Θανάσης Φέκας: Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος

FtS51

Υπό Γεωργίου Λ. Αστρακά

Μου φαίνεται περίεργο και παράξενο, αλλ’ όμως συμβαίνει: Κάθε χρόνο τις παραμονές ή και ανήμερα της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940 ένας αξεθώριαστος συνειρμός με κάνει να θυμάμαι έντονα και πολύ δυνατά το μακαρίτη το Θανάση Φέκα – Οι παλιότεροι είναι περισσότερο από βέβαιο, πως τον θυμούνται, ενώ, αντίθετα, οι νεώτεροι και μάλιστα όσοι γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο, μπορεί να μην έχουν ακούσει ούτε το όνομά του.

Ποιος όμως ήταν ο Φέκας και κυρίως για ποιο λόγο βρίσκεται μέσα στην αποθήκη της μνήμης μου με ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο; Τα όσα θα ακολουθήσουν πιστεύω, πως θα δώσουν μία εύλογη και πειστική απάντηση.

Καταγόταν από τα Δυο Βουνά και ονομαζόταν Αθανάσιος Παναγιωτόπουλος. Στο Σκαμνό σχεδόν όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του . Τα Δυο Βουνά, για όσους τυχόν δεν τα ξέρουν, είναι ένα χωριό, που βρίσκεται στις παρυφές της Οίτης, πάνω ακριβώς από την ιστορική γέφυρα του Γοργοποτάμου. Από το χωριό αυτό καταγόταν ο σπουδαίος και πολύ αξιόλογος οπλαρχηγός, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης. Απόγονος του Δυοβουνιώτη ήταν και ο επίσης σπουδαίος και πολύ αξιόλογος διαπρεπής καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Κωνσταντίνος Δυοβουνιώτης.

Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο τον παρονόμασαν Φέκα, ξέρω όμως πολύ καλά, ότι το παρατσούκλι του ήταν δηλωτικό μειονεξίας. Πράγματι, ο δυστυχής ο Φέκας, υπέφερε από βαριάς μορφής πνευματική υστέρηση. Ηταν, μ’ άλλα λόγια, τελείως χαζός και γι’ αυτό αντιμετώπιζε ουκ ολίγα προβλήματα στις σχέσεις του με τους συγχωριανούς. Δεν πρέπει να παραθεωρηθεί το γεγονός, πως πολλές φορές του κάνανε χοντρές και άγαρμπες φάρσες με αποτέλεσμα το δύστυχο αυτό πλάσμα να υποφέρει και ενίοτε να κλαίει σα μικρό παιδί. Μιας τέτοιας φάρσας, που είχε σχέση με τον έντονο ερωτισμό του, το αποτέλεσμα υπήρξε λίαν προσβλητικό για την αξιοπρέπειά του! Δεν θα την αναφέρω, διότι ….αλλά καλύτερα ας μη συνεχίσω.

Στο Σκαμνό ήρθε ως πιστικός. Τον είχαμε τσοπάνη οι Πουρναραίοι που εκείνα τα χρόνια ήταν οι πρώτοι νυκοκυραίοι του χωριού, και είχανε 600-700 γίδια. Η σωματική του διάπλαση ήταν ανδροπρεπής με έντονα τα σημάδια της νιότης και της καλής υγείας στο πρόσωπό του. Το βλέμμα του, λόγω προφανώς της πνευματικής του υστέρησης, ήταν λίγο απλανές και γενικά η έκφραση του προσώπου του πρόδιδε ένα πλάσμα φοβισμένο και πολύ συνεσταλμένο. Κάτω από τις συνθήκες που ζούσε, και τη μεταχείριση που υφίστατο, σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τον κοινωνικό περίγυρο, νομίζω πως είναι ευξήγητη η συμπεριφορά του αυτή. Ομως η συμπεριφορά του αργότερα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, άλλαξε και ο Θανάσης σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε τον παλιό εαυτό του.

Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το Φέκα τον βρήκε να υπηρετεί, ως κληρωτός στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Ομως η πνευματική υστέρηση υπήρξε η αιτία που, μόλις τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση, πήρε απολυτήριο και δε συνέχισε τη θητεία του έως το τέλος.

Με το απολυτήριο στα χέρια ο Θανάσης και φορώντας τη χειμερινή στολή του Ελληνα φαντάρου επέστρεψε στο Σκαμνό. Το έφερε βαρέως, που ήταν ένστολος και γι αυτό, αλλάζοντας τώρα στάση και συμπεριφορά, δεν επέτρεπε σε κανέναν και σε καμία να τον πειράξει. Μάλιστα όποιος ή όποια αποπειράθηκε να του πετάξει καμιά «μπηχτή» αντιμετώπισε τη μήνι του και προ παντός τη βίαιη αντίδρασή του. Φορώντας το χακί ένοιωθε …παντοδύναμος και άτρωτος! Ο Θανάσης τώρα δεν αστειευόταν.

Γύρναγε όλη τη μέρα στο χωριό για να τον βλέπουν με την νέα αμφίεση. Το δίκωχο, τη χλαίνη και προ παντός τις γκέτες, ένα είδος περικνημίου, δεν τις έβγαζε, λέγανε, ούτε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Φοβόταν μήπως του τα κλέψουν. Γι αυτόν ήταν όχι μόνο πολύτιμα, αλλά κάτι παραπάνω: Ηταν τιμαλφή! Πρόβλημα είχε μόνο με τις αρβύλες του. Αρχισαν να φθείρονται κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Δεν είχε τον τρόπο του να τις αντικαταστήσει.

Τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του πολέμου, περίπου στις αρχές Μαρτίου 1941, εάν δεν με απατά η μνήμη μου, οι Αγγλοι άρχισαν να στέλνουν στρατεύματα στην Ελλάδα με προορισμό τα βόρεια σύνορά μας, προκειμένου να αναχαιτίσουν πιθανή προέλαση των Γερμανών προς τη Μεσόγειο, μέσω της χώρας μας. Τα στρατεύματα αυτά ήταν εξ ολοκλήρου μηχανοκίνητα και για την προώθησή τους στους χώρους και τις περιοχές προορισμού τους ακολουθούσαν τη μόνη εθνική οδό, που διέθετε τότε το Ελληνικό Κράτος: Την εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης. Κατ’ ανάγκην λοιπόν όλα τα τμήματα, σποραδικά βέβαια, πέρασαν από το Σκαμνό.

Η είδηση πως διέρχονται αγγλικά στρατεύματα, είχε εξάψει τη φαντασία μικρών και μεγάλων. Ολοι, ανεξαιρέτως, ήθελαν να δουν τι σόϊ στρατιώτες είναι αυτοί οι Αγγλοι, που η χώρα τους, αλλοίμονο, φημιζόταν ως φιλελληνική και ταυτόχρονα, ως πολύ πλούσια και πολύ ισχυρή. Γι αυτό όλοι οι χωριανοί και πολύ περισσότερο τα μικρά παιδιά, τρέχανε στα μετερίζια , στου Σκαρή το σπίτι, στον πλάτανο του Πατσιονίκου, στο Πουρναράκι, για να δουν τα ξένα στρατεύματα, που σαφώς ήταν πιο πλούσια σε εξοπλισμό και σε εξάρτηση, απ ότι ήταν τα φτωχά μας φανταράκια, που όμως κείνες τις μέρες και κείνες τις ώρες γράφανε μεγάλη ιστορία στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, πολεμώντας και νικώντας τους φασίστες του Μουσολίνι. Ιδιαιτέρως τα μικρά παιδιά, στα οποία τα χρόνια εκείνα ανήκα κι εγώ, στη θέα των διερχόμενων αυτοκινήτων των Αγγλων φώναζαν: Ιγγλις, ίγγλις, γκουτ- μπάϊ, γκουτ – μπάϊ. σοκολάτα! σοκολάτα! Οι κοκκινοτρίχιδες οι Αγγλοι, κάπου – κάπου, πέταγαν από καμιά σοκολάτα ή καραμέλες και μας είχαν ξετρελάνει. Κατάσταση, τώρα που το σκέπτομαι, τριτοκοσμική εκατό τοις εκατό!!

Ενα απόγευμα, για τον παραπάνω λόγο και σκαστός απ τους γονείς μου, που κείνη την ημέρα έκαναν χωράφι στην Πέτρα, βρέθηκα στα Μετερίζια. Μαζί μου ήταν και ο μακαρίτης ο Φέκας, ο οποίος στητός και αγέρωχος, έκοβε βόλτες πέρα – δώθε επάνω στη στροφή, περιμένοντας να ξεμυτίσει καμιά φάλαγγα εγγλέζικη, για να χαιρετίσει στρατιωτικά τους Αγγλους, λες και ήταν επιφορτισμένος με την αποστολή να υποδέχεται στο χωριό μας τα διερχόμενα τμήματα. Εγώ, που σημειωτέον, για κακή μου τύχη κράταγα και ένα τραπεζομάχαιρο, στεκόμουν δίπλα του και ήθελα δεν ήθελα τον μιμόμουνα στις χαιρετούρες και κινήσεις του, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, κινδύνευα να τις αρπάξω από το Φέκα. Και μήπως είχε μυαλό να με μεταχειριστεί ανθρώπινα; Κάλλιστα και για ψύλλου πήδημα, που λέει ο λόγος, μπορούσε να μου σπάσει το κεφάλι και άντε ύστερα να βρεις το δίκιο σου από ένα χαζό και άμυαλο άνθρωπο.

Κάποια στιγμή, που λέτε, ξεμύτισε στο Πουρναράκι η εγγλέζικη φάλαγγα. Ο Θανάσης αμέσως και χωρίς να χάσει χρόνο τακτοποίησε κανονικά το δίκωχο στο κεφάλι του, κούμπωσε τη χλαίνη και σε στάση προσοχής δοκίμαζε το δεξί του χέρι προς χαιρετισμόν. Το θέαμα, όπως αντιλαμβάνεσθε, ήταν κωμικό από κάθε άποψη. Εγινε ακόμη κωμικότερο, όταν υποχρέωσε κι εμένα να πάρω ανάλογη στάση. Σε αυστηρό τόνο μου είπε: Κοίτα γα…. την …. μήπως δε χαιρετήσεις καλά και φάω καμιά φυλακή θα σε σφάξω ύστερα. Τι να κάνω και πως να φερθώ! Πήγα ακριβώς δίπλα του και στήθηκα για να χαιρετίσω κι εγώ τους Αγγλους. Ημουν εννιά χρονών και από την ελονοσία ένα μπακανιάρικο παιδί. Φόραγα ένα ημίκοντο παντελόνι και το ένα σκέλος κρέμαγε πολύ κάτω από το γόνατο, ενώ το άλλο, λόγω κακής χρήσεως της ζωστήρας, μόλις που κάλυπτε το μηρό. Θέαμα, όπως είπα, οικτρό και κωμικό στο έπακρο. Και παρ όλα αυτά, ο Φέκας να σε υποχρεώνει να χαιρετάς τους Αγγλους. Κάποια στιγμή πλησίασε το πρώτο αυτοκίνητο στου Σπυριδόπουλου το δένδρο. Ο Θανάσης τεντώθηκε και χωρίς να στρίψει να με δει σε τι κατάσταση ήμουν, μου μίλησε τούτη τη φορά χαμηλόφωνα, προφανώς για να μην το ακούσουν οι Αγγλοι: Κοίτα γα… την ….να μη φάω καμιά φυλακή, θα σε ξεμπροστουριάσω ύστερα.

Πέρασε το πρώτο αυτοκίνητο. Κλαρίνο ο Θανάσης, κλαρίνο κι εγώ. Οι Αγγλοι μπροστά σ αυτό το θέαμα, δικαιολογημένα, γέλαγαν με την ψυχή τους. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο και με το τρίτο και με κάμποσα άλλα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Εγώ όμως, σας είπα, στα Μετερίζια πήγα και για καμιά σοκολάτα, οπότε κάποια στιγμή και ενώ βρισκόμουν σε στάση προσοχής, σύμφωνα με τις επιταγές του Φέκα, άρχισα να φωνάζω: Ιγγλις, ίγγλις, σοκολάτα, σοκολάτα. Αχοο Παναγία μου τι ήταν να κάνω αυτό το μοιραίο λάθος! Ο Φέκας έγινε θηρίο. Με το λίγο και κακής ποιότητας μυαλό που διέθετε νόμισε, πως θα του ρίξουν φυλακή και άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες. Μάλιστα μόλις πέρασε η φάλαγγα τον άκουσα να λέει: Θα σου δείξω εγώ τώρα ίγγλις, ίγγλις και σοκολάτα, σοκολάτα. Και με αρπάζει και δεν φτάνει που μου έρριξε κανά δυο σβερκιές, πήρε και το μαχαίρι ο αθεόφοβος και λίγο έλλειψε να μου το χώσει στο λαιμό. Οπως ήταν φυσικό έβαλα τα κλάματα και ευτυχώς με άκουσαν οι γονείς μου και τρέξανε και με γλύτωσαν από τα χέρια του θεόχαζου του Φέκα. Ηταν, σας λέω, ο φτωχός για δέσιμο. Πιο χαζό στη ζωή μου δεν είχα συναντήσει.

Μετά το επεισόδιο αυτό δεν τον ξανάδα ζωντανό, τον αναθεματισμένο, που λίγο έλλειψε να με μαχαιρώσει και να μου αφαιρέσει τη ζωή από χαζομάρα του. Τον είδα όμως σκοτωμένο στη θέση Κοκορέτσα, κοντά στου Γρανισιώτη τη Βρύση. Ηταν ανασκελωμένος μέσα στη σίκαλη του Σκαροπαναγιώτη που κείνη τη χρονιά ήταν πολύ θρασεμένη. Οδωδώς και τυμπανιαίος , όπως ήταν δεν μπορούσες να τον πλησιάσεις σε καμία περίπτωση. Πληροφορήθηκα πως τον πυροβόλησε ένα γερμανικό αεροπλάνο την Ανοιξη του 1941, κατά τη διάρκεια της μάχης του Μπράλου. Τον είδαν με τη στρατιωτική στολή και τον πέρασαν για εγγλέζο. Κατ άλλη επίσης πληροφορία τη ζωή του την έχασε από γερμανική οβίδα, που έσκασε πολύ κοντά του. Εν πάση περιπτώσει απ όποια αιτία κι αν έχασε τη ζωή του, γεγονός είναι πως, λόγω της πνευματικής του υστέρησης δεν ήξερε να προφυλάξει τον εαυτό του την ώρα της μάχης. Αυτός, αντί να κρυφτεί, όπως ήταν φυσικό, πιθανώς να χαιρέταγε το αεροπλάνο για να μην του βάλουν φυλακή!!! Ως εκεί έφτανε το μυαλό του. Ο Λουκάς ο Τζιβάρας μαζί με τον πατέρα μου τον έθαψαν λίγο πιο κάτω στης Κλαμούραινας το χωράφι. Ηταν όμως μοιραίο για τον φουκαρά το Φέκα να μη μείνει στα σπλάχνα της ελληνικής γης. Δυστυχώς τα οστά του αργότερα πουληθήκανε, ως οστά αγγλου στρατιώτη, που έπεσε στη μάχη του Μπράλου και ήδη αναπαύονται σε κάποιο οστεοφυλάκιο της Αγγλίας!

Να λοιπόν για ποιο λόγο κάθε 28η Οκτωβρίου θυμάμαι και μάλιστα πολύ έντονα το μακαρίτη το Φέκα. Και οι δυο μας, για διαφορετικό βέβαια λόγο ο καθένας, εκείνο το τραγικό απόγευμα υποδεχθήκαμε τους Αγγλους διερχόμενους από το Σκαμνό. Προσφέραμε μια υπηρεσία προς … τους συμμάχους, η οποία εμένα λίγο έλειψε να με στείλει στις αιώνιες μονές, όπου μεταξύ των άλλων πιθανόν να αναπαύονται και οι πτωχοί τω πνεύματι – πτωχοί όπως το εννοεί ο απλός λαός και όχι όπως το διδάσκει η Εκκλησία μας. Κάτι μου λέει, πως εκεί σίγουρα βρίσκεται και ο Θανάσης Φέκας, διότι χαζός ήταν, κακός δεν ήταν. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.

***
Το όνομα Φέκκας απαντάται και ως επίθετο
Πουρναραίοι: Τα αδέρφια Γιώργης, Λουκάς και Μήτσος Τζιβάρας
Μετερίζια: Τοπωνύμιο. Η πρώτη στροφή μετά του Σκαρή το σπίτι. Στο χώρο αυτό κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 οχυρώνονταν οι Έλληνες και χτυπούσαν τα διερχόμενα στρατεύματα των Οθωμανών.
Κάνω χωράφι: Σκαμνιώτικη περίφραση του ρήματος οργώνω, αροτριώ.
Ξενπροστουριάζω: ξακοιλιάζω. Μπροστούρα=κοιλιά
Σκαροπαναγιώτης: Παρατσούκλι του Παναγιώτη Αποστολόπουλου
οδωδώς: μετοχή παρακειμένου του ρήματος όζω, που σημαίνει μυρίζω, βρωμάω ανυπόφορα
τυμπανιαίος: τεντωμένος και φουσκωμένος όπως το τύμπανο
Ο πατέρας μου ήταν ο Λουκάς Αστρακάς
Οι Άγγλοι μετά τον πόλεμο φρόντισαν να συλλέξουν τα οστά των φονευθέντων στρατιωτών τους στον ελλαδικό χώρο. Πληροφορίες «επί πληρωμή» έπαιρναν από τους ντόπιους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες «πουλήθηκαν» και τα οστά του Φέκα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *