα. Ό,τι και να γίνει εμείς μητέρα μου θα είμαστε πάντα μαζί. Εσύ μητέρα μου είσαι και ήσουν πάντα και μητέρα και πατέρας και αυτό ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Και ο Κωσταντής τελείωσε το Λύκειο και έμαθε Γαλλικά. Είπε μια μέρα στη μητέρα του:

-Μητέρα δεν θέλω να πάω στο Πανεπιστήμιο, θέλω να δουλέψω, εάν μπορείς να ανοίξουμε μία επιχείρηση.

Και η Σμαραγδή άκουσε το μονάκριβο γιο της, με πολύ αγάπη και δεν του χάλασε το χατίρι. Ό,τι είχε και δεν είχε τα έδωσε και του άνοιξε ένα μεγάλο κατάστημα γυναικείων ρούχων, το καλύτερο του Πειραιά. Όλα τα ρούχα περνούσαν από τον έλεγχό της, ήταν ωραιότερα και τα καλύτερα σε ποιότητα. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά.

Πήραν τρεις κοπέλες προσωπικό και αργότερα άλλες τέσσερις. Μέσα στις τελευταίες ήταν η Ανθή μια ξανθομαλλούσα με τσακίρικα μάτια, που κοίταξαν τον Κωσταντή και τον έλειωσαν. Και είπε στην μητέρα του:

-Μητέρα αυτήν την κοπέλα την θέλω, την αγάπησα μόλις την είδα, θέλω να την παντρευτώ.

Η Σμαραγδή στην ματιά του, είδε την αγάπη που ένιωθε ο γιος της για την Ανθή, τον αγκάλιασε και του είπε:

-Γιέ μου με την ευχή μου.

Ο γάμος έγινε γρήγορα. Η Ανθή αγκάλιασε και φίλησε τη πεθερά της και της είπε: Ευχαριστώ μητέρα για όλα. Ο Κωσταντής ήταν πανευτυχής, κολυμπούσε σε πελάγη ευτυχίας.

Τα πρώτα χρόνια πέρασαν ευτυχισμένα, ήρθαν τρία εγγόνια, δύο κορίτσια και ένας γιος. Η Σμαραγδή έτρεχε στο μαγαζί να βοηθάει τον Κωσταντή, στο σπίτι, να βοηθάει την Ανθή με τα παιδιά και όταν ξέκλεβε χρόνο να πηγαίνει στη παραλία του Φαλήρου και να αγναντεύει το πέλαγος, μήπως και δει τον άντρα της, τον Κωσταντή της.

Όλοι μεγάλωναν, τα παιδιά, ο Κωσταντής, η Ανθή. Η Σμαραγδή βάρυνε, γέρασε, κουράστηκε πια, τα μάτια της δάκρυζαν, την έτσουζαν, τόσα χρόνια βελόνα, τι να σου κάνουν, ο δείκτης στο δεξί χέρι από τη βελόνα στράβωσε. Δεν είχε κουράγιο για δουλειές, έμεινε στο σπίτι.

Η Ανθή άρχισε να μουρμουράει. Μητέρα σας παρακαλώ μην μπαινοβγαίνετε παντού, μείνετε στο δωμάτιο σας, μην σέρνετε τις παντόφλες σας, γιατί τα παιδιά διαβάζουν. Μην ανοιγοκλείνετε συνέχεια τα παράθυρα, κάνετε φασαρία. Η Σμαραγδή αφού δεν μπορούσε πια να περπατήσει να πάει στη παραλία για να δει τη μεγάλη αγάπη της, τη θάλασσα, έβγαινε στο μπαλκόνι και από εκεί την έβλεπε.

Η Ανθή φώναζε, μητέρα φυσάει και θα κρυώσετε και εγώ έχω τρία παιδιά και δεν μπορώ να τρέχω και για σας, αν αρρωστήσετε. Και δος του γκρίνια στον Κωσταντή, δεν μπορώ τη μητέρα σου να γυρνάει γύρω-γύρω, μέσα στο σπίτι, να ανοιγοκλείνει τις μπαλκονόπορτες, να περιμένει να της βάλω να φάει, να την κάνω μπάνιο, να την προσέχω, έχω τρία παιδιά να κοιτάξω. Πρέπει να την πάμε σ’ ένα χώρο για ηλικιωμένους.

Ο Κωσταντής χτύπησε το χέρι στο τραπέζι,

-Η μητέρα μου δεν πρόκειται να πάει πουθενά, εδώ είναι το σπίτι της και εδώ θα μείνει, τόσα χρόνια που μας πρόσφερε τα πάντα ήταν καλή, τώρα δεν την μπορείς; Θα πάρω γυναίκα να την φροντίζει εδώ στο σπίτι της και αν σ’ αρέσει.

Η Ανθή λούφαξε αλλά για λίγο. Ένα πρωί έφυγε από το σπίτι της αφήνοντας πίσω της τρία παιδιά και ένα σημείωμα.

-Αν φύγει η μητέρα σου, τότε εγώ θα γυρίσω στο σπίτι και κοίταξε τώρα εσύ τα παιδιά!

Ο Κωσταντής θύμωσε, αγρίεψε, προσπάθησε να τα φέρει βόλτα με την επιχείρηση, την μητέρα του και τα τρία του παιδιά, αλλά δεν τα κατάφερε, πήρε οικιακή βοηθό αλλά τίποτα δεν γινόταν, όλα ήταν άνω κάτω, σπίτι, δουλειά, παιδιά. Και κάποια μέρα είπε στη μητέρα του:

-Μητέρα μ’ αγαπάς;

-Πολύ παιδάκι μου! του είπε η μητέρα του.
-Τότε θα κάνεις ό,τι σου πω, της είπε ο Κωσταντής.

Και η Σμαραγδή που μια ζωή ολόκληρη θυσιαζόταν για το γιο της, κάθισε κοντά του, πλησίασε το κεφάλι της κοντά του, για να ακούει καλύτερα και άκουσε την καταδίκη της.

Θα σε πάω εδώ δίπλα, σε ένα ωραίο χώρο, θα έχεις φίλες και φίλους της ηλικίας σου, θα περνάς καλά, θα σε προσέχουν, θα σου τα έχουν όλα όπως τα θέλεις, θα έχεις ένα ωραίο δωμάτιο. Τότε τον ρώτησε:

-Θα βλέπει στη θάλασσα; Και εκείνος της απάντησε.

-Ναι μητέρα.

Πάμε του είπε η Σμαραγδή! Και πήγε και έμεινε και έζησε όσα χρόνια της είχε ο Θεός και αγνάντευε τη θάλασσα. Η Ανθή με τα τσακίρικα μάτια, γύρισε στο σπίτι, νόμισε ότι νίκησε αφού «έγινε το θέλημα της» έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος όμως, γιατί μετά από αρκετά χρόνια και έχοντας μεγαλώσει τρία παιδιά και ο Κωσταντής της είχε φύγει από η ζωή, βρέθηκε και αυτή σ’ έναν άλλο οίκο ευγηρίας και τότε κατάλαβε ότι σ’ αυτή τη ζωή ό,τι κάνεις θα το βρεις μπροστά σου και μάλιστα αυτή το βρήκε, το «χάρηκε» εις τριπλούν και με συνοπτικές διαδικασίες.

***

Μαμά

-Καλώς ήρθες ηλιακτίδα μου!

Αυτά ήταν τα λόγια του κ. Κωνσταντίνου όταν αντίκρισε την νεογέννητη κόρη του. Ο Κωνσταντίνος ήταν εισαγγελέας υπηρετούσε σε κάποια πόλη της Ελλάδος, δεν έχει σημασία σε ποια. Εκεί είδε το πρώτο φως η μοναχοκόρη του.

Κοίταξε την γυναίκα του, την αγκάλιασε τη φίλησε ευτυχισμένος και της είπε:

-Σόνια μου, μου έκανες το καλύτερο δώρο, σήμερα σου υπόσχομαι ότι η κόρη μας θα γίνει το καλύτερο και το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου.

-Κώστα μου, του είπε η Σόνια,” ας ήμαστε καλά και αγαπημένοι και όλα θα γίνουν.

Ο πρώτος χρόνος πέρασε, το μωρό μεγάλωνε ήταν όμορφο και ήσυχο. Οι γονείς του ήταν ήρεμοι, τίμιοι και καλοί άνθρωποι. Αγαπούσαν πολύ την κόρη τους, την βάφτισαν Ηλιακτίδα. Και έγινε η Ηλιακτίδα της ζωής τους.

Τα χρόνια πέρασαν. Η Ηλιακτίδα μεγάλωνε, ομόρφαινε, πρώτη παντού, στο σχολείο, στο πιάνο, στο χορό και στις ξένες γλώσσες. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο και ήρθε η ώρα, που τι θα επιλέξει να ακολουθήσει στη ζωή της, και επέλεξε, ήθελε να γίνει Γιατρός, να βοηθάει και να φροντίζει τους ανθρώπους.

Το όνειρό της εκπληρώθηκε.

Πέρασε πρώτη στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όλα τα χρόνια σπούδαζε με υποτροφία. Οι γονείς καμάρωναν την Ηλιακτίδα τους. Τελείωσε το Πανεπιστήμιο. Η ευτυχία όλων ήταν ολοφάνερη. Στα χρόνια των σπουδών της γνώρισε ένα συμφοιτητή της, αγαπήθηκαν τα παιδιά και περπάτησαν μαζί το δρόμο της ζωής τους. Η Ηλιακτίδα έγινε παιδίατρος και ο σύντροφός της ο Λουκάς έγινε ενδοκρινολόγος. Παντρεύτηκαν, ήταν ευτυχισμένοι, έκαναν 3 κόρες, την Κατερίνα, τη Λουκία και την Θωμαΐδα.

Τα κορίτσια μεγάλωναν, η Ηλιακτίδα και ο Λουκάς δούλευαν, αγωνίζονταν για την οικογένειά τους και τους ασθενείς τους.
Στο σπίτι, η γιαγιά και ο παππούς βοηθούσαν στο μεγάλωμα των παιδιών με πολλή αγάπη.

Τα χρόνια περνούσαν όλοι μεγάλωναν και κάποια μέρα όπως καθόταν στην πολυθρόνα του σαλονιού και καμάρωνε τις εγγονές της η γιαγιά Σόνια έκλεισε τα μάτια και έφυγε ευτυχισμένη από τη ζωή, κοντά στα παιδιά και στις εγγονές της. Το χτύπημα για όλους ήταν βαρύ, μα πιο βαρύ ήταν για το παππού Κωνσταντίνο, δεν το άντεξε και 6 μήνες όπως κοιμόταν και ονειρευόταν τη Σόνια του άπλωσε, τα χέρια του να την αγκαλιάσει και πέταξε μαζί της.

Η Ηλιακτίδα παρ’ ότι ήταν 50 χρονών πια, ένιωσε ότι κόπηκαν οι ρίζες της, έκλαψε, θρήνησε τους γονείς της αλλά η ζωή συνεχίζεται. Κοντά της δίπλα της, ήταν ο Λουκάς και οι κόρες τους, που ήταν πια μεγάλες, είχαν τελειώσει τις σπουδές τους. Η Κατερίνα έγινε δικηγόρος. Η Λουκία είχε τελειώσει την Σχολή Καλών Τεχνών είχε ταλέντο από μικρή, όπου και αν βρισκόταν, ζωγράφιζε. Η Θωμαϊς έγινε δασκάλα, ήταν η μικρότερη, τελείωσε την Ακαδημία και παντρεύτηκε αμέσως έναν συνάδελφό της και έφυγε για κάποιο νησί. Η Κατερίνα, η πρώτη από τις 3 κόρες, έτρεχε όλη μέρα στα δικαστήρια, στο γραφείο και το βράδυ γυρνούσε κατάκοπη στο σπίτι. Οι γονείς της ήταν εκεί μαζί τους, βοηθούσαν παντού. Μαμά θέλουμε να μαγειρέψεις τον μουσακά που μας αρέσει έλεγαν η Κατερίνα και η Θωμαϊς. Μπαμπά θέλουμε να πας να πληρώσεις τους λογαριασμούς, να έρθει ο υδραυλικός να φτιάξει το μπάνιο, να φροντίσετε την επισκευή του εξοχικού.

Και όλες οι δουλειές του σπιτιού γίνονταν από την Ηλιακτίδα και τον Λουκά. Παντού πρώτοι να φροντίζουν τα πάντα, το σπίτι και τις εξωτερικές δουλειές. Η Θωμαϊς γέννησε το πρώτο της παιδί. Η Ηλιακτίδα έτρεξε στο νησί, βοήθησε την Θωμαϊδα να ξεπετάξει το πρώτο της παιδί και μετά από 3 μήνες γύρισε στην Αθήνα. Μετά κάθε Χριστούγεννα Πάσχα και Καλοκαίρια η Θωμαϊς με την οικογένεια της γυρνούσε στο πατρικό σπίτι στην Αθήνα. Οι γονείς της γίνονταν θυσία για όλους και για όλα.

Η Κατερίνα παντρεύτηκε και έκανε και αυτή 2 παιδιά. Η Ηλιακτίδα και ο Λουκάς έτρεχαν και δεν πρόφταιναν να φροντίσουν για παιδιά και για εγγόνια.

Και τα χρόνια περνούσαν και όλοι μεγάλωναν. Η γιαγιά Ηλιακτίδα και ο παππούς Λουκάς βάραιναν και όμως φρόντιζαν τα πάντα για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Κάποια μέρα, ο παππούς Λουκάς με ένα ήσυχο χαμόγελο έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό.

Για την γιαγιά Ηλιακτίδα ο ουρανός σκοτείνιασε, ο ήλιος χάθηκε, τα μάτια της θόλωσαν δεν έβλεπε τίποτα από τα κλάματα. Οι κόρες της προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν, να την στηρίξουν. Η γιαγιά Ηλιακτίδα έσφιξε τα δόντια, στέγνωσε τα δάκρυα στα μάτια της και άρχισε πάλι να φροντίζει τις κόρες της, τους γαμπρούς και τα εγγόνια της. Και τα χρόνια περνούσαν και τα εγγόνια μεγάλωναν. Η πλάτη της Ηλιακτίδας έγερνε, τα πόδια πονούσαν, τα μάτια θόλωναν και εκείνη έσφιγγε τα δόντια και βοηθούσε όσο μπορούσε. Κάποια στιγμή η γιαγιά Ηλιακτίδα, ήθελε βοήθεια να περπατήσει, να πλυθεί και κάποιος να μαγειρέψει για να φάει. Οι κόρες πνιγμένες στις δουλειές τους και στις οικογένειες τους, άρχισαν να τρώγονται. Εγώ δεν μπορώ, έλεγε η Κατερίνα, να φροντίζω τη μαμά, έχω δουλειές, οικογένεια και υποχρεώσεις.

Και εγώ δεν μπορώ, έλεγε η Θωμαϊς που είχε έρθει πια στην Αθήνα απ’ το νησί. Έχω παιδιά, δουλειά και εγγόνι και πρέπει να τα φροντίζω, δεν μπορώ να τρέχω για τη μαμά.

Η Λουκία έλεγε:

-Εγώ θα φύγω για Παρίσι πρέπει να προλάβω να τελειώσω τους πίνακες για την έκθεση ζωγραφικής και δεν μπορώ να φροντίζω τη μαμά. Ξέρετε τι λέω είπε, να τη πάμε σε ένα ωραίο χώρο φροντίδας ηλικιωμένων. Εκεί η μαμά θα έχει την φροντίδα που πρέπει για τους ανθρώπους της ηλικίας της. Θα πηγαίνουμε να τη βλέπουμε, θα της κάνουμε παρέα όλες με τη σειρά και έτσι θα μπορούμε όλες να φροντίζουμε τις οικογένειες μας και τις δουλειές μας.
Συμφώνησαν αβίαστα όλες, χωρίς τύψεις, χωρίς αγάπη, χωρίς πόνο. Με μία κίνηση πέταξαν από πάνω τους ολόκληρη τη ζωή που έζησαν με την μαμά τους. Δεν κοίταξαν πίσω τους, ποιά της γέννησε, ποιά τις μεγάλωσε, ποιά τις αγκάλιασε, ποιά τους έμαθε τα πρώτα βήματα, τους είπε το πρώτο παραμύθι, ποιά τους έβρεξε το πρόσωπο για να τους πέσει ο πυρετός, ποιά τις πήγε για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο, ποιά τους έπιασε το χέρι για να γράψουν τα πρώτα τους γράμματα, ποιά τις αγκάλιαζε και τις παρηγορούσε για οποιαδήποτε αναποδιά και αργότερα ποιά τους ετοίμασε το σπίτι που θα έμεναν, αφού παντρεύτηκαν ποιά μεγάλωσε τα παιδιά τους, τα ξέχασαν όλα. Και με ελαφριά τη συνείδηση, κάποια μέρα την οδήγησαν σε πολυτελείας οίκο ευγηρίας.

Η γιαγιά Ηλιακτίδα αφέθηκε στη μοίρα της, αφού πρώτα φώναξε έκλαψε. Στο τέλος τα μάτια της στέρεψαν, η ψυχή της μάτωσε, μαζί της πήρε την φωτογραφία του Λουκά της και σ’ αυτήν έλεγε τα παράπονά της. Πέρασαν 6 μήνες, η Ηλιακτίδα δεν μιλούσε σε κανέναν. Κάθε πρωί αφού έκανε την προσευχή της, έτρωγε το πρωινό της στην τραπεζαρία και έφευγε, πήγαινε στο μεγάλο γωνιακό παράθυρο που έβλεπε σε ένα δρόμο που ήταν γεμάτος δέντρα. Εκεί έβλεπε τον κόσμο που περνούσε, τους ανθρώπους που έτρεχαν να προλάβουν να πάνε στις δουλειές τους, τα παιδιά που τα κρατούσαν οι γιαγιάδες από το χέρι να τα πάνε σχολείο.

Και εκεί στο βάθος του δρόμου κάποια μέρα είδε χαμογελαστό και νέο να έρχεται προς το μέρος της με ανοιχτή την αγκαλιά, τον Λουκά της.

-Έρχομαι Ηλιακτίδα μου να σε πάρω μαζί μου, κοντά μου για πάντα!

-Λουκά μου, πρόφτασε να πει, άπλωσε τα χέρια της για να τον φθάσει και χαμογελώντας έκλεισε τα μάτια της για πάντα.

Μια νοσηλεύτρια είδε τη γιαγιά Ηλιακτίδα που έγερνε και έτρεξε κοντά της. Διαπίστωσε ότι η γιαγιά τελείωσε και είπε στην Διευθύντρια:

-Ειδοποιήστε τις κόρες της, η γιαγιά έφυγε.

Και οι κόρες της έτρεξαν τότε και οι τρεις με τύψεις, με πόνο και με λύπη και ίσως με λίγη αγάπη, την φίλησαν, την αγκάλιασαν και πριν τη χαιρετήσουν για πάντα της είπαν:

-Συγνώμη μαμά!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *